Η εξίσωση της επόμενης ημέρας
Αυτές εδώ τις σκέψεις προσπάθησα πολύ να μην τις καταγράψω τώρα, γιατί θεωρώ ότι η οποιαδήποτε συζήτηση για την επόμενη ημέρα –για το «πότε θα τελειώσει όλο αυτό»– είναι όχι μόνο άκαιρη αλλά και επιζήμια, διότι τροφοδοτεί την (απολύτως δικαιολογημένη) ανυπομονησία μας, τη στιγμή που το μόνο που χρειάζεται δεν είναι το να κοιτάξουμε μπροστά, αλλά το να κοιτάξουμε κάτω, το να κάνουμε υπομονή, και με πειθαρχία να βγάλουμε άλλη μία μέρα. Ωστόσο, επειδή η συζήτηση, θέλουμε δε θέλουμε, έχει ανοίξει, καλό είναι να λάβουμε υπόψη μας το εξής.
Όσο και να θέλουμε η επιστήμη να μας δώσει τελεσίδικες απαντήσεις και λύσεις στα πάντα –και όσο ζωτικά απαραίτητη πρέπει να είναι πάντα η προσήλωσή μας στα δεδομένα και στην επιστημονική μέθοδο–, στην πραγματική ζωή των περιορισμένων πόρων και της αναγκαστικής συνύπαρξης στην κοινότητα η διαχείριση μιας κρίσης όπως αυτή που βιώνουμε εγείρει μεγάλα ηθικά διλήμματα∙ διλήμματα δικαιοσύνης, ισότητας, αλληλεγγύης και ελευθερίας – άρα είναι βαθιά πολιτική.
Η διεθνής βιβλιογραφία βρίθει παραδειγμάτων κυβερνητικών αποτυχιών επειδή οι πολιτικοί ηγέτες απεμπόλησαν την ευθύνη λήψης πολιτικών αποφάσεων και απλώς διεκπεραίωσαν συμβουλές συγκεκριμένων επιστημονικών συμβούλων (αν και είναι ακόμη πολύ νωρίς και δεν έχουμε επαρκή στοιχεία εκ των έσω, θεωρώ ότι το παράδειγμα της Βρετανίας σε αυτή την κρίση ανήκει σε αυτή την κατηγορία). Υπάρχουν επίσης πολλά, ίσως περισσότερα, παραδείγματα διαχειριστικών καταστροφών επειδή, αντιθέτως, οι πολιτικοί ηγέτες αγνόησαν τους επιστήμονες, παραμέρισαν τους ειδικούς ή διαστρέβλωσαν την αλήθεια (η περίπτωση των ΗΠΑ μάλλον εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, οπότε θεωρώ ότι, παρά τις κοινές καταβολές των δύο ηγετών, οι δύο περιπτώσεις είναι αρκετά διακριτές).
Τα τραγικά διλήμματα με τα οποία τώρα έρχονται αντιμέτωποι σε καθημερινή βάση οι επαγγελματίες της υγείας –ποιους να σώσουμε και ποιους να αφήσουμε να πεθάνουν, επειδή δεν έχουμε αρκετές ΜΕΘ και αρκετούς αναπνευστήρες, και ποια κριτήρια θα υιοθετήσουμε ως κοινωνία, πώς αξιολογούμε την κάθε ζωή κ.ο.κ.– είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.*
Ένα άλλο δίλημμα το οποίο σύντομα θα αντιμετωπίσουμε είναι το πότε –και κυρίως το πώς– θα αρχίσουμε να ξεκλειδώνουμε το lockdown, δηλαδή να χαλαρώνουμε τα περιοριστικά μέτρα. Σε αυτή την ερώτηση υπάρχουν μία ή και περισσότερες απαντήσεις από την ιατρική επιστήμη για το σωστό μονοπάτι εξόδου. Κατα πάσα πιθανότητα η απάντηση –το πώς και πότε πρέπει να αρχίσουμε να «βγαίνουμε έξω»– δεν είναι καν μονοδιάστατη, επιδημιολογική, αλλά ένας υπολογισμός κόστους-οφέλους, π.χ. με βάση το ιατρικό όφελος του να μένουμε μέσα (για τον έλεγχο του κορονοϊού) έναντι του ιατρικού κόστους (πολλών άλλων επιπτώσεων, π.χ. στην ψυχική υγεία, από την έλλειψη άσκησης, τη διαχείριση των εξαρτήσεων κλπ.). Με άλλα λόγια, ακόμη και η «απάντηση» που ασχολείται αμιγώς με το κόστος-όφελος στη δημόσια υγεία είναι ένα αποτέλεσμα συμβιβασμού.
Για την ίδια ερώτηση, το πότε πρέπει να αρχίσουμε να χαλαρωνουμε τα μέτρα, υπάρχει επίσης μία άλλη απάντηση από την οικονομική επιστήμη – που ίσως είναι διαφορετική από την προηγούμενη. Γνωρίζουμε ότι ήδη, μέσα σε ελάχιστες μέρες, μπήκαμε στη σοβαρότερη παγκόσμια οικονομική κρίση από τη δεκαετία του 1930. Εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους, επιχειρήσεις κλείνουν, ενώ ολόκληροι κλάδοι καταρρέουν. Έχει ήδη ξεκινήσει η συζήτηση για ένα Σχέδιο Μάρσαλ, ενώ μόνο πριν λίγες εβδομάδες οι τωρινές κρατικές παρεμβάσεις θα έμοιαζαν επιστημονική φαντασία.
Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει και μια τρίτη διάσταση, ένα τρίτο σετ απαντήσεων στην ερώτηση «πώς και πότε πρέπει να ξεκλειδώσει το lockdown», η οποία έρχεται από την πολιτική κοινωνιολογία και την πολιτική ψυχολογία. Η διάσταση αυτή είναι λιγότερο απτή και ξεκάθαρη (αυτή άλλωστε είναι η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε όσοι ασχολούμαστε με τις κοινωνικές επιστήμες)∙ αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι λιγότερο καθοριστική, αφού επηρεάζει ευθέως τις άλλες δύο πτυχές (δημόσια υγεία, οικονομία).
Και εξηγούμαι.
Ακούμε τις τελευταίες μέρες σενάρια για «διαβατήρια» και «πιστοποιητικά ανοσίας» τα οποία ίσως χρησιμοποιήσουν οι Αρχές κάποιων χωρών για να μπορέσουν κάποιοι από εμάς, όσοι έχουν αναπτύξει αντισώματα, να βγουν έξω και να αρχίσουν πάλι να δουλεύουν ώστε να ξαναξεκινήσει η μηχανή της οικονομίας. Ακούμε άλλες προτάσεις για «στοχευμένη», «εστιασμένη», «επιλεκτική» προσέγγιση, δηλαδή τη στόχευση μέτρων ή ελευθεριών σε συγκεκριμένες κοινότητες. Είναι, δυστυχώς, μάλλον δεδομένο ότι η επιστροφή στην κανονικότητα δεν θα γίνει σε ένα βράδυ∙ ίσως να μη γίνει ούτε μέσα στη διάρκεια ενός έτους. Με άλλα λόγια, κάποιας μορφής σταδιακή απεμπλοκή θα χρειαστεί ούτως ή άλλως. (Ίσως σε έναν άλλον κόσμο –σε έναν κόσμο στον οποίο οι Αρχές των χωρών συνεργάζονταν πιο αποτελεσματικά και ο ΠΟΥ θα είχε άλλες εξουσίες– αυτό να μην ήταν αναγκαίο∙ ίσως με ένα γερό lockdown, που θα εφαρμοζόταν παντού και άμεσα, να είχαμε ουσιαστικά εξαλείψει τον ιό και να είχαμε γλιτώσει τα συνεχή κύματα και τα κλειστά σύνορα). Ωστόσο, η σταδιακή και ειδικά η επιλεκτική χαλάρωση των μέτρων που αφορούν συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού είναι ωρολογιακή βόμβα για την κοινωνική συνοχή και για την εμπιστοσύνη των πολιτών στις κυβερνήσεις και στο σύστημα υγείας. Μια πολιτική που θα επιτρέπει ή θα αναγκάζει μερικούς ανθρώπους να επιστρέψουν στη δουλειά τους ή να μείνουν στα σπίτια τους, και που θα «σπάει» το αίσθημα οριζόντιας και καθολικής συμμετοχής σε αυτή την προσπάθεια, εγκυμονεί τον κίνδυνο να δημιουργήσει τεράστιες ενδοκοινοτικές εντάσεις και αρνητικά συναισθήματα στον κόσμο∙ συναισθήματα απομόνωσης και στιγματισμού όσων δεν μπορούν να γυρίσουν στη δουλειά ή στην κανονικότητά τους (οι οποίοι μπορεί να αντιμετωπιστούν σαν «πολίτες δεύτερης κατηγορίας», ειδικά από τους εργοδότες τους)∙ συναισθήματα μνησικακίας από όσους αναγκαστούν να σηκώσουν το έξτρα βάρος της ανοικοδόμησης∙ αλλά κυρίως μεταστροφή στο πώς η κοινωνία αντιμετωπίζει τις Αρχές.
Το μόνο πράγμα που αυτή τη στιγμή κρατά όλο αυτό το οικοδόμημα, την εθνική προσπάθεια (όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και αλλού) και δεν καταρρέει από την άποψη του ηθικού των πολιτών και της συμμόρφωσης με τα μέτρα, είναι ακριβώς η αίσθηση ότι όλοι μας (σε όλο τον κόσμο) το βιώνουμε μαζί όλο αυτό, ότι όλο αυτό επηρεάζει τους πάντες. Προφανώς όχι με ίσο τρόπο∙ δεν είναι το ίδιο να έχεις εργασιακή ασφάλεια και έπαυλη, με το να είσαι άνεργος και άστεγος, αλλά είναι μία πολύ πιο οριζόντια κατάσταση από οτιδήποτε άλλο έχουμε βιώσει στη ζωή μας τα τελευταία 75 χρόνια.
Από τη στιγμή που χαθεί αυτό και περάσουμε σε εστιασμένη απελευθέρωση συγκεκριμένων κοινοτήτων ή ανθρώπων μέσα σε αυτές τις κοινότητες, τα πάντα μπορεί να αλλάξουν ως προς το ηθικό της κοινωνίας, την «ψυχολογία» της. Πολλοί άνθρωποι δεν θα είναι διατεθειμένοι να κάνουν τις θυσίες που απαιτούνται όταν γνωρίζουν ότι άλλοι δεν χρειάζεται να τις κάνουν. Πολλοί δεν θα πειθαρχήσουν στις οδηγίες του κράτους. Πολλοί θα εκμεταλλευτούν το χάος που θα δημιουργηθεί από την πολυδιάσπαση των πολλαπλών και εξειδικευμένων μηνυμάτων και ρυθμίσεων που θα αναγκάζεται να παίρνει η κυβέρνηση για κάθε κοινότητα ξεχωριστά. Και κυρίως όποια αισθήματα εμπιστοσύνης έχουν αναπτυχθεί προς τους κρατικούς θεσμούς θα τεθούν υπό σκληρή δοκιμασία. Θα «ξυπνήσουν» ομάδες πίεσης και ομάδες συμφερόντων ή θα δημιουργηθούν νέες. Ο κοινωνικός ανταγωνισμός σε περιβάλλον πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης θα είναι αμείλικτος.
Πώς μπορεί να εξουδετερωθεί αυτή η «βόμβα» ενώ προχωράμε σε σταδιακή αποκλιμάκωση; Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει, πριν προχωρήσουμε σε ρυθμίσεις χαλάρωσης των μέτρων. Για να υποστηριχθεί η κοινωνική συνοχή και να αποφευχθούν τα φαινόμενα που μόλις περιέγραψα απαιτείται πολύ προσεκτική διαχείριση τόσο του κεντρικού μηνύματος, όσο και των πρακτικών συνεπειών.
Ως προς το κεντρικό μήνυμα, κάθε μέτρο που λαμβάνεται θα πρέπει να τίθεται σε ένα πολύ απλό ερμηνευτικό πλαίσιο που θα τονίζει τον (συνεχιζόμενο) καθολικό και εθνικό χαρακτήρα της προσπάθειας. Με άλλα λόγια, κάθε ρύθμιση που λαμβάνεται θα πρέπει να παρουσιάζεται όχι ως δικαίωμα ή προνόμιο μιας κοινωνικής ομάδας, αλλά ως ανάληψη ευθύνης εκ μέρους τους∙ σαν την επόμενη δράση ενός πρότζεκτ ανοικοδόμησης∙ η κάθε κοινότητα θα είναι ένας παίκτης της «εθνικής ομάδας».
Έτσι, θα είναι σε όλους ξεκάθαρο ότι κάθε ομάδα ανθρώπων που (π.χ.) επιστρέφει στη δουλειά της ή παραμένει σπίτι της, δεν το κάνει εις βάρος του κοινού καλού, αλλά υπέρ αυτού. Αυτό σημαίνει ότι η εστίαση ή η στόχευση των όποιων ρυθμίσεων δεν πρέπει να οδηγήσει σε χαλάρωση ή πολυδιάσπαση της «συγκεντρωτικότητας» της διακυβέρνησης∙ η χώρα θα πρέπει να παραμείνει σε καθεστώς κρίσης για να μπορέσει να ξεπεράσει την κρίση. Η ύπαρξη ατόμων ή συμβόλων που ενώνουν την κοινωνία θα είναι πιο απαραίτητη από ποτέ. Από αυτήν την άποψη, η Ελλάδα στην παρούσα φάση ίσως είναι σε πλεονεκτικότερη θέση από άλλες χώρες.
Ως προς τις πρακτικές συνέπειες της σταδιακής αποκλιμάκωσης, και με δεδομένο ότι οι τελευταίοι που μάλλον θα επιτραπεί να βγουν από τα σπίτια τους θα είναι και οι πιο ευάλωτοι, θα πρέπει όλοι μας, με πρώτο το κράτος, να δώσουμε έναν συνειδητό όρκο διαρκούς και έμπρακτης αλληλεγγύης και υποστήριξης προς όσους πλέον δεν θα είναι ορατοί, γιατί θα αποτελούν σταδιακά τη μειοψηφία.
Πολλοί έχουν κουραστεί και τραυματιστεί από την απομόνωση. Πολλοί υποφέρουν επειδή έχασαν τη δουλειά τους ή επειδή απλώς δεν έχουν χρήματα. Υπάρχουν όμως και πολλοί που έχουν κουραστεί επειδή σκέφτονται ότι κάθε φορά που θα βγουν έξω από το σπίτι τους μπορεί να θέτουν τον εαυτό τους και τους αγαπημένους τους σε θανάσιμο κίνδυνο. Η απομόνωση μπορεί να λήξει σύντομα για πολλούς. Η απασχόληση κάποια στιγμή θα επανέλθει για πολλούς.
Ό,τι και να γίνει όμως, μέχρι να βρεθεί εμβόλιο, κάποιοι θα πρέπει να παραμείνουν στο σπίτι τους για πολλούς ακόμη μήνες.
* Σημείωση: Στη Βρετανία, το NICE (Τhe National Institute for Health and Care Excellence) χρησιμοποιεί εδώ και πολλά χρόνια συγκεκριμένα μοντέλα κόστους-οφέλους με τα οποία αξιολογεί αν ένα φάρμακο ή μια θεραπεία «αξίζει τον κόπο» να χρηματοδοτηθεί από το κράτος, υπολογίζοντας πόσες ζωές θα σώσει και πόση διαφορά θα κάνει στο προσδόκιμο ή την ποιότητα ζωής. Με βάση αυτά τα μοντέλα, η κάθε ζωή έχει συγκεκριμένη «τιμή» ή κόστος, πάνω από το οποίο το κράτος αρνείται να καλύψει την περίθαλψη, με τη λογική ότι, αν το κάνει, τότε θα χαθούν άλλες ζωές που έχουν άλλα προβλήματα. Βέβαια αυτός ο συλλογισμός, εκτός του ότι βασίζεται σε μοντέλα που προσπαθούν να προσομοιώσουν την ανθρώπινη εμπειρία και κατάσταση (και άρα καταλήγουν να κάνουν αυθαίρετες υποθέσεις, απλοποιήσεις και γενικεύσεις), είναι παραπλανητικός γιατί δεν αμφισβητεί το πλαίσιο στο οποίο βασίζεται το σύστημα υγείας: αν η «πίτα» των πόρων ήταν μεγαλύτερη –αν δηλαδή αντί το 20%-25% του παγκόσμιου ΑΕΠ να μην ήταν σε φορολογικούς παραδείσους, στο οργανωμένο έγκλημα και στο εμπόριο ναρκωτικών, αλλά στα συστήματα υγείας–, τότε τα διλήμματα ίσως θα ήταν πολύ λιγότερο πιεστικά.
[ Εικονογράφηση: Ο πίνακας Neighbours (1995) του Ουρουγουανού ζωγράφου Ignacio Iturria ].