Η χώρα των αντιθέσεων

L
Δημητρία Παπαδοπούλου

Η χώρα των αντιθέσεων

Πέρυσι, τη στιγμή που ο Donald Trump ανακοίνωνε την απόφαση απαγόρευσης εισόδου στις ΗΠΑ σε μουσουλμάνους προερχόμενους από χώρες όπως το Ιράν και στις ελληνικές αίθουσες διανεμήθηκε η ταινία του Ιρανού σκηνοθέτη Φαραντί «Ο Εμποράκος», 30 έλληνες ξεναγοί και 400 ακόμη από όλο τον κόσμο παρευρέθηκαν στην Τεχεράνη για να συμμετάσχουν στο 17ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ξεναγών, που διοργανώθηκε από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ξεναγών. Στην τελετή έναρξης του Συνεδρίου, όταν ο πρόεδρος Ροχανί μίλησε για σύνορα που δεν πρέπει να χωρίζουν τα έθνη, εμμέσως πλην σαφώς αναφερόταν στις δηλώσεις Trump. Το Συνέδριο των Ξεναγών απέκτησε τεράστια επισημότητα: την κήρυξη της έναρξής του πραγματοποίησε ο ίδιος ο Πρόεδρος του Ιράν στο κτίριο του κοινοβουλίου κάτω από αυστηρά μέτρα ασφάλειας, ενώ σε κάθε πόλη που επισκέφτηκαν οι σύνεδροι η υποδοχή γινόταν με επισημότητα από τις τοπικές Αρχές. Το Συνέδριο αποτέλεσε για τους Ιρανούς μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για εξωστρέφεια.

Μια ευκαιρία που οι Ιρανοί αναζητούσαν για να αντιστρέψουν την εικόνα που έχει δημιουργηθεί για τη χώρα τους και να την προωθήσουν πλέον και ως τουριστικό προορισμό. Το Ιράν είναι μια πανέμορφη χώρα, με πλούσιο πολιτισμό και μνημεία, και οι Ιρανοί, εξαιρετικά φιλόξενοι άνθρωποι, περήφανοι και αξιοπρεπείς, αναζητούν την αποκατάσταση της επαφής με τον δυτικό κόσμο. Διακαής πόθος τους να αποδείξουν πως πρόκειται για έναν ειρηνικό λαό, πως το Ισλάμ —ή τουλάχιστον το Ισλάμ που αυτοί ασπάζονται— καταδικάζει τη βία και πως οι επιθέσεις προς τη Δύση προέρχονται από εξτρεμιστικές ομάδες μουσουλμάνων που διαστρεβλώνουν τα διδάγματα του Κορανίου. «Peace ambassadors» ήταν το leitmotiv που επανερχόταν εν είδει συνθήματος ξανά και ξανά στη διάρκεια του Συνεδρίου. Η επιθυμία εξωστρέφειας και ανοίγματος στη Δύση ήταν εμφανής. Χρόνια αποκλεισμένοι λόγω εμπάργκο, οι Ιρανοί νιώθουν τα θύματα μιας προπαγάνδας την οποία αντιμάχονται σθεναρά, προσπαθώντας να αποδείξουν πως δεν είναι ό,τι οι άλλοι πιστεύουν για αυτούς.

Επισκεπτόμενος κανείς το Ιράν, έχει την εντύπωση πως επισκέπτεται μια κοινωνία των αρχών του ’60, που θέλει να ανοιχτεί και που αναζητά την ταυτότητά της κάπου ανάμεσα στις απαγορεύσεις της δημόσιας σφαίρας και τις καταλύσεις αυτών των απαγορεύσεων στον ιδιωτικό βίο. Ενός ανοίγματος στη Δύση που γίνεται ωστόσο πάντα υπό τη σκέπη και «προστασία» του θεοκρατικού κράτους. Η εφαρμογή της σαρίας, του ιερού νόμου, δεν επιτρέπει καμιά διάκριση εγκόσμιας και θρησκευτικής ζωής: η χρήση της μαντίλας (νιχράμπ) είναι υποχρεωτική για τις γυναίκες σε όλους τους δημόσιους χώρους (ακόμα και στους κοινόχρηστους χώρους των ξενοδοχείων, ακόμα και για τις τουρίστριες), απαγορεύεται το αλκοόλ, απαγορεύεται ο χορός σε δημόσιους χώρους, ενώ η προσπάθεια δημοσιοποίησης της θρησκευτικής έκφρασης εκφράζεται μέσα από οργανωμένους χώρους λατρείας σε όλους τους δημόσιους χώρους (στα αεροδρόμια και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς υπάρχει ειδικός χώρος για προσευχή). Το ίδιο συμβαίνει και με τις προγαμιαίες σχέσεις, καθώς η σεξουαλική εγκράτεια αποτελεί ίδιον του πιστού μουσουλμάνου. Όλα αυτά βέβαια στη δημόσια ζωή, καθώς στην ιδιωτική σφαίρα οι Ιρανοί και χορεύουν στα σπίτια τους, και σχέσεις κάνουν οι νεότεροι, και αλκοόλ μπορεί κανείς να βρει, κι ας είναι επίσημα απαγορευμένο. Παρά ταύτα, μόλο που το Ιράν αντιστέκεται στο Ισλαμικό Κράτος, δεν παύει να ακολουθεί τον δρόμο του Κορανίου ορίζοντας την κοινωνική και πολιτιστική ζωή του κάθε πιστού. Το Ιράν παραμένει μια συντηρητική μουσουλμανική χώρα.

Η προσπάθεια εκδυτικισμού και του εκσυγχρονισμού της ιρανικής κοινωνίας, με την έννοια της υιοθέτησης των αξιών του δυτικού πολιτισμού και της δημοκρατικής κοινωνίας, της εισαγωγής της ατομικής ελευθερίας, του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ίσης μεταχείρισης των φύλων για παράδειγμα, που έγινε κατά τη διάρκεια της Λευκής Επανάστασης του Σάχη, απέτυχε καθώς ο πολιτικά ανεπαρκής, όπως αποδείχτηκε, Παχλαβί δεν έπεισε τους Ιρανούς για τις αγαθές του προθέσεις σε ένα κράτος όπου μαινόταν η διαφθορά. Η έξωθεν προσπάθεια επιβολής δυτικών προτύπων σε μια θεοκρατική και συντηρητική κοινωνία ήταν καταδικασμένη να οδηγήσει σε αντίδραση και σε μια εσωστρέφεια που βρήκε την έκφρασή της στο πρόσωπο του θρησκευτικού ηγέτη Αγιατολάχ Χομεϊνί. Έτσι, ο Χομεϊνί έγινε ο εθνικός τους ήρωας, σύμβολο της επιστροφής στις παραδοσιακές αξίες ενός «αμόλυντου» από τα δυτικά πρότυπα ισλαμισμού, και κυριαρχεί ως φιγούρα παντού ακόμη και σήμερα.

Η εσωστρέφεια της ιρανικής κοινωνίας εκφράζεται κατά βάση μέσα από ένα έντονο κύμα αντιαμερικανισμού. Ο αντιαμερικανισμός του Ιράν θρέφει την εθνική περηφάνια των Ιρανών που σήμερα νιώθουν ανεξάρτητοι και περηφανεύονται γι’ αυτό. Η αμερικάνικη πρεσβεία, που έγινε μουσείο μετά την επανάσταση του 1979, αποτελεί την υλική και γλαφυρή έκφραση αυτού του αντιαμερικανικού ρεύματος. Ο νεαρός δάσκαλος που εθελοντικά «ξεναγεί» τους επισκέπτες στο εσωτερικό του κτιρίου ουσιαστικά αναπτύσσει ένα λόγο απροκάλυπτα προπαγανδιστικό εναντίον των Αμερικάνων, που ούτως ή άλλως συνεπικουρείται από τα ίδια τα «εκθέματα». Αφίσες με αντιαμερικανικά συνθήματα και γελοιοποίηση των Αμερικάνων ή ένα ειρωνικό βίντεο που απροκάλυπτα ονοματίζει και κατηγορεί τους Αμερικανούς για εμπόλεμες καταστάσεις ανά τον κόσμο συνθέτουν το αντιαμερικανικό μανιφέστο που βρίσκει την πιο κακόγουστη έκφρασή του σε ένα από τα εκθέματα του μουσείου, ένα ομοίωμα μωρού από τον ομφάλιο λώρο του οποίου τροφοδοτούνται με αίμα πολεμικοί αμερικανικοί πύραυλοι… Το αποκορύφωμα όμως της αντιαμερικανικής έκφρασης αποτελεί η αμερικανική σημαία, την οποία και οι ταξιδιώτες πατάνε (!) συνειδητά ή ασυνείδητα εξερχόμενοι από τον έλεγχο του αεροδρομίου.

Αυτός ο αντιαμερικανισμός όμως επιτείνει την εσωστρέφεια, την οποία προσπαθούν να αντιπαλέψουν, και όλο αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο. Σε αυτά τα πλαίσια, οι νέες γενιές υιοθετούν μια πιο κριτική στάση απέναντι στο εθνικό αφήγημα του Ιράν που συνίσταται σε δύο βασικούς πυλώνες: αφενός στην αγιοποίηση του Χομεϊνί, που σύμφωνα με τον εθνικό μύθο απάλλαξε τους Ιρανούς από τη δεσποτεία και την εκμετάλλευση της Δύσης, και αφετέρου τη δαιμονοποίηση των Σάχηδων, που απομύζησαν τον λαό υπηρετώντας τα συμφέροντα της Δύσης. Παρ’ όλα αυτά, οι πολιτικές συζητήσεις είναι θέμα προς αποφυγή, ειδικά στον επίσημο λόγο των ξεναγών, και το επίσημο εθνικό αφήγημα αποτελεί σε μεγάλο βαθμό τον κανόνα ανάγνωσης της σύγχρονης ιρανικής ιστορίας. Κι αυτό είναι που δημιουργεί μια εγγενώς αντιφατική κοινωνία. Μια κοινωνία που προσπαθεί να αποτινάξει την ταμπέλα που της έχουν κολλήσει και να ανοιχτεί στον δυτικό πολιτισμό, χωρίς ωστόσο να θίξει καίρια τον θεοκρατικό χαρακτήρα της.

Οι κοινωνίες αυτορυθμίζονται. Μερικοί ενδεχομένως να υποστηρίξουν το δικαίωμα της κάθε κοινωνίας να ζει και να λειτουργεί όπως επιλέγει η ίδια — με την επιβολή της μαντίλας ή την απαγόρευση του αλκοόλ και του χορού εν προκειμένω. Το θέμα βέβαια δεν είναι η ισοπέδωση της διαφορετικότητας κάθε κοινωνίας αλλά η υιοθέτηση και αποδοχή των αρχών μιας ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας. Ειδικά όταν αυτή η κοινωνία αποζητά το άνοιγμα προς τη Δύση.

Σήμερα, ένα χρόνο μετά, το Ιράν σείεται από αντι-καθεστωτικές διαδηλώσεις που αφορμώνται από την εσωτερική οικονομική κατάσταση αλλά έχουν ως αιτία το καταπιεστικό καθεστώς, το οποίο και τις κατέπνιξε εν τη γενέσει τους. Ένα νέο κίνημα κατά της μαντίλας γεννιέται αυθόρμητα εκ μέρους των γυναικών που διαμαρτύρονται δημόσια για την υποχρέωσή τους να τη φοράνε. Η κριτική στάση των νέων γενιών βρήκε την έκφρασή της σε αυτές τις διαδηλώσεις, ενώ το καθεστώς ανταπαντά με σκληρότερα μέτρα αποκλεισμού από τον δυτικό κόσμο, απαγορεύοντας τη διδασκαλία των αγγλικών στα δημοτικά σχολεία… Την ίδια στιγμή, όσοι ταξιδιώτες θέλουν να ταξιδέψουν στην Αμερική κι έχουν ιρανική βίζα στο διαβατήριο, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας και αναγκάζονται να βγάλουν βίζα για Αμερική.

Ο παγκόσμιος χάρτης αναδιαμορφώνεται εκ νέου, διχοτομείται, οι γέφυρες γκρεμίζονται, νέα τείχη χτίζονται εκατέρωθεν, κυριολεκτικά και συμβολικά. Και οι πολίτες του Ιράν παλεύουν για το μέλλον τους.