Η ηθικολογία της εκδίκησης

C
Χρήστος Γραμματίδης

Η ηθικολογία της εκδίκησης

Το βασικό πρόβλημα του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου στο «The Revenant», τουλάχιστον κατά τη δική μου γνώμη, είναι η ανισορροπία μορφής και περιεχομένου. Και δεν ξέρω αν η λέξη «ανισορροπία» είναι ακριβώς κατάλληλη. Αυτό που γυρεύω να πω είναι ότι ο σκηνοθέτης στήνει ένα στομφώδες, πομπώδες οικοδόμημα, ενώ δεν έχει να πει κάτι που να δικαιολογεί τόσο μεγαλείο.

Ο κινηματογράφος μυθοπλασίας, εντελώς χονδρικά, μπορεί να κάνει δύο πράγματα: ή να αφηγηθεί μια ιστορία ή να πραγματευτεί έννοιες. Ο Ινιαρίτου στο τελευταίο του φιλμ ευσυνείδητα και τεχνηέντως απαρνείται το πρώτο και προσπαθεί να κάνει το δεύτερο, αλλά δεν έχει εντέλει την ικανότητα — έτσι, αποτυγχάνει πανηγυρικά. Δεν είναι μια ένδοξη αποτυχία, ένα «going down with a bang» που λένε οι Αμερικανοί, όπως, π.χ., το «Sorcerer» του Φρίντκιν ή το «Φιτζκαράλντο» του Χέρτζογκ. Είναι μια πολύ πιο πεζή και βαρετή αποτυχία. Ναι, το «The Revenant» είναι μια βαρετή ταινία.

Ο κυνηγός που υποδύεται ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο έχει μια συνάντηση στα Βραχώδη Όρη με μια αγριότατη αρκούδα, μένει ανίκανος να περπατήσει και οι σύντροφοί του τον εγκαταλείπουν να πεθάνει. Μαζί του μένουν ο μπάσταρδος γιος του και ο Τομ Χάρντι, ένας γλιτσερός, ημιάγριος τυπάς. Ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Χάρντι κάνει κάτι ανείπωτα απάνθρωπο. Εξ ου και ο χαρακτήρας του ΝτιΚάπριο έχει (για τον Ινιαρίτου και, πιθανώς, για το κοινό) μια ωραιότατη δικαιολογία να τραβήξει στα άκρα το κυνήγι της εκδίκησης. Δεν θα είχα πρόβλημα με την εκδίκηση και τον κυνισμό (εξ ου και δεν είχα κανένα πρόβλημα με το «Kill Bill» και τον Ταραντίνο, τα οποία απόλαυσα). Το πρόβλημα είναι ότι ο ηθικολόγος Ινιαρίτου δεν αντέχει αυτόν τον κυνισμό. Αντίθετα, προσπαθεί να πασπαλίσει τον εκδικητή του με ολίγο ανθρωπισμό. Έτσι, καταλήγει (ίσως ακούσια) να λειτουργεί ως απολογητής του. Ο λόγος που απόλαυσα το «Kill Bill» ήταν η ειλικρίνειά του: ο Ταραντίνο μάς παρουσίασε με χαβαλέ και άφατο στιλ μια κοπέλα που θα σκοτώσει έναν-έναν όσους της έκαναν κακό, χωρίς να μπει στη διαδικασία να την κρίνει. Ο Ινιαρίτου, επί σκοπώ ή ασυναίσθητα, τελικά μας δείχνει τον ΝτιΚάπριο σαν κάποιον που «καλά έκανε» ό,τι έκανε, σαν κάποιον που «είχε τα δίκια του». Είναι μια ηθική θέση που δεν μπορώ να μοιραστώ.

Αλλά η ηθική ή φιλοσοφική θέση του δημιουργού θα ήταν αδιάφορη αν ήταν αρκετά καλό το φιλμ. Δαπανήθηκε πολύ ταλέντο για να γυριστεί αυτή η ταινία, και αυτό είναι κυρίως εμφανές σε δύο σημεία: στη φωτογραφία και την κίνηση της κάμερας του Εμμανουέλ Λουμπέζκι και στην υποκριτική του ΝτιΚάπριο και του Χάρντι (είναι πραγματικά καλοί, πάντα με κριτήριο το υλικό που είχαν για να δουλέψουν — γιατί το σενάριο δεν το λες και Άμλετ). Αλλά τα ωραία πλάνα και οι καλοί ηθοποιοί μπορεί να κάνουν μια αξιοπρεπή ταινία, αλλά σίγουρα όχι ένα σοβαρό ή εξαιρετικά ενδιαφέρον φιλμ. Είναι τρομερό να παρακολουθεί η κάμερα τα φύλλα που χορεύουν στον άνεμο ή το νερό που κυλάει ή τον ουρανό με το παράξενο φως. Όλα αυτά είναι δείγματα του ταλέντου ενός καλού διευθυντή φωτογραφίας. Όταν, αντί γι’ αυτά, η κάμερα καταφέρνει να καταγράψει την κίνηση του στοχασμού, τη ροή των συναισθημάτων, τον ερωτισμό και τις διαδρομές του πνεύματος, τότε είναι που βλέπουμε το ταλέντο ενός καλού σκηνοθέτη. Αλλά όχι στο «The Revenant».

Ο Φάμπιαν, ο ήρωας της «Ιστορίας ενός ηθικολόγου» του Έριχ Κέστνερ, περιγράφει κάπου την ψυχική του κατάσταση ως παρόμοια με αυτήν ενός άπιστου εν αναμονή του θαύματος. Ένας άπιστος που περιμένει το θαύμα είναι μια γνήσια τραγική φιγούρα. Αυτό θα μπορούσε να είναι ο ήρωας του ΝτιΚάπριο στα χέρια ενός καλύτερου σκηνοθέτη. Αντ’ αυτού, γρυλίζει, κοπανιέται, παγώνει, σκαρφαλώνει, πέφτει και σηκώνεται για να σταθεί, στο τελευταίο πλάνο, να μας κοιτάξει στα μάτια και να μας ζητήσει το Όσκαρ που δικαιούται. Σαν τον ήρωα του «Birdman», έναν γλείφτη που παρακαλάει για βραβεία, ενώ υποκριτικά τραγουδάει το εγκώμιο της δυσκολίας. Όμως, ο φορμαλιστικός στόμφος, ρηχός στη σύλληψη και τρομερά επιδεικτικός στην εκτέλεση, δεν αρκεί για να κάνεις μεγάλη τέχνη.

Και καταντά βαρετός.