Η Καρδιά της Ευρώπης [3]

L
Ρωμανός Γεροδήμος

Η Καρδιά της Ευρώπης [3]

[ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Μέρος 1ο & Μέρος 2ο ]

Μετά το τέλος του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το εγκαταλελειμμένο Schloss Leopoldskron επιστρέφεται στη χήρα του Ράινχαρντ, Χέλεν Θίμιγκ. Τα σημάδια του πολέμου και του πολιτισμικού βιασμού είναι ορατά παντού. Κάποια,  όπως οι τρύπες στους τοίχους από τα θραύσματα βόμβας των Συμμάχων που έπεσε στη λίμνη, διατηρούνται μέχρι και σήμερα, αφού θεωρούνται αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του κτιρίου.

Μία τυχαία συνάντηση στο μετρό της Νέας Υόρκης ένα χειμωνιάτικο βράδυ του 1947 θα καθορίσει τη μεταπολεμική ιστορία του Leopoldskron — και θα επηρεάσει την παγκόσμια διπλωματία και τις ευρωατλαντικές σχέσεις για τα επόμενα 70 χρόνια.

O Κλέμενς Χέλερ, ένας Αυστριακός διδακτορικός φοιτητής στο Χάρβαρντ, κοσμοπολίτης, οραματιστής, του οποίου το σπίτι στην προπολεμική Βιέννη συγκέντρωνε την αφρόκρεμα της προπολεμικής διανόησης και τέχνης της Ευρώπης, έχει μία ιδέα. Η ιδέα του είναι να δημιουργήσει ένα θερινό σεμινάριο κάπου στην Ευρώπη, όπου θα μαζεύονται νέοι άνθρωποι, φοιτητές και ερευνητές από όλη την ήπειρο. Το σεμινάριο αυτό θα παρείχε στους φοιτητές βιβλία, στέγη και χώρο διαλόγου, με σκοπό να βοηθήσει την κατασπαραγμένη ήπειρο να επουλώσει τις πληγές της και να δημιουργήσει κανάλια διαλόγου και υποστήριξης ανάμεσα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Επρόκειτο δηλαδή για αυτό που μετέπειτα έμεινε γνωστό ως «Σχέδιο Μάρσαλ για το Μυαλό». Σε συνεργασία με τον Ρίτσαρντ Κάμπελ και τον Σκοτ Έλετζ —που επίσης σπούδαζαν και εργάζονταν στο Χάρβαρντ—, αρχίζουν να προωθούν την ιδέα αυτή, να καταστρώνουν σχέδια, να κινητοποιούν γνωριμίες τόσο μέσα στο Χάρβαρντ, όσο και σε οργανισμούς στις δύο ηπείρους. Οι πανεπιστημιακές αρχές του Χάρβαρντ στην αρχή απορρίπτουν κατηγορηματικά την ιδέα. Οι Χέλερ, Κάμπελ και Έλετζ, με την υποστήριξη φοιτητικών ενώσεων και μεγάλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, προχωρούν.

Έτσι λοιπόν, ένα βράδυ στις αρχές του 1947 στο μετρό της Νέας Υόρκης, ο Χέλερ συναντά τυχαία την Χέλεν Θίμιγκ —την οποία γνώριζε αφού ήταν μαθητής των σεμιναρίων του Μαξ Ράινχαρντ— και αρχίζει να της περιγράφει την ιδέα του. Η Θίμιγκ ακούει και με αυθόρμητο ενθουσιασμό τού απαντά: «Θα το οργανώσετε στο Schloss Leopoldskron!» Κάπως έτσι δημιουργείται ένας δεσμός και ένας θεσμός που έπαιξε σημαντικό, αν και ίσως υποτιμημένο, ρόλο στη μεταπολεμική εμπέδωση των ευρωατλαντικών σχέσεων και της ειρήνης στην Ευρώπη. Πέραν της πρακτικής σημασίας που είχε η αφιλοκερδής προσφορά της Χέλεν Θίμιγκ, το μοναδικό περιβάλλον του Leopoldskron ήταν καθοριστικό για τον χαρακτήρα και τον ρόλο του Σεμιναρίου.

«Ελπίζουμε να δημιουργήσουμε τουλάχιστον ένα μικρό κέντρο στο οποίο νέοι της Ευρώπης από όλες τις χώρες, και με όλες τις πολιτικές απόψεις,θα συναντιούνται για ένα μήνα εργαζόμενοι συστηματικά σε ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης· και να θέσουμε τα θεμέλια για ένα μόνιμο κέντρο πνευματικής συζήτησης στην Ευρώπη».

Η επιτυχής διοργάνωση ενός τέτοιου εγχειρήματος σε μία Ευρώπη μισογκρεμισμένη, διχασμένη, εξαντλημένη και κυνική, στην οποία τα τρόφιμα μοιράζονταν με δελτίο, πρώην κρατούμενοι στρατοπέδων συγκέντρωσης φιλοξενούνταν ακόμη σε ξενοδοχεία και το δικαίωμα μετακίνησης από τη μία χώρα στην άλλη δεν ήταν καθόλου δεδομένο, οφείλεται στην καθολική αφοσιώση και ευρηματικότητα των διοργανωτών. Το καλοκαίρι του 1947, δύο μέλη της οργανωτικής επιτροπής ταξιδεύουν σε όλη την Ευρώπη, πραγματοποιώντας συνεντεύξεις με 150 φοιτητές. Εντέλει, 92 φοιτητές από 18 χώρες της Ευρώπης καταφέρνουν να φτάσουν στο Σάλτσμπουργκ και να συμμετάσχουν στο σεμινάριο. Ξεθάβοντας έπιπλα που είχαν αποθηκευτεί στα κελάρια του παλατιού, συγκεντρώνοντας τρόφιμα από την Ελβετία και την Ιταλία, στρώματα από τον Ερυθρό Σταυρό και ράντζα από τον αμερικανικό στρατό, ο οποίος είχε το αρχηγείο του στους παλιούς στάβλους του παλατιού, οι φοιτητές καταφέρνουν μέσα σε λίγες εβδομάδες το ακατόρθωτο. Στις 15 Ιουλίου του 1947, συνέρχεται η πρώτη σύνοδος του Σεμιναρίου του Σάλτσμπουργκ υπό την προεδρία της κορυφαίας ανθρωπολόγου Margaret Mead και με τη συμμετοχή ιστορικών, φιλολόγων και ακαδημαϊκών όπως ο F. O. Matthiessen.

H πολιτισμική ανθρωπολόγος Margaret Mead συντονίζει την πρώτη σύνοδο του Salzburg Seminar in American Studies (καλοκαίρι του 1947).

Η επιλογή της επίσημης θεματικής (Αμερικανικός Πολιτισμός και, στη συνέχεια, Αμερικανικές Σπουδές) θεωρήθηκε ένα ουδέτερο, σχεδόν ανώδυνο, επιστημονικό πεδίο, το οποίο αφενός μεν επέτρεπε την προώθηση των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αφετέρου δε δημιουργούσε την ευκαιρία συνύπαρξης επιστημόνων και ερευνητών από διαφορετικά πεδία. Εκ των υστέρων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επιλογή αυτή αντανακλούσε και μία τεκτονική αλλαγή στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων, τη στιγμή που οι παλιές αποικιοκρατικές δυνάμεις (ειδικά η Βρετανία και η Γαλλία) έχαναν σταδιακά την ισχύ τους και η Αμερική άρχιζε να βρίσκει και να διεκδικεί τη νέα θέση της στον κόσμο.

Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί μία ενδιαφέρουσα συζήτηση/μυθολογία για το κατά πόσον οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες —και ειδικά η CIA— ήταν αναμεμειγμένες στα πρώτα χρόνια δημιουργίας του θεσμού. Κάποιοι (όπως η Karen Paget ή ο Richard Purcell — βλ. βιβλιογραφία) υποστηρίζουν ότι το Σεμινάριο ήταν πρότζεκτ της κυβέρνησης αντίστοιχο με το Διεθνές Θερινό Σεμινάριο  του Χάρβαρντ που διοργάνωσε αμέσως μετά, ως μεταπτυχιακός φοιτητής, ο Χένρι Κίσινγκερ. Όπως αποκαλύφθηκε τη δεκαετία του 1960, εκείνο το σεμινάριο χρηματοδοτήθηκε από τις μυστικές υπηρεσίες μέσω της Εθνικής Ένωσης Φοιτητών (National Student Association), την οποία χρησιμοποίησαν ως όργανο επιρροής φοιτητών άλλων χωρών, συλλογής πληροφορίων και άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Η συμμετοχή του Frank Fisher —ηγετικού στελέχους φοιτητικών ενώσεων με ευρεία αντικομουνιστική δράση— σε διδακτική επιτροπή του Σεμιναρίου του Σάλτσμπουργκ το 1948 αποτελεί ένα στοιχείο που πιθανόν να υποστηρίζει τη θεωρία αυτή.

Μία άλλη ερμηνεία (π.χ., Alison Bernstein, Inderjeet Parmar) είναι ότι το εγχείρημα υποστηρίχτηκε εμμέσως από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τηρώντας κάποιες ισορροπίες ή παίρνοντας γραμμή ως προς θέματα προώθησης της δυτικού τύπου δημοκρατίας. Οι Αμερικανοί αντιλήφτηκαν ότι η ήττα του κομουνισμού στην Ευρώπη και η διαφοροποίηση από τις μεθόδους των Σοβιετικών απαιτούσε την άσκηση αυτού που σήμερα αναγνωρίζουμε ως «ήπια ισχύ» και δημόσια διπλωματία — δηλαδή την επικράτηση, όχι μέσω της άσκησης βίας ή καταναγκασμού, αλλά μέσω της δημιουργίας καναλιών ελεύθερου διαλόγου και της άσκησης πειθούς. Είναι επίσης ευρέως γνωστό ότι τόσο η Margaret Mead, όσο και άλλοι κορυφαίοι ανθρωπολόγοι, ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες που συμμετείχαν σε εκείνες τις πρώτες συνόδους στο Σάλτσμπουργκ (όπως ο Clyde Kluckhohn), είχαν συνεργαστεί ή εξακολουθούσαν να συνεργάζονται με τις υπηρεσίες πληροφοριών και προπαγάνδας της Δύσης τη δεκαετία του 1940, παίζοντας ρόλο-κλειδί στη νίκη των Συμμάχων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ωστόσο, οι περισσότεροι σοβαροί ιστορικοί και αναλυτές που έχουν ασχοληθεί με το θέμα (Ali Fisher, Timothy Ryback, David Price) κρίνουν ότι το Σεμινάριο δημιουργήθηκε πράγματι σαν ένα φοιτητικό εγχείρημα και σαν μία ανεξάρτητη οντότητα. Η πρόταση για τη δημιουργία του βρήκε ισχυρή αντίσταση ακόμα και μέσα στο Χάρβαρντ. Η CIA δεν είχε ιδρυθεί καν όταν δημιουργήθηκε το Σεμινάριο, ενώ η έκταση των συζητήσεων, επαφών και διαπραγματεύσεων —σε διεθνές επίπεδο— για τη δημιουργία του θεσμού αυτού μάλλον δεν επιτρέπει θεωρίες συνωμοσίας.

Αυτό σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει την —κάποιες φορές επιτυχή— προσπάθεια ανάμειξης μυστικών υπηρεσιών, όχι μόνο των ΗΠΑ αλλά και άλλων χωρών. Γνωρίζουμε πλέον ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών παρεισέφρησαν, μέσω εντεταλμένων συνέδρων, στις πρώτες συνόδους. Ο ανοιχτός και επιστημονικά τεκμηριωμένος διάλογος πάντοτε περιελάμβανε κριτική (και κάποιες φορές επικριτική) αξιολόγηση, π.χ. πτυχών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, προκαλώντας συχνά τη δυσφορία του κατεστημένου. Ο ίδιος ο Κλέμενς Χέλερ θεωρήθηκε ως φιλικά προσκείμενος στους κομουνιστές, σε βαθμό ώστε να απαγορευτεί προς στιγμήν το ταξίδι του στην Αυστρία για τη δεύτερη σύνοδο του 1948.

Ταυτόχρονα, τόσο η γεωγραφική θέση του παλατιού όσο και η διεθνιστική (ουσιαστικά διπλωματική, με την ευρύτερη έννοια του όρου) αποστολή του Σεμιναρίου του Σάλτσμπουργκ, λίγους μήνες μετά την διακήρυξη του Δόγματος Τρούμαν, το έθεσαν από την αρχή στην καρδιά της Ευρώπης, σαν ένα τεκτονικό ρήγμα και μία ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το Σεμινάριο διατήρησε τον χαρακτήρα του ως ανοιχτό, ελεύθερο φόρουμ διαλόγου, ιδεών και επικοινωνίας ανάμεσα σε αντιμαχόμενες πλευρές. Θεωρείτο και θεωρείται ακόμη ένας από τους λίγους πραγματικά ουδέτερους χώρους ελεύθερης συζήτησης για τις διεθνείς σχέσεις και τις παγκόσμιες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε. Στα 70 χρόνια της ύπαρξής του, το Salzburg Seminar έχει διοργανώσει πάνω από 560 συνόδους για μία τεράστια γκάμα θεμάτων και διεθνών προκλήσεων, φέρνοντας κοντά ακαδημαϊκούς, ερευνητές, ηγέτες της πολιτικής και των επιχειρήσεων, τεχνοκράτες, ακτιβιστές, επιστήμονες και καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, εκπαιδεύοντας χιλιάδες νέους, δίνοντας υποτροφίες σε φοιτητές που δεν έχουν τα μέσα να ταξιδέψουν, σχεδιάζοντας πρακτικές λύσεις και προωθώντας τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη διπλωματία και το διεθνές δίκαιο. Από τα δωμάτια του Leopoldskron έχουν περάσει οι σημαντικότεροι πολιτικοί, νομικοί, δικαστές, τραπεζίτες, δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί, ερευνητές, συγγραφείς, ηθοποιοί, μουσικοί και πνευματικοί ηγέτες.

Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το Σεμινάριο του Σάλτσμπουργκ περνά μία φάση αναπροσανατολισμού των δραστηριοτήτων του. Στις αρχές του 21ου αιώνα, η προσθήκη της λέξης «Παγκόσμιο» (Global) στον τίτλο του οργανισμού, η ανάπτυξη ξενοδοχειακής μονάδας ως αυτόνομης οντότητας και πηγής εσόδων, η επέκταση των δραστηριοτήτων σε τομείς όπως η δημόσια υγεία, τα δικαιώματα ΛΟΑΤ σε όλο τον κόσμο, η επιχειρηματικότητα, ο ψηφιακός αλφαβητισμός και η πολιτισμική καινοτομία, καθώς και η έμφαση στη συμμετοχή επιχειρήσεων, ΜΚΟ και άλλων μη κυβερνητικών «παικτών» του διεθνούς συστήματος, μάλλον σηματοδοτούν και αντανακλούν τη νέα πραγματικότητα: την απομάκρυνση, δηλαδή, από ένα ψυχροπολεμικό/διπολικό/διακυβερνητικό μοντέλο διπλωματίας και την άνοδο του πολυπολισμού, της αλληλεξάρτησης και της παγκοσμιοποίησης.

 

Η ιστορία του Schloss Leopoldskron είναι κατά έναν αξιοσημείωτο τρόπο η ιστορία της Ευρώπης. Από την κυριαρχία της άρχουσας τάξης, της Εκκλησίας και του ancien régime τον 18ο αιώνα μέχρι την παρακμή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ού, από τη μεσοπολεμική άνθηση των τεχνών και του λόγου μέχρι την τραγωδία του ολοκληρωτισμού, και από τον ψυχροπολεμικό ανταγωνισμό των δύο υπερδυνάμεων μέχρι τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις που έφερε το πρόσφατο στάδιο της παγκοσμιοποίησης, το κτίριο αυτό έχει καταφέρει να βρίσκεται στην καρδιά της ηπείρου και να αντανακλά ένα status quo που ξεπερνά κατα πολύ την έννοια της τοπικής κοινότητας. Να σημείωσουμε επίσης ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1960 το Leopoldskron μπήκε για πάντα στη μυθολογία του κινηματογράφου και της ποπ κουλτούρας —και στις διαδρομές άπειρων τουριστών και πρακτορείων—, αφού στη λίμνη και στον περιβάλλοντα χώρο του γυρίστηκαν σκηνές από μία ταινία που έμελλε να γίνει μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Η ταινία λεγόταν «Η Μελωδία της Ευτυχίας».

 

Υστερόγραφο: Επί προσωπικού

Τα τελευταία επτά χρόνια έχω την τύχη να συμμετέχω στην ετήσια Ακαδημία του Σάλτσμπουργκ για τα ΜΜΕ και την Παγκόσμια Αλλαγή — μία από τις μεγαλύτερες συνόδους του Salzburg Global Seminar. Για τρεις εβδομάδες κάθε καλοκαίρι, 70 φοιτητές και 20 κορυφαίοι ακαδημαϊκοί από όλο τον κόσμο μαζεύονται στο Schloss Leopoldskron και δουλεύουν εντατικά πάνω σε θέματα δημοσιογραφίας, ελευθερίας του Τύπου και του λόγου, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ψηφιακού αλφαβητισμού και πολιτικής συμμετοχής. Μέσα από διαλέξεις, σεμινάρια, συζητήσεις, προβολές, πειραματικές δραστηριότητες και πρακτική εργασία, και με την αρωγή οργανισμών όπως ο ΟΗΕ ή ο Ερυθρός Σταυρός, σχεδιάζουμε και αναπτύσσουμε πρότυπες λύσεις, καμπάνιες πολυμέσων, διδακτική ύλη, παιχνίδια και ειδικές εκδόσεις σχετικά με θέματα της διεθνούς επικαιρότητας (φέτος η Ακαδημία ασχολήθηκε με το θέμα της μετανάστευσης). Ωστόσο, μακράν η σημαντικότερη πτυχή της Ακαδημίας είναι η συνύπαρξη και γνωριμία νέων από εντελώς διαφορετικά μέρη του κόσμου και με εντελώς διαφορετικές πολιτισμικές, κοινωνικές και πολιτικές απόψεις, εμπειρίες και καταβολές. Λίγες εμπειρίες είναι πιο ελπιδοφόρες από το να βλέπεις νέα παιδιά από την Παλαιστίνη, τον Λίβανο και τη Συρία με συσσωρευμένο θυμό γενεών, και άλλα νέα παιδιά από το Μεξικό ή τις ΗΠΑ με εβραϊκή καταγωγή και συσσωρευμένη συλλογική μνήμη του Ολοκαυτώματος, να παρακολουθούν μαζί την ταινία «Νύχτα και Ομίχλη» του Αλέν Ρενέ, να εξωτερικεύουν και εντέλει να αμφισβητούν αυτά που το κοινωνικό, εκπαιδευτικό και οικογενειακό τους περιβάλλον τούς έχει μάθει, να συγκρούονται και να συνειδητοποιούν πόσα κοινά έχουν και πόσα τους ενώνουν.

Η σύνθεση της φοιτητικής ομάδας που συμμετείχε στην πρώτη σύνοδο του 1947 αντανακλούσε τα πάθη της Ευρώπης. Κάθε ένας από τους φοιτητές είχε κατά κάποιο τρόπο σημαδευτεί από τον πόλεμο. Ανάμεσα τους ήταν ένας Αυστριακός που πριν τον πόλεμο είχε εγγραφεί στο κόμμα των Ναζί, πολέμησε στη Γαλλία, συνελήφθη στην Τυνησία και μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου στο Κεντάκι των ΗΠΑ, όπου έμαθε αγγλικά· και μία εβραία από τη Ρουμανία, που είδε να πυροβολούν την μητέρα της μπροστά στα μάτια της στο Άουσβιτς και η οποία, ενώ περίμενε στην ουρά για να μπει στους θαλάμους αερίων, διασώθηκε από έναν Τσέχο φρουρό που την τράβηξε και την έκρυψε για τρεις μέρες μέσα σε ένα σωρό με πτώματα. Οι άνθρωποι αυτοί, και πολλοί άλλοι με αντίστοιχο παρελθόν από όλη την Ευρώπη, κατάφεραν να συνυπάρξουν για μερικές εβδομάδες στον ίδιο χώρο· να ξυπνάνε, να τρώνε και να κοιμούνται όλοι μαζί· να κάθονται κάθε ημέρα στο ίδιο τραπέζι και να συζητάνε ελεύθερα και ανοιχτά για το μέλλον της ηπείρου.

Αυτή ήταν και είναι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του οράματος του Κλέμενς Χέλερ και των συνεργατών του — ένα όραμα και ένα έργο 70 ετών, για το οποίο ο Μαξ Ράινχαρντ θα ήταν μάλλον περήφανος.

 

Βιβλιογραφία & Πηγές

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στα τρία αυτά άρθρα είναι μία μικρή σύνοψη όσων έχω συγκεντρώσει μετά από προσωπική έρευνα επτά ετών στη σχετική βιβλιογραφία και στο ίδιο το Schloss Leopoldskron, καθώς επίσης και μετά από προφορικές μαρτυρίες και συζητήσεις με άτομα που γνωρίζουν τον χώρο και την ιστορία του.

Ο πρώην διευθυντής του Salzburg Seminar, Timothy Ryback, έχει γράψει μία σύντομη αλλά πολύ περιεκτική ιστορία του Salzburg Seminar. Η σύνοψη της πρώτης συνόδου από τη Margaret Mead είναι διαθέσιμη εδώ.

Μία από τις βασικότερες και μεθοδολογικά πιο αξιόπιστες πηγές σχετικά με την ίδρυση του Σεμιναρίου το 1947 και τον ρόλο κυβερνητικών και άλλων υπηρεσιών είναι το Collaborative Public Diplomacy: How Transnational Networks Influenced American Studies in Europe του Ali Fisher (2013, New York: Palgrave Macmillan). Στο πρόσφατο Patriotic Betrayal: The Inside Story of the Cia's Secret Campaign to Enroll American Students in the Crusade Against Communism (2015, Yale University Press), η Karen Paget αναπτύσσει την επιχειρηματολογία σχετικά με την ανάμειξη των μυστικών υπηρεσιών σε αμερικανικά και διεθνή φοιτητικά φόρουμ, ενώ αναφέρει και τον Frank Fisher ως σύνδεσμο μεταξύ της αντικομουνιστικής δράσης φοιτητικών οργανώσεων και του Σεμιναρίου του Σάλτσμπουργκ. Σε δικό του κεφάλαιο στο (αρκετά δυσεύρετο στην Ευρώπη) American Students Organize: Founding the National Student Association after World War II (2006, American Council on Education / Praeger), ο ίδιος ο Frank Fisher λέει ότι εξεπλάγη όταν έμαθε το 1967 ότι η χρηματοδότηση για τις διεθνείς δραστηριότητες της Εθνικής Ένωσης Φοιτητών γινόταν από τη CIA, ενώ αναφέρει ότι δεν υπήρξε καμία προσπάθεια ελέγχου του προγράμματος. Στη διδακτορική του διατριβή με θέμα Ralph Ellison and the American Pursuit of Humanism (University of Pittsburgh), o Richard E. Purcell θεωρεί δεδομένο ότι οι μυστικές υπηρεσίες άσκησαν έλεγχο στο Σάλτσμπουργκ, αν και τα στοιχεία και τα επιχειρήματα που παραθέτει είναι αρκετά αδύναμα.

Στο Challenging elite Anti-Americanism in the Cold War: American foundations, Kissinger's Harvard seminar and the Salzburg seminar in American Studies, ο Inderjeet Parmar ερμηνεύει τη δημιουργία του Σεμιναρίου του Σάλτσμπουργκ ως μέρους μίας ευρύτερης στρατηγικής δημόσιας διπλωματίας της αμερικανικής κυβέρνησης, αν και αναγνωρίζει την κουλτούρα ανοιχτού και ελεύθερου διαλόγου, διαφωνιών και αμφίδρομης μάθησης που επικράτησε εκεί. Αντίστοιχη επιχειρηματολογία αναπτύσσει ο Reinhold Wagnleitner στο Coca-Colonization and the Cold War: The Cultural Mission of the United States in Austria After the Second World War (2007, University of North Carolina Press), ενώ την προσπάθεια των ΗΠΑ να κυριαρχήσουν στην ψυχροπολεμική Ευρώπη μέσω φοιτητικών και πνευματικών δραστηριοτήτων μελετάει και ο Volker Berghahn στο America and the Intellectual Cold Wars in Europe (2001, Princeton University Press). Με τον ρόλο μεγάλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων (Rockefeller, Ford, Carnegie), τις σχέσεις τους με την αμερικανική κυβέρνηση μετά τον πόλεμο και τις πηγές χρηματοδότησης τόσο του Σεμιναρίου του Σάλτσμπουργκ, όσο και του Διεθνούς Θερινού Σεμιναρίου του Χάρβαρντ, ασχολείται και η Alison R. Bernstein στο Funding the Future: Philanthropy’s Influence on American Higher Education (2014, Rowman & Littlefield Education).

Τέλος, σχετικά με τη δράση κοινωνικών επιστημόνων, ανθρωπολόγων και ιστορικών στο γεωστρατηγικό παιχνίδι του Ψυχρού Πολέμου, προτείνουμε το φετινό Cold War Anthropology: the CIA, the Pentagon, and the Growth of Dual Use Anthropology του David H. Price (2016, Durham: Duke University Press), ενώ για τη δράση της Margaret Mead και της ομάδας της στις υπηρεσίες πληροφοριών και προπαγάνδας των Συμμάχων και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το αριστουργηματικό Return from the Natives: How Margaret Mead Won the Second World War and Lost the Cold War του Peter Mandler (2013, New Haven: Yale University Press).  Tο βιβλίο του Mandler περιλαμβάνει εκτεταμένες αναφορές και στις αναλύσεις του «εθνικού χαρακτήρα» των Ελλήνων που έκανε η Mead στις αρχές της δεκαετίας του ’40. Χρησιμοποιώντας τη γνώση της γλώσσας, της κουλτούρας και της τοπικής κοινωνίας, κορυφαίοι κοινωνικοί-πολιτισμικοί ανθρωπολόγοι (αλλά και αρχαιολόγοι όπως δείχνει η Susan Heuck Allen στο Classical Spies: American Archaeologists with the OSS in World War II in Greece και ο Στέφανος Καβαλλιεράκης στο πρόσφατο άρθρο του εδώ στον Amagi) ανέλαβαν θέσεις-κλειδιά στην OSS, την SOE και άλλα τμήματα των αμερικανικών και βρετανικών υπηρεσιών και συχνά βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της αντίστασης, της προπαγάνδας και της κατασκοπίας.