Η κανονικοποίηση του τρόμου

D
Ρωμανός Γεροδήμος

Η κανονικοποίηση του τρόμου

Η δημοσιογραφική κάλυψη της τρομοκρατικής επίθεσης στο Λονδίνο από τα βρετανικά ΜΜΕ επιβεβαιώνει μία τάση που έκανε την εμφάνιση της μετά την πρώτη μεγάλη επίθεση στα γραφεία του Charlie Hebdo στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 2015 και ενισχύθηκε μετά από κάθε νέο χτύπημα στην Ευρώπη: τη μετακίνηση της δημόσιας συζήτησης, από τα αίτια της τρομοκρατίας και τις πολιτικές αντιμετώπισης, στην έκφραση αλληλεγγύης και τη συναισθηματική διαχείριση των επιθέσεων — μέσα από σύμβολα, κεριά, λουλούδια, τήρηση λεπτών σιγής, συγκεντρώσης ειρήνης, τελετές μνήμης, χρήση ειδικών φίλτρων και εικόνων στα κοινωνικά μέσα. Με τον τρόπο αυτό, το ζήτημα της τρομοκρατίας φεύγει από το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης και ανάγεται σε αυτό της απολιτικής (ή μάλλον, κρυφοπολιτικής — δεδομένου ότι τίποτε δεν είναι τελικά εντελώς α-πολιτικό) σιωπής.

Η αλλαγή αυτή εξυπηρετεί τόσο την κυβέρνηση —η οποία αποφεύγει δυσάρεστες ερωτήσεις σχετικά με την πολιτική που ακολουθείται— όσο και τα ΜΜΕ. Ενώ η γαλλική αστυνομία είχε εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό με τους δράστες να ταμπουρώνονται σε εργοστάσιο στα περίχωρα του Παρισιού, το BBC δαπάνησε τον μισό χρόνο της τηλεοπτικής κάλυψης αναπαράγοντας σχόλια χρηστών του Twitter. Με τους μεγαλύτερους ειδησεογραφικούς οργανισμούς να έχουν μειώσει δραματικά τον αριθμό και τον προϋπολογισμό των ανταποκριτών και των απεσταλμένων τους σε πρωτεύουσες και πόλεις του εξωτερικού, η δραστηριότητα και ο θόρυβος που δημιουργούνται στα κοινωνικά μέσα λειτουργούν σαν ένα εξαιρετικό υποκατάστατο: είναι δωρεάν, και οι δημοσιογράφοι δεν χρειάζεται καν να φύγουν από το newsroom· για την ακρίβεια, δεν χρειάζονται καν πραγματικοί δημοσιογράφοι, αφού ο καθένας μπορεί να παρουσιάσει τα feeds του Twitter και του Facebook. Εννοείται βέβαια ότι ο μεταμοντέρνος χαβαλές γύρω από τα τρομοκρατικά χτυπήματα δεν αποτελεί ούτε πολιτική πράξη με πρακτικές συνέπειες, ούτε κανονική δημοσιογραφία — ωστόσο φαίνεται να πουλάει, με τον ίδιο τρόπο που το ραδιόφωνο αντικατέστησε το πρωτογενές περιεχόμενο με τηλεφωνήματα ακροατών.

Ταυτόχρονα, στην κυρίαρχη βρετανική κουλτούρα υπερισχύει το μήνυμα «We are not afraid» και μία μαζική προσπάθεια υποβιβασμού της σημασίας και του αντίκτυπου των τρομοκρατικών χτυπημάτων. Στον αντίποδα χαιρέκακων αντιδυτικών φωνών που μονίμως συμψηφίζουν τα θύματα τρομοκρατικών επιθέσεων στη Δύση με τα εκατομμύρια των φτωχών και των πεινασμένων στις «αναπτυσσόμενες» χώρες (λες και η λύπη ή η αντίδραση για το ένα αποκλείει τη λύπη ή την αντίδραση για το άλλο), οι εξυπνάκηδες της Δύσης προωθούν τον συμψηφισμό των θυμάτων της τρομοκρατίας με τα θύματα από τροχαία, αυτοκτονίες, κεραυνούς, εργατικά ατυχήματα κλπ. Σε βίντεο από την εκπομπή Newsnight που έγινε viral, ο Simon Jenkins τα βάζει με το BBC επειδή (λέει) έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στο θέμα από όση θα έπρεπε. Υποστηρίζει επίσης ότι η τρομοκρατία πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν ένα από τα άπειρα εγκλήματα που γίνονται κάθε μέρα στο Λονδίνο και απορρίπτει συσχετισμούς με θρησκεία και πολιτική. Χιλιάδες θεατές έσπευσαν να τον συγχαρούν και να κατηγορήσουν το BBC ότι παίζει το παιχνίδι της ISIS.

Η αφελής αυτή προσπάθεια βασίζεται σε ευγενείς προθέσεις και έχει σωστή αφετηρία. Η δημοσιότητα και η ταραχή όντως εξυπηρετούν τους τρομοκράτες: τους βοηθούν στη διασπορά του μηνύματος τους και στη στρατολόγηση νέων μελών, ενώ δημιουργούν και μία αίγλη γύρω από τα πρόσωπα των τρομοκρατών, ενδεχομένως εμπνέοντας μιμητές. Το επιχείρημα είναι το εξής: όταν μία κοινωνία παραδέχεται —και καθιστά προφανή— την ταραχή της, τότε οι τρομοκράτες έχουν ουσιαστικά πετύχει τον στόχο τους. Ο βρετανικός τρόπος αντίδρασης είναι η πεισματική προσπάθεια στέρησης αυτής της ικανοποίησης από τους τρομοκράτες. Ακόμη και αν το Λονδίνο έχει γεμίσει με αστυνομικούς που κρατάνε αυτόματα, ακόμη και αν οι δρόμοι είναι κλειστοί λόγω ασθενοφόρων και περιπολικών, ακόμη και αν οι επιβάτες του μετρό κοιτάζουν ο ένας τον άλλο με ένα μείγμα καχυποψίας και αλληλεγγύης μη βλέποντας την ώρα να κατέβουν απ’ το βαγόνι, το μήνυμα προς τους τρομοκράτες είναι ένα: Η ζωή συνεχίζεται, δεν φοβόμαστε.

Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι κάθε προσπάθεια περιορισμού της συζήτησης ή του αντίκτυπου είναι μάλλον καταδικασμένη να αποτύχει. Το να υποστηρίζει κανείς ότι σε ένα περιβάλλον ψηφιακής πολυφωνίας και απεριόριστων επιλογών είναι εφικτό και βιώσιμο τα ΜΜΕ να αυτολογοκριθούν προκειμένου να μην παίξουν το παιχνίδι των τρομοκρατών δείχνει την έκταση της άγνοιας της πραγματικότητας. Το παιχνίδι εναντίον στην ISIS δεν θα κερδηθεί με το να σηκωθούμε να φύγουμε από το γήπεδο —όταν το γήπεδο είναι το σπίτι μας—, αλλά με το να γίνουμε καλύτεροι σε αυτό το παιχνίδι. Και ο αποπροσανατολισμός της δημόσιας συζήτησης αυτό ακριβώς κάνει: βλάπτει τις πιθανότητες αντιμετώπισης του προβλήματος.

Την επομένη του τρομοκρατικού χτυπήματος στο Λονδίνο οι δύο μεγαλύτερες εφημερίδες της πόλης, η Evening Standard και η Metro, αφιέρωσαν δωδεκασέλιδα στην περιγραφή των γεγονότων και κυρίως σε άρθρα «ανθρώπινου ενδιαφέροντος» (όπως η προσπάθεια ενός περαστικού να βοηθήσει ένα από τα θύματα). Σε καμία από τις δύο εφημερίδες δεν υπήρχε έστω και μισή στήλη στην οποία να εξηγείται το ιστορικό ή το πολιτικό πλαίσιο της ισλαμιστικής τρομοκρατίας, η στρατηγική ασφαλείας των βρετανικών υπηρεσιών ή οι πολιτικές επιπτώσεις των γεγονότων. Το κεντρικό δελτίο του BBC στις 6 το απόγευμα δεν περιείχε ρεπορτάζ για το τι και πώς έγινε· ή για το πώς η αστυνομία, οι υπηρεσίες ασφαλείας και η κυβέρνηση εργάζονται για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση· δεν υπήρχαν ανταποκριτές ούτε στην πρωθυπουργική κατοικία, ούτε στα νοσοκομεία, ούτε στην πόλη του Birmingham όπου κάποιοι συνελήφθησαν ως πιθανοί συνεργοί· ούτε στη Βουλή όπου πραγματοποιήθηκε συζήτηση· ούτε σε ξένες πρωτεύουσες· δεν εμφανίστηκαν αναλυτές ή ακαδημαϊκοί ή ερευνητές για να εξηγήσουν στους θεατές τι και γιατί συμβαίνει. Αντ’ αυτών, το σημαντικότερο δελτίο του σημαντικότερου ειδησεογραφικού οργανισμού στον κόσμο μία ημέρα μετά από το χειρότερο τρομοκρατικό χτύπημα εδώ και 12 χρόνια αφιερώθηκε ολόκληρο στη ζωντανή μετάδοση (τα πρώτα 20 λεπτά) και επανάληψη (τα επόμενα 20 λεπτά) της συγκέντρωσης με κεριά και της τελετής μνήμης που πραγματοποίηθηκε στην Trafalgar Square. Τρεις ομιλητές άναψαν τρία κεριά και μίλησαν για τους τρεις νεκρούς. Οι Αρχές βιάστηκαν τόσο πολύ να κουκουλώσουν το θέμα, να καπελώσουν τη δημόσια αντίδραση και να καθορίσουν το πλαίσιο αναπαράστασης, που οργάνωσαν τελετή μνήμης πριν ακόμα οριστικοποιηθεί ο αριθμός των νεκρών — με ένα ακόμη θύμα να πεθαίνει στο νοσοκομείο το βράδυ της Πέμπτης, μετά την τελετή μνήμης.

Η αλλοίωση —και de facto λογοκρισία— της δημοσιογραφίας εν καιρώ τρομοκρατίας δεν έγινε μόνο λόγω των ψηφιακών μέσων και της κρίσης των ειδησεογραφικών οργανισμών. Αποτελεί συγκεκριμένη πολιτική της βρετανικής κυβέρνησης και βασικό τμήμα της αντιτρομοκρατικής πολιτικής. Πάνω στο δόγμα CONTEST (Counter-terrorism strategy) βασίστηκε ολόκληρη η αρχιτεκτονική αντίδρασης της κυβέρνησης, των Αρχών ασφαλείας και πληροφοριών, των υπηρεσιών πρώτης ανάγκης, των σχολείων και των πανεπιστήμιων, και των ΜΜΕ, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Το τέταρτο και τελευταίο συστατικό του CONTEST ονομάζεται Prepare και έχει στόχο την αύξηση της «αντοχής/ελαστικότητας» (resilience) της κοινωνίας σε περίπτωση που μία επίθεση είναι αναπόφευκτη. Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής, τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι θεωρούνται ως παίκτες-κλειδιά στο να μεταδώσουν τους σωστούς κώδικες επικοινωνίας, αναπαράστασης και ερμηνείας των γεγονότων με στόχο τη μακροπρόθεσμη αντοχή του κοινωνικού ιστού. Με άλλα λόγια, η έμφαση στο συμβολικό αποτελεί στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης προκειμένου να επιτρέψει στην κοινωνία να διαχειριστεί συναισθηματικά το φαινόμενο της τρομοκρατίας και σταδιακά να εξοικιωθεί με αυτό.

Δυστυχώς, ο συνδυασμός αυτών των δύο στοιχείων —η μετατόπιση της ειδησεογραφικής κάλυψης από την ουσία των φαινομένων στη συμβολική αναπαράστασή τους, στην οποία οι πολίτες-χρήστες έχουν τελετουργικό ρόλο-κλειδί, και η περιθωριοποίηση της ουσιαστικής πολιτικής συζήτησης— καταλήγει να κανονικοποιεί και, εντέλει, να νομιμοποιεί την τρομοκρατία ως ένα, όχι μόνο αναπόφευκτο, αλλά και αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας μιας μεγαλούπολης.

Κι όμως. Η τρομοκρατία δεν είναι ούτε θέλημα Θεού, ούτε φυσική καταστροφή. Η ισλαμιστική τρομοκρατία δεν εμφανίστηκε από το πουθενά. Κάποιοι απ’τους θύτες μπορεί να αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα, αλλά πολλοί δεν εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία. Για μία ακόμη φορά: η μεταβίβαση του ερμηνευτικού πλαισίου από το πεδίο της πολιτικής και της συζήτησης για τις αιτίες του φαινομένου (είτε αυτό είναι οι άδικοι πόλεμοι σύμφωνα με τους αριστερούς, είτε η αποτυχημένη πολυπολιτισμικότητα και βίαιη φύση του Ισλάμ σύμφωνα με τους δεξιούς) στα πεδία της ψυχιατρικής ή της μεταφυσικής, και η επίκληση μιας αφηρημένης new age αλληλεγγύης, δεν προστατεύουν την κοινωνία, ούτε αντιμετωπίζουν το πρόβλημα. Η τρομοκρατία δεν θα αντιμετωπιστεί ούτε με ευχολόγια, ούτε με κεριά. Και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αναπόφευκτο κομμάτι της καθημερινότητας μας. Η πλαισίωση αυτή είναι μία βαθιά ανήθικη και τεμπέλικη ιδεολογική προσέγγιση και ταυτόχρονα επίσημη πολιτική με απτό κόστος.

Είναι ευθύνη των πολιτών να την αμφισβητήσουν και να την απορρίψουν.