Η Επιστροφή [1]

D
Ρωμανός Γεροδήμος

Η Επιστροφή [1]

Στις αρχές του μήνα ήμουν στην Αθήνα για λίγες μέρες. Όπως έχω γράψει και παλαιότερα, κάθε επιστροφή φέρνει και ανάμεικτα συναισθήματα — ανακούφιση, νοσταλγία, θλίψη για τα σημάδια οικονομικής παρακμής, χαρά για την επαφή με λίγα αγαπημένα πρόσωπα και λύπη που ο χρόνος δεν αρκεί για συναντήσεις με πολλά άλλα, μνήμες αυτών που έφυγαν, άγχος για όσα σχεδίαζα ή ήθελα να κάνω μα που δεν τα πρόλαβα, αλλά πάνω απ’ όλα μία αίσθηση εντελώς σωματική, βιωματική, σχεδόν υπερβατική: μία πρωτόγονη επαφή με τον χώρο σαν να νιώθεις ότι είσαι κι εσύ φτιαγμένος από τα ίδια υλικά.

Κάτι οι καιρικές συνθήκες στη Βρετανία (τους τελευταίους έξι μήνες, σύμφωνα με την καταμέτρησή μου, είχαμε περίπου 6 ημέρες σκέτης ηλιοφάνειας), κάτι η επικείμενη μετάβαση στην επόμενη δεκαετία της ζωής μου, η επιστροφή αυτή ήταν λίγο διαφορετική. Πάντα προσπαθώ να εκμεταλλευτώ τον χρόνο, αλλά αυτή τη φορά το μόνο που ήθελα ήταν να κάνω είναι το να περπατάω — στη γειτονιά μου στο Νέο Ηράκλειο, αλλά και παραδίπλα, στη Νέα Ιωνία και στη Φιλαδέλφεια, στην Καλογρέζα, στην Πεύκη και στο Μαρούσι — κάνοντας αυτό που στις κοινωνικές επιστήμες ονομάζεται «sensory walk» (αισθητηριακός περίπατος), ένας περίπατος, δηλαδή, στον οποίο αφήνεις το μυαλό σου να αδειάσει και αρχίζεις να χρησιμοποιείς συνειδητά τις αισθήσεις σου:

Παρατηρείς τα σπίτια — τις πολυκατοικίες, τις μονοκατοικίες, τα νεοκλασικά, τα μοντέρνα, τα προσφυγικά, τις εργατικές πολυκατοικίες, τα αρχοντικά, τα απομεινάρια μιας άλλης εποχής, το καθένα με τη δική του ταυτότητα, τις δικές του γωνίες και καμπύλες, τα δικά του χρώματα και αποτυπώματα ζωής.

Ακούς τους ήχους της πόλης, τα πουλιά να κελαηδάνε (τα πουλιά έξω από το δωμάτιό μου ακούγονται ακριβώς σαν τον R2D2 από τον Πόλεμο των Άστρων).

Αγγίζεις το έδαφος και νιώθεις την άσφαλτο, το τσιμέντο, τις πλάκες του πεζοδρομίου και σκέφτεσαι… «Αυτό είμαι εγώ. Εδώ είμαι εγώ». Δεν είναι η ασφάλεια ή το βόλεμα —κάθε άλλο· ειδικά όταν έχεις συνηθίσει να ταξιδεύεις, να μετακομίζεις ή να γνωρίζεις καινούριους κόσμους, μάλλον είναι δύσκολο να ξαναριζώσεις κάπου—, ειδικά όταν ο τόπος σου είναι τόσο προβληματικός ώστε να σε αποβάλει (ή να τον αποβάλεις) σε πολλά άλλα επίπεδα.

Και μυρίζεις — πάνω απ’ όλα οι μυρωδιές της πόλης: νεραντζιές, λεμονιές, πασχαλιές, γιασεμιά, τριαντάφυλλα. Όπως ξέρουμε, η όσφρηση συνδέεται άρρηκτα με τη μνήμη· αλλά πρόσφατα έμαθα ότι είναι και η αρχαιότερη αίσθηση, καθώς εμφανίστηκε πριν την όραση ή την ακοή (ακόμα και πρωτόγονες μορφές ζωής όπως τα βακτήρια έχουν κάποιου είδους όσφρηση που τους επιτρέπει να αντιδρούν στα χημικά). Ένα από τα πιο αφανή πράγματα που μου έχουν λείψει ζώντας στη Βρετανία, στην οποία επικρατούν συνήθως ισχυροί άνεμοι, είναι οι μυρωδιές της πόλης.

Η Αθήνα την άνοιξη είναι ο κήπος της Εδέμ, και το ίδιο, είμαι σίγουρος, ισχύει για κάθε γωνιά αυτής της χώρας.

Ο κήπος της Εδέμ.

Τόση ομορφιά μπροστά στα μάτια μας, αρκεί να κοιτάξουμε, αρκεί να μην την πάρουμε ως δεδομένη. Ακούγεται απίστευτο, αιρετικό, ίσως προϊόν άγνοιας και προνομίου, και είναι πάρα πολύ δύσκολο να το αντιληφθεί κανείς χωρίς να το έχει χάσει — ωστόσο, ακόμα και τώρα, ακόμα και μετά από έξι χρόνια οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και κυρίως πολιτισμικής κρίσης, φτωχοποίησης ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας και απαξίωσης των δομών και παροχών του κράτους, ο φυσικός, αστικός και κοινωνικός ιστός αποδεικνύεται ανθεκτικός και —ναι— σε κάποια πράγματα, ακόμα και έτσι, η ποιότητα ζωής παραμένει καλύτερη από πολλά άλλα μέρη του πλανήτη, παρά την αδιαφορία, παρά την κακοποίηση και παρά την ιδιώτευση.