Η γεύση της μαγείας

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Η γεύση της μαγείας

Στο Μπράιτον πήγα για πρώτη φορά για να συμμετάσχω σε κάποιο συνέδριο. Και ήταν από εκείνες τις επισκέψεις που παρά τη μικρή τους διάρκεια —μόλις τρεις μέρες— η πόλη προλαβαίνει να σε μαγέψει. Φυσικά ξαναπήγα, με άλλη ευκαιρία· αλλά αυτά είναι κάτι δικά μου.

Το Μπράιτον είναι μια κουκλίστικη, υπέροχα ζωντανή και πολύβουη μικρή παραλιακή πόλη με μεγάλες αντιθέσεις. Είναι η πόλη με τις ακριβές βίλες των υψηλών εισοδημάτων, αλλά και ο τόπος των αυτοδημιούργητων δεκάδων μικροκαλλιτεχνών. Είναι η πόλη με το άπλετο φως και της καλοκαιρίας, αλλά και της υγρασίας που επιμένει να σου πιρουνιάζει τα κόκαλα. Είναι η πόλη της ηρεμίας και ξεγνοιασιάς, όπου, εκεί που κάθεσαι στην αποβάθρα θαυμάζοντας το πέταγμα των κάτασπρων γλάρων, με μια αστραπιαία κατάβασή του κάποιος θα σου αρπάξει το σάντουιτς από τα χέρια…

Εκεί λοιπόν, στο Μπράιτον, που έχει χαρακτηριστεί σαν to «hippiest and happiest place to live in», διάλεξε να τοποθετήσει το τελευταίο του πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα ο Άγγλος συγγραφέας Graham Swift. Μόνο που θα μας ταξιδέψει πίσω στον χρόνο, στο καλοκαίρι του 1959.

Οι τρεις βασικοί του ήρωες, ο Ρόνι, ένας μάγος-ταχυδακτυλουργός, η αστραφτερή, «λαχταριστή» Ίβι, την οποία θα επιλέξει για βοηθό του, και ο Τζακ, ο ικανότατος κονφερασιέ, θα σμίξουν για πρώτη αλλά και τελευταία φορά εκείνο το καλοκαίρι, ξεσηκώνοντας το κοινό του παραλιακού θεάτρου του Μπράιτον με τις ευφάνταστες παραστάσεις τους. Ο Τζακ και ο Ρόνι συνυπήρξαν μαζί στον στρατό όπου ο ένας συνεκτίμησε την καλλιτεχνική αξία του άλλου. Ο Ρόνι και η Ίβι σύντομα θα ερωτευτούν και θα σφραγίσουν με ένα δαχτυλίδι την υπόσχεση πως με το τέλος των παραστάσεων θα παντρευτούν. Δίπλα τους, ο μποέμ Τζακ άλλαζε τη μία Φλώρα μετά την άλλη (όπως αποκαλούσε η παρέα όλες τις φιλενάδες του) εναλλάσσοντας ελεύθερα τους ρόλους του τόσο στο θέατρο όσο και στη ζωή. Έδειχνε πάντα να μην τον φοβίζει τίποτα και κατάφερνε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες να δίνει στο κοινό αυτό που ζητούσε. Άλλωστε, τι είναι η ζωή αν όχι μια μεγάλη παράσταση όπου καλείσαι να παίξεις τον σωστό ρόλο για να πορευτείς;

Ποιοι όμως αλήθεια είναι ο Ρόνι, η Ίβι και ο Τζακ; Πόσο γνωρίζει ο ένας τον άλλο στην αρχή του καλοκαιριού, και πόσο στο τέλος του; Στα 2008, η Ίβι, μόνη της πια (ή μήπως όχι;), θα ανατρέξει σε εκείνο το καλοκαίρι προσπαθώντας να ξαναπάρει την ιστορία τους από την αρχή.

Ο συγγραφέας όμως δεν έχει την πρόθεση να μας τα δώσει όλα εύκολα σε μια χρονολογική σειρά. Με μια γοητευτική παλινδρόμηση θα σηκώσει την κουρτίνα της ζωής των τριών καλοσχεδιασμένων ηρώων του, μαρτυρώντας μας πώς σμιλεύτηκαν οι χαρακτήρες τους, και τι μπορεί να ερμηνεύσει τις ανατροπές που ακολούθησαν. Κι αφήνει όχι μόνο εμάς, αλλά και την ίδια την Ίβι να αναρωτιέται τι θα μπορούσε να είχε γίνει αν κάποια απόφαση, σε κάποια στιγμή που προηγήθηκε, είχε παρθεί διαφορετικά.

Η ιστορία καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την παιδική ζωή του Ρόνι. Ο πατέρας του, που δούλευε στα καράβια, ήταν πάντα απών. Η μητέρα του, μια φτωχή καθαρίστρια που αγωνίζεται να τα καταφέρει μόνη της, επιλέγει στα δύσκολα χρόνια του δεύτερου μεγάλου πολέμου να τον στείλει για πέντε χρόνια στις εξοχές, όπως πολλοί άλλοι κάτοικοι του ταλαιπωρημένου Λονδίνου που πεινούσε. Εκεί, ξένοι, πολλές φορές, άνθρωποι, ανέλαβαν να συντηρούν τα παιδιά, μέχρι να περάσει ο φόβος των συνεχόμενων βομβαρδισμών. Σε αυτά τα χρόνια, ο Ρόνι ζει στο μεγάλο σπίτι ενός ζευγαριού, του Έρικ και της Πένι Λόρενς που δεν έχουν δικά τους παιδιά και θα τον αγαπήσουν σαν δικό τους. Πολλά από όσα θα του προσφέρουν οι Λόρενς αυτά τα χρόνια, δεν θα μπορούσε ποτέ να τα έχει από τους δικούς του γονείς. Ανάμεσα όμως στα άλλα, ο Έρικ, όντας ταχυδακτυλουργός ο ίδιος, θα τον μυήσει και στα ταχυδακτυλουργικά κόλπα, ανοίγοντάς του έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο από όσα είχε ποτέ φανταστεί η μητέρα του Ρόνι. Ένας παπαγάλος που σημάδεψε την παιδική ηλικία του Ρόνι, και, κυρίως, τη σχέση του με τη μητέρα του, θα επανέλθει στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, σημαδεύοντας έτσι και την κατάληξη της ίδιας της ιστορίας.

«Να ’μαστε λοιπόν…» είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος, μια φράση που συνήθιζε να επαναλαμβάνει ο Έρικ Λόρενς. Να ’μαστε λοιπόν, μάρτυρες σε μια ιστορία σχέσεων, αγάπης αλλά και προδοσίας, όπου, όπως πάντα, στο τέλος μένει η γεύση της μαγείας που άφησαν τα χρόνια που πέρασαν, αλλά και της μόνιμης απορίας: πώς θα ήταν η ζωή μας, αν είχαμε πάρει τον δρόμο μας αλλιώς;…

Κάποιος άλλος πιθανώς να ανέπτυσσε το ίδιο θέμα σε 400 ή 500 σελίδες. Γι’ αυτό όμως αγαπώ τόσο πολύ το γράψιμο του Σουίφτ. Γιατί, ενώ το τελικό αποτέλεσμα είναι κατά κανόνα η μικρή φόρμα (το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι κάτι λιγότερο από 200 σελίδες), εντούτοις καταφέρνει να σμιλέψει τους χαρακτήρες με εξαιρετική ακρίβεια περιγράφοντας παράλληλα τόπους και χρόνο με τόση λεπτομέρεια όση χρειάζεται για να μεταφέρει τον αναγνώστη στο σκηνικό που επιθυμεί. Ο Σουίφτ, με το μυθιστόρημά του αυτό, καταφέρνει να μας κάνει να νιώσουμε κι εμείς τον αέρα και το φως του ωκεανού.

Η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά, δεν χρειάζεται, βέβαια, τις δικές μου συστάσεις. Εξαιρετική όπως πάντα.

Ο Γκράχαμ Σουίφτ, ο Λονδρέζος συγγραφέας με τα ήδη δύο Booker στο ενεργητικό του («Τελευταίες εντολές» και «Τελευταίος γύρος»), δικαίωσε για μια ακόμα φορά τον τίτλο του σαν ένας από τους σημαντικότερους Βρεττανούς συγγραφείς της νεότερης γενιάς. Προσωπικά, έχω λατρέψει ό,τι έχει γράψει μέχρι σήμερα. Να ’μαστε λοιπόν και τώρα…