«Η δύσκολη τέχνη», του Δημήτρη Ελευθεράκη

C
Κυριάκος Αθανασιάδης

«Η δύσκολη τέχνη», του Δημήτρη Ελευθεράκη

Είναι ένα αταξινόμητο κείμενο αυτό (ναι μη ταξινομήσιμο, όπως θα έλεγε ο αφηγητής του), δεν είναι νουβέλα βέβαια, κυρίως λόγω όγκου, είναι μικρό σαν διήγημα, ή έστω μικρό σαν μεγάλο διήγημα, αλλά και γιατί από εδώ απουσιάζει πέρα για πέρα κάθε πλοκή, απουσιάζει απολύτως, οπότε δεν είναι και διήγημα, όχι με τη συμβατική έννοια τουλάχιστον, αν υπάρχει κάπου καταχωρισμένη κάποια τέτοια, και αν αποτελεί ενός είδους θέσφατο. Είναι περισσότερο ένας μονόλογος, κατά μία έννοια «θεατρικός», οπότε θα μπορούσε κανείς να το κατατάξει όχι με πολλή δόση αυθαιρεσίας στο θέατρο, ένας μονόλογος που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, γυρίζει όλο πίσω και προχωρεί πολύ αργά προς τα εμπρός (ναι φιδοσέρνεται), ή και καθόλου, καθώς μάλιστα —όπως αν μη τι άλλο μαθαίνουμε στον, ας τον πούμε, Επίλογο, που ασφαλώς δανείζεται το παράδοξα ωραίο στιλ τού καθαυτό μονολόγου—, καθώς μάλιστα ο μονόλογος αυτός είναι, μαθαίνουμε, επαναλαμβανόμενος, προφέρεται και προφέρεται καθημερινώς, δίκην μακράς επωδού, στο ίδιο πάντα μέρος, ανάμεσα στο Πολυτεχνείο και στο Αρχαιολογικό Μουσείο —όλοι ξέρουμε ακριβώς πού, δηλαδή—, εκφωνείται από ένα παγκάκι, λερό όπως όλα βέβαια, από έναν εξίσου «λερό» άνθρωπο, με την έννοια του παντελώς ατημέλητου, ενός κλοσάρ από σπίτι, που προσπαθεί έτσι, διά του μονολόγου, ενός δραματικού μονολόγου, μίας τεράστιας επωδής, να βρει μια κάποια θέση στην Αθήνα, στην Ιστορία, στην Τέχνη, να αποκαλύψει shortcuts ανάμεσα στο ερειπωμένο και ανύπαρκτο παρελθόν και στο σήμερα, διαμέσου ενός συστήματος «αρχιτεκτονικών» αξιών που επιβλήθηκαν στην πόλη έξωθεν συντάσσοντας διά του όγκου τους ένα προγραμματικό παρόν, ένα κατασκονισμένο και μισοερειπωμένο σήμερα, και όλο αυτό εκκινώντας από εκείνο το γκριζωπό γκράφιτι που εν πολλοίς δίχασε τους Αθηναίους και τον δημόσιο λόγο για το αν ήταν ή δεν ήταν τέχνη ή όχι, επιτρεπτό ή όχι, βανδαλισμός ή όχι. Είναι επίσης ένα κείμενο που αναφέρει συχνά τη λέξη Ελλάδα και τα παράγωγά της, άρα ενέχει έναν κρίσιμο όρο που το θέτει, για μερικές ιδιοσυγκρασίες, «απέναντι», ως εκ τούτου γίνεται ή είναι κάτι που σε κάνει να κουμπώνεσαι εάν είσαι χαρακτήρας που αποστρέφεσαι τα «ελληνικά» πράγματα, την ελληνική ιδιαιτερότητα (προς τα κάτω, αλλά κυρίως βέβαια προς τα πάνω). Παρά ταύτα, κι αυτό είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του βιβλίου αυτού, υποθέτω, διαβάζεται απνευστί, και εμμονικά, ακόμη και από αυτούς, ακόμα και από όσους δεν πιστεύουν σε χαμένες γενιές, ή σε γενικεύσεις. Εντέλει βέβαια πρόκειται για ένα ποίημα, ένα πολιτικό ποίημα, και μελαγχολικό, που όμως η τυπογραφία (οι καλές, χαμηλόφωνες νέες Εκδόσεις Αντίποδες γνωρίζουν αρκετά μυστικά της), η τυπογραφία μάς το παραδίδει, όχι κομμένο σε στίχους και στροφές, αλλά μασίφ. Διαβάζεται απαρεγκλίτως μονοκοπανιά, και είναι πικρό και ψυχωφελές. Είναι πολύ όμορφα γραμμένο κείμενο, πολύ ιδιαίτερο. Θα ακουστεί πολύ.

[ Εικονογράφηση: ο Αμερικανός φωτογράφος Eadweard Muybridge κάνει χειραψία με τον αθλητή L. Brandt (1879) ].