Η εποχή που παρήλθε

C
Χρήστος Γραμματίδης

Η εποχή που παρήλθε

Το βασικό θέμα στο φιλμ του Γκοντάρ «Adieu au Langage» είναι η ιδέα ότι η ανθρώπινη ύπαρξη ορίζεται ως μια προσπάθεια να συμφιλιώσουμε τον «πραγματικό» κόσμο με την υποκειμενική εμπειρία του κόσμου όπως τη βιώνει ο καθένας, μια προσπάθεια να καθορίσουμε τον κόσμο μέσα από τις λέξεις και τις έννοιες που χρησιμοποιούμε για να τον ονοματίσουμε. Για τον Γκοντάρ, o gedeuteten Welt του Ρίλκε (ο ερμηνευμένος κόσμος, «τούτος ο κόσμος που μυστικό δεν του έχει μείνει» μεταφράζει ο Άρης Δικταίος, η ιδεολογία θα έλεγε ο Ζίζεκ) είναι το οδόφραγμα που μας κόβει τον δρόμο προς την αλήθεια — και ίσως ευτυχώς: όπως λέει και στο φιλμ, μόνο ένα ζώο θα μπορούσε να δει τον κόσμο όπως πράγματι είναι.
Η τεράστια πνευματική και αισθητική πυκνότητα της ταινίας κάνει το φιλμ δύσκολο αλλά είναι ένα πραγματικά σημαντικό έργο τέχνης. Είναι ένας κινηματογράφος στον οποίο η τεχνική διαδικασία της φιλμοκατασκευής και το μοντάζ είναι στο προσκήνιο και, ίσως, αποτελούν την ουσία του ίδιου του έργου. Το φιλμ είναι δομημένο πάνω στους άξονες «La Nature» και «La Metaphor» και, παρότι έχει ένα υποτυπώδες στόρι (ένα χωρισμένο ζευγάρι που ξαναβρίσκεται και έχει και ένα σκύλο), δεν πρόκειται για γραμμική αφήγηση με εικόνες, αλλά για μια δοκιμιακού περιεχομένου συρραφή από βινιέτες που συνδέονται μεταξύ τους με ένα πολλά σημαίνον μοντάζ (ξέρουμε πόσο σοβαρό είναι το μοντάζ στον Γκοντάρ). Μερικές φορές, μια σκηνή θα ξεκινήσει και μετά από λίγο θα κοπεί σε μαύρο, αλλά ο ήχος (μουσική ή κάτι άλλο) θα συνεχίσει να ακούγεται όταν η εικόνα έχει εξαφανιστεί. Η αυτονομία της ηχητικής μπάντας είναι απόλυτη: για τον Γκοντάρ, το δεδομένο πάντρεμα του ήχου και της εικόνας δεν είναι δεδομένο.
Όπως συχνά στο παρελθόν, έτσι και εδώ τα σώματα των γυναικών λειτουργούν για τον Γκοντάρ ως μια μεταφορά για τα μυστήρια της φύσης και τις δυνάμεις που βρίσκονται στην αθέατη πλευρά της γλώσσας. Μια γυμνή γυναίκα συζητά με έναν άντρα, καθισμένο σε μια τουαλέτα, για ένα γλυπτό του Ροντέν, και η όλη σκηνή καταλήγει στο… περιεχόμενο της τουαλέτας, αφού αυτό είναι το ένα και μόνο πράγμα που μας κάνει όλους ίσους. Αυτό το ιδιότυπο χιούμορ, σταθερό σημείο στο σινεμά του Γκοντάρ, εδώ είναι φιλοσοφικά δικαιωμένο: ένας χαρακτήρας στο φιλμ θυμάται τη φράση του Ηράκλειτου «αιών παις εστί παίζων πεσσεύων» (ο χρόνος είναι ένα μικρό παιδί που παίζει με τα ζάρια). Και δεν είναι μόνο ο Ηράκλειτος παρών. Το φιλμ βρίθει αναφορών φιλοσοφικών, λογοτεχνικών, εικαστικών και μουσικών, που δίνονται σε λίστα στους τίτλους τέλους: Σαρτρ, Μπαντιού, Σολζενίτσιν, Μαίρη Σέλεϊ, Φρόιντ, Τσαϊκόφσκι, Μισελέ, Μπατάιγ, Σαντ κ.ά.
Βεβαίως, από το φιλμ δεν λείπει η πολιτική: Ο απραγματοποίητος ανθρωπισμός, αυτό τρώει τον Γκοντάρ. Κάπου στο φιλμ μνημονεύει με έμφαση ότι το 1989, 200 χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση, υιοθετήθηκε μια διακήρυξη των δικαιωμάτων των ζώων: θέλει προφανώς να πει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ακόμη στο στάδιο της επεξεργασίας, δεν έχουν ακόμη υιοθετηθεί εν τοις πράγμασι. Κρατώ επίσης τη σκηνή ανθολογίας με τον Γερμανό εκτελεστή που εμφανίζεται σε μια δημόσια πλατεία και πυροβολεί. Η όλη σκηνή είναι νομίζω ένα σχόλιο για την κρίση της Ευρωζώνης (δεν είναι τυχαίος ο γερμανόφωνος που τραμπουκίζει τη ντελικάτη Γαλλιδούλα) αλλά και την παθητικότητα των μαζών: ακόμη και σε περιόδους κρίσης, όλοι έχουμε μάθει να θεωρούμε τους εαυτούς μας πρώτα και κύρια θεατές. Σε κάποιο άλλο σημείο του φιλμ, μια κοπέλα καταγγέλλει «το δίκαιο που απαρνείται τη βία που το ίδιο ασκεί» ως δίκαιο της εξαπάτησης — ο Γκοντάρ μιλάει εδώ και για το σινεμά: κάμερα στα ρωσικά σημαίνει φυλακή, μας θυμίζει. Ο κινηματογράφος είναι μια γλώσσα της εξουσίας, της κυριαρχίας, και το «Adieu au Langage» είναι μια υπενθύμιση ότι ο Γκοντάρ πέρασε την καριέρα του απολογούμενος για την κυριαρχία αυτή.
Από τους τίτλους ήδη, είναι ολοφάνερο ποιος έχει κάνει αυτή την ταινία. Κι όμως, είναι μια φρέσκια, συναρπαστική νέα προσθήκη στον γκονταρικό κανόνα. Το «Adieu au Langage» είναι ένα αδυσώπητο έργο τέχνης, εξ ολοκλήρου αινιγματικό και πλήρως προσβάσιμο ταυτόχρονα. Είναι ένα μοναδικό κινηματογραφικό κατόρθωμα που, πριν καταλήξεις αν το αγαπάς ή το μισείς, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσεις το δέος που σου προκαλεί.
YΓ. Η ελληνική απόδοση του τίτλου «Αποχαιρετισμός στη γλώσσα» είναι εξ ανάγκης λίγο φτωχή. Στην ελληνική τόσο το langage όσο και το langue αποδίδονται με τη λέξη γλώσσα. Όμως στα γαλλικά το langage σημαίνει την καθολική ικανότητα συμβολισμού και επικοινωνίας, το σημειωτικό σύστημα (ενώ το langue έχει την τρέχουσα έννοια της γλώσσας ως συνόλου λέξεων). Η διαφορά είναι σημαντική, ιδίως δεδομένου του γεγονότος ότι ο Γκοντάρ είναι εξοικειωμένος με το έργο του Σοσίρ, του Μπαρτ και τόσων άλλων σχετικά με τη γλώσσα και τα σημειωτικά συστήματα — και δεν είναι τυχαίο ότι αποχαιρετά, όχι τη γλώσσα (π.χ. τη γαλλική), αλλά αποχαιρετά όλα τα σημειωτικά συστήματα (της λογοτεχνίας και της «γλώσσας» του σινεμά περιλαμβανομένης). Και δεν την αποχαιρετά επειδή αυτό είναι το τελευταίο του φιλμ (δεν έχει δείξει τέτοια πρόθεση), αλλά γιατί τέλειωσε μία ολόκληρη εποχή του πολιτισμού.