Η Ελβετία του Βάλτερ

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Η Ελβετία του Βάλτερ

Με εξαίρεση την Ελλάδα και την Κροατία, που είναι πρωτίστως παραλιακές και που δεν το πολυθέλουν να λέγονται «βαλκανικές», σχεδόν όλες οι υπόλοιπες χώρες της χερσονήσου έχουν διεκδικήσει τον τίτλο της Ελβετίας των Βαλκανίων. Η περίκλειστη Βόρεια Μακεδονία με τη μαγευτικά τοπία της Οχρίδας και του Μαύροβο συναγωνίζεται —και εδώ— με τη γειτόνισσα Βουλγαρία, που καυχιέται για τα δημοφιλή χιονοδρομικά της κέντρα, αλλά και για την υψηλότερη κορυφή των Βαλκανίων (Μουσάλα). Δεν λείπουν οι αντίστοιχοι παραλληλισμοί για τα ορεινά τοπία της Σερβίας, του Μαυροβουνίου, έως και της Αλβανίας, κι ας προκαλούν ειρωνικά χαμόγελα στους Σλοβένους που αν μη τι άλλο έχουν τις «γνήσιες» Άλπεις, όχι τίποτα Δειναρικές.

Ο δικαιωματικός κάτοχος του τίτλου, αν περιοριζόμασταν στις εξωτερικές ομοιότητες, θα ήταν πάντως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη: τόπος των μοναδικών Χειμερινών Ολυμπιακών που φιλοξένησε ποτέ η νοτιοανατολική Ευρώπη (Σαράγεβο 1984) και χώρα ομοσπονδιακής δομής με καντόνια. Εδώ είναι Βαλκάνια όμως και οι ορισμοί θέλουν την προσοχή τους. Ο όρος «ομοσπονδία» δεν περιγράφει το σύνολο της χώρας (που λέγεται απλά «κράτος») αλλά τον έναν από τους τομείς της — τη συμμαχία Κροατών και Μουσουλμάνων. Η Φεντεράτσια διαιρείται σε δέκα καντόνια, που οι Κροάτες δεν τα αποκαλούν έτσι (τα λένε νομούς/ζουπάνιγε όπως της κυρίως Κροατίας). Ο άλλος τομέας (οντότητα/entity) είναι η «Σερβική Δημοκρατία», με ενιαία διοίκηση χωρίς καντόνια. Το μωσαϊκό συμπληρώνεται με το Διαμέρισμα Μπ’ρτσκο, που αποτελεί ένα είδος «άρθρωσης»: συνορεύει με τους δύο τομείς, εμποδίζοντάς τους ταυτόχρονα να έχουν ενιαία έκταση.

Με σχετικά πρόσφατες τις ένοπλες συγκρούσεις (μια γενιά μόλις πίσω), εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι οι σχέσεις των τριών εθνοτήτων της Βοσνίας δεν έχουν μεγάλη ομοιότητα με αυτές μεταξύ των Γερμανόφωνων, Γαλλόφωνων και Ιταλόφωνων που συναποτελούν τον ενιαίο ελβετικό λαό. Θεσμικά στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη δεν υπάρχει ένας λαός, αλλά οι τρεις «συστατικοί λαοί» συν κάποιες μειονότητες. Δεν είναι ποτέ εύκολη η πολιτική σύνθεση στις κοινωνίες — υπάρχουν παραδείγματα μακρόβιας συνύπαρξης αλλά και σχεδίων που απορρίφθηκαν πριν καν δοκιμαστούν. Κατά τον Ολλανδό πολιτικό επιστήμονα Λάιπχαρτ, το ζητούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις —που τουλάχιστον θεωρητικά επιχειρήθηκε στον πολιτικό σχεδιασμό της Βοσνίας— είναι η ύπαρξη τεσσάρων στοιχείων: συνεργατικές κυβερνήσεις, βέτο για προστασία ζωτικών συμφερόντων των μειοψηφικών ομάδων, αναλογική εκπροσώπηση των ομάδων, και αυτοδιοίκηση/αυτονομία των μειοψηφικών ομάδων.

Το τετράπτυχο αυτό είναι γνωστό και με τον όρο consociation, για τον οποίο δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει δόκιμη απόδοση στα ελληνικά. Θα μπορούσαμε να το πούμε συγκοινωνικότητα — ο όρος θυμίζει την επιστήμη μου και ίσως αυτό να μην είναι μόνο λεκτική σύμπτωση. Ο Ίβο Άντριτς στο Χρονικό του Τράβνικ περιγράφει πόσο δύσκολη υπόθεση ήταν ήδη από τον 18ο αιώνα η συγκοινωνιακή σύνδεση των περιοχών της Βοσνίας. Όχι όμως τόσο για το ορεινό ανάγλυφο και την οικονομική δυσκολία που συνεπάγονται τέτοια εγχειρήματα — το ψηλότερο βουνό της Βοσνίας, το Μάγκλιτς, με σχεδόν 2.400 μέτρα υψόμετρο (όσο η κορινθιακή Ζήρεια), είναι περίπου το μισό από τις αλπικές ελβετικές κορφές. Ο Γιουγκοσλάβος νομπελίστας γράφει ότι η δυσχέρεια είναι πρωτίστως θέμα νοοτροπίας. «Ο δρόμος τού [ναπολεόντειου] στρατηγού Μαρμόν στη Δαλματία είναι βλαπτικός στα μάτια των Μουσουλμάνων και του Βεζύρη. […] Οι άνθρωποι αυτοί δεν θέλουν δρόμο κοντά τους. […] Όσο οι Τούρκοι κυβερνούν, δεν έχουμε ανάγκη από καλύτερο δρόμο. Μεταξύ μας, όποτε οι Τούρκοι επισκευάζουν τον δρόμο, οι δικοί μας [Καθολικοί] πάνε εκεί με την πρώτη βροχή ή το πρώτο χιόνι, τον σκάβουν και τον διαλύουν. Έτσι αποτρέπουν, κάπως, τους ανεπιθύμητους επισκέπτες».

Η υπεράσπιση του εδάφους και κυρίως η απόκρουση των ξένων ίσως να είναι τελικά το χαρακτηριστικότερο κοινό στοιχείο στις ιστορίες τόσο της Ελβετίας όσο και της Βοσνίας. Περίπου τον ίδιο καιρό (13ος-14ος αιώνας) που σχηματίστηκε η Ελβετική Συνομοσπονδία (Confoederatio Helvetica, ονομασία που έδωσε στη χώρα τα διεθνή αρχικά CH), από τη συμμαχία του Schwyz και άλλων περιοχών απέναντι στους Αψβούργους και λοιπούς ισχυρούς γείτονες, παρόμοια αυτονομία πέτυχαν και οι Βόσνιοι απέναντι στους Ούγγρους, τους λοιπούς Σλάβους και τους Λατίνους των βαλκανικών παραλίων.

Παρόλο που η κυρίαρχη βοσνιακή δυναστεία των Σλάβων Κοτρομάνιτς ήταν πρωτίστως ρωμαιοκαθολικού θρησκεύματος, σε αρκετές περιοχές κυριαρχούσε η ορθοδοξία, ενώ δεν έλειπε και η «αιρετική» βοσνιακή εκκλησία όπως και ψήγματα του, βουλγαρικής προέλευσης, βογομιλισμού. Θεωρείται ότι οι οπαδοί των ιδιαίτερων τοπικών δογμάτων αποτέλεσαν την κύρια μάζα όσων προσηλυτίστηκαν στο ισλάμ μετά την οθωμανική κατάκτηση. Η κυρίαρχη εντύπωση είναι ότι η ιδιαιτερότητα της Βοσνίας απορροφήθηκε από τη σαρωτική κυριαρχία των Οθωμανών επί τέσσερις αιώνες. Βόσνιος σήμερα (Μπόσνιακ) αποκαλείται πρωτίστως ο Μουσουλμάνος, καθώς οι Σέρβοι και οι Κροάτες τείνουν να έχουν ως πλαίσιο αναφοράς τα αντίστοιχα «εθνικά κέντρα».

Ωστόσο, και παρόλο που αρκετοί τούς αποκαλούσαν «Τούρκους», οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι κράτησαν τη σλάβικη γλώσσα τους (με το σέρβικο λεξιλόγιο και το λατινικό αλφάβητο) και δεν μίλησαν μαζικά τα τούρκικα. Και, ενώ είναι παραδεκτό ότι αποτέλεσαν βασικό και προνομιούχο υποστηρικτή της Υψηλής Πύλης, η ιστορία έχει καταγράψει επεισόδια στα οποία η ταύτισή τους με το στερεότυπο των πιστών υπηκόων του Σουλτάνου κλονίζεται. Δύο από τα σημαντικά αυτά περιστατικά συνέβησαν, ίσως όχι τυχαία, τον καιρό των εθνικών εξεγέρσεων στα Βαλκάνια, στον 19ο αιώνα.

Το 1819, ο Βεζύρης Ρουζντί Πασά —διοικητής της Βοσνίας— διέταξε τη σύλληψη επιφανών Εβραίων, συμπεριλαμβανομένου του αρχιραββίνου Μοσέ Ντανόν. Αιτία ήταν ο φόνος ενός προσηλυτισμένου στο Ισλάμ Εβραίου, για τον οποίο κατέδειξε ως υπεύθυνη συνολικά τη σεφαραδίτικη (ισπανόφωνη εβραϊκή) κοινότητα. Από τους συλληφθέντες, ο Πασάς ζήτησε υπέρογκα λύτρα, με απειλή θανάτου. Αυτό οδήγησε σε εξέγερση συμπαράστασης από πλευράς του μουσουλμανικού στοιχείου του Σαράγεβο, με επικεφαλής έναν Αχμέτ Αγά Μπαϊρακτάρ, με αποτέλεσμα όχι μόνο την απελευθέρωση των Εβραίων αλλά και την αντικατάσταση του Βεζύρη και τη θανάτωση του Ρουζντί από τις οθωμανικές Αρχές.

Μια δεκαετία αργότερα, όταν μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο η Πύλη έδωσε αυτονομία στους Σέρβους και ανεξαρτησία στους Έλληνες, οι Βόσνιοι τοπικοί ηγέτες έβλεπαν μείωση και της δικής τους δύναμης, εξαιτίας των μεταρρυθμίσεων του Μαχμούτ Β’ και κυρίως της κατάργησης του σώματος των Γενιτσάρων που είχε προηγηθεί (1826). Αποτέλεσμα ήταν μια νέα εξέγερση, σε περιφερειακό πλέον επίπεδο, με ηγέτη τον «Δράκο της Βοσνίας», Χουσεΐν Γκραντάστσεβιτς. Ο νεαρός πολέμαρχος αποδείχτηκε άπειρος στη διπλωματία και δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί τις αρχικές στρατιωτικές του νίκες, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να ηττηθεί, να κυνηγηθεί και εντέλει να πεθάνει κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στην Κωνσταντινούπολη.

Οι σημερινοί Βόσνιοι Μουσουλμάνοι κάθε άλλο παρά ανταγωνιστικά βλέπουν την Τουρκία σήμερα — όχι μόνο στην υψηλή πολιτική και στις στενές οικονομικές σχέσεις, αλλά και σε επιφανειακές πλην συμβολικές λεπτομέρειες όπως την ανταλλαγή «δωδεκαριών» τον καιρό που οι δύο χώρες εμφανίζονταν στη Γιουροβίζιον. Ωστόσο, υπάρχουν άλλες λεπτομέρειες —στην ευρύτερη showbiz και πάλι— που μαρτυρούν, αν όχι μια αντίρροπη τάση, τουλάχιστον μια προσπάθεια αποφυγής της πλήρους ταύτισης. Η ποδοσφαιρική τους εθνική ομάδα, για παράδειγμα, ενίοτε αποκαλείται «Τα Κρίνα» — από τον θυρεό των Κοτρομάνιτς, που αποτέλεσε το πρώτο εθνικό έμβλημα της σημερινής ανεξάρτητης Βοσνίας. Το δημοφιλέστερο όμως προσωνύμιο είναι «Οι Δράκοι» (zmajevi) — σαφής αναφορά στον επαναστάτη Χουσεΐν, προς τιμή του οποίου έχει ονομαστεί και μεγάλο μέρος της κεντρικής λεωφόρου που διασχίζει τη νέα πόλη του Σαράγεβο.

Είναι πράγματι δύσκολο να φανταστούμε ελβετική γαλήνη στον τόπο που συνδέθηκε με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου το 1914, τον τόπο με τα «όμορφα χωριά που όμορφα καίγονταν» στις οθόνες μας. Ωστόσο, παρόλο που τα βουνά και τα λαγκάδια της Βοσνίας υπήρξαν θέατρο διχασμού, ο ίδιος τόπος ήταν και η κοιτίδα της γιουγκοσλαβικής ενότητας στα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Τα «απαραβίαστα σύνορα» μεταξύ των μετέπειτα ανεξάρτητων κρατών δεν ορίστηκαν σε κάποια διεθνή συνθήκη αλλά στις συνεδριάσεις της γιουγκοσλαβικής «κυβέρνησης του βουνού». Οι συνεδριάσεις του αντιφασιστικού συμβουλίου (AVNOJ), που όρισαν τη μετέπειτα ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στις νοτιοσλαβικές εθνότητες, δεν έγιναν στα δαντελωτά παράλια της Αδριατικής ούτε σε αψβουργικά παραδουνάβια παλάτια. Έγιναν σε κρησφύγετα στα βουνά της Βοσνίας, στις περιοχές που απελευθέρωσαν οι Παρτιζάνοι ήδη από το 1942 — δυόμισι χρόνια πριν χάσει τη ζωή του ο θρυλικός υπερασπιστής του Σαράγεβο: ο Σέρβος Πέριτς με το ψευδώνυμο «Βάλτερ», το ίδιο ψευδώνυμο που είχε στην αρχή της παράνομης δράσης του ο Κροατο-Σλοβένος Μπροζ και μετέπειτα Στρατάρχης Τίτο. Κι αν όλα αυτά μάς φαίνονται πολύ σκληροτράχηλα και καθόλου «ελβετικά», ας θυμηθούμε ποια εθνικότητα έχουν εδώ και πέντε αιώνες οι πάνοπλοι φρουροί του Βατικανού.

[ Φωτ.: Η θέα από τις πάλαι ποτέ ολυμπιακές εγκαταστάσεις του όρους Τρέμπεβιτς ].