Η κατίσχυση του ψεύδους

P
Μαρία Τσάκος

Η κατίσχυση του ψεύδους

Post-truth: η λέξη της χρονιάς που μας πέρασε για το Λεξικό της Οξφόρδης, ένας επιθετικός προσδιορισμός που δηλώνει «τις περιστάσεις κατά τις οποίες τα αντικειμενικά γεγονότα έχουν μικρότερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης από την επίκληση στο θυμικό και στις ατομικές πεποιθήσεις».

Είναι πολύ πιθανό ο όρος post-truth politics να έχει τις ρίζες του στο truthiness, λέξη που επινόησε ο τηλεοπτικός αστέρας Στίβεν Κόλμπερτ (ο ίδιος αυτό ισχυρίζεται), ο οποίος και την πρωτοχρησιμοποίησε στη σατιρική πολιτική εκπομπή του τον Οκτώβριο του 2005, αναφερόμενος στη συνήθεια των πολιτικών να χρησιμοποιούν μεγαλοποιημένα ή παραποιημένα γεγονότα για να υποστηρίξουν τις θέσεις και τις αποφάσεις τους, τις πολιτικές τους. Ο Κόλμπερτ χρησιμοποιούσε συχνά για παράδειγμα τον Τζορτζ Μπους και τους λόγους που παρουσίαζε για να δικαιολογήσει την εισβολή στο Ιράκ το 2003. Η εκδοχή του Μπους δεν ήταν η αλήθεια αλλά η αλήθεια του, και αυτό έφτανε σε όλους, τόσο στον ίδιο όσο και στη μερίδα της κοινής γνώμης που τον υποστήριζε.

Μέσα στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, το truthiness έγινε post-truth: η ανοχή στην υπερβολή ή στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας έγινε απόλυτη αδιαφορία για το εάν ένας ισχυρισμός είναι ψεύτικος ή αληθινός, ο διαχωρισμός έφτασε να μην παίζει κανένα ρόλο στις αποφάσεις μεγάλης μερίδας του κόσμου, της μερίδας εκείνης για την οποία η αλήθεια ως συστατικό της άσκησης πολιτικής είναι ξεπερασμένη.

Post-truth politics, λοιπόν. Το είδαμε στην Ελλάδα, το είδαμε με το Brexit, το είδαμε και με τον Τραμπ που θα ορκιστεί σε λίγες μέρες Πρόεδρος — και, από μία άποψη, ευτυχώς που έφτασε στην αυλή των ΗΠΑ το πρόβλημα, γιατί εκεί ίσως πρέπει να αναζητηθεί και η λύση.

Οι λόγοι που οδήγησαν στην έξαρση του φαινομένου θα απασχολήσουν, χωρίς αμφιβολία, πολλούς κοινωνιολόγους, ψυχολόγους, πολιτικούς επιστήμονες και φιλόσοφους τα προσεχή χρόνια — χρειάζεται να μπει και μια απόσταση χρονική σε αυτού του είδους τις αναλύσεις. Με τα λιγοστά εργαλεία που διαθέτω εγώ, και, κυρίως, διαισθητικά, εάν αναζητούσα απαντήσεις, θα ξεκινούσα από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που είχε στον πυρήνα της την υπερέκθεση τραπεζών και επενδυτικών οίκων σε τοξικά προϊόντα, τις αποκαλύψεις για τους μισθούς των golden boys που έριξαν έξω τράπεζες και ασφαλιστικές χωρίς φαινομενικά να πληρώσουν οι ίδιοι ποτέ μεγάλο τίμημα για τους —σε πολλές περιπτώσεις— εγκληματικά αμελείς χειρισμούς τους, τα bail in που έγιναν για να αποφευχθεί το ντόμινο της κατάρρευσης, και από το γεγονός πως όλα τα παραπάνω συνέβησαν δημόσια και είχαν τεράστιο αντίκτυπο γιατί, για πρώτη φορά στην ιστορία, η διασπορά των ειδήσεων το 2008 γινόταν πλέον, όχι μέσω των εφημερίδων, της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, αλλά μέσω του ίντερνετ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Και αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η δεύτερη πολύ σημαντική πτυχή: το Facebook (που είχε ξεκινήσει το 2004) είχε την ίδια εκείνη χρονιά, το 2008, αρχίσει να αναδεικνύεται ως η νέα μεγάλη υπερεθνική κοινότητα, μέσα στην οποία ο καθένας αποκτούσε κοινό και πολλαπλασιαστή, όχι μόνο της είδησης που επέλεγε να αναδημοσιεύσει, αλλά και της δικής του ανάγνωσης αυτής της είδησης, της δικής του γνώμης, μιας γνώμης που μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα θα έπρεπε, για να την κάνει να ακουστεί, είτε να πάρει ένα σπρέι και να γράφει σε τοίχους, είτε να γράψει γράμμα σε μια εφημερίδα είτε να πάρει τηλέφωνο σε εκπομπή, με τους περιορισμούς, πάντοτε, που υπήρχαν σε αυτή τη δυνατότητα και, το κυριότερο, μην έχοντας ανατροφοδότηση από το κοινό. Αυτός ο ίδιος άνθρωπος, τώρα, όχι μόνο γράφει (γράφουμε, εμείς είμαστε αυτός ο άνθρωπος), ό,τι θέλει, για όποιο θέμα θέλει, όποτε θέλει, αλλά έχει αυτομάτως κοινό, θαυμαστές, άμεση ανατροφοδότηση για την τοποθέτησή του και η δυνατότητα αυτή, η διαδραστική αυτή εμπειρία, τροφοδοτεί έναν διαρκώς ογκούμενο ναρκισσισμό και σηματοδοτεί και μια τρομακτική και χωρίς προηγούμενο ενδυνάμωση.

Ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ είναι ο απόλυτος απελευθερωτής της φωνής του λαού: παίρνει από την ελίτ το μέχρι πρόσφατα σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο της πρόσβασης σε κοινό, και, σαν άλλος Προμηθέας, το χαρίζει στον άνθρωπο της διπλανής πόρτας — και η τραγική ειρωνεία είναι πως ο λαός, αντί να του το αναγνωρίζει, τον τοποθετεί στην περιβόητη ελίτ, από την οποία διεκδικεί τη χειραφέτησή του…

Όποιοι και αν καταλήξουμε κάποια στιγμή πως ήταν οι λόγοι για τη ραγδαία αυτή εξέλιξη, για τη συχνότητα και την έκταση που πήρε το φαινόμενο της διασποράς ψευδών ειδήσεων και η συνυφασμένη με αυτό επικράτηση του post-truth politics, αυτό που σήμερα επείγει να αναγνωρίσουμε είναι πως, όπου ατονούν οι περιορισμοί που θέτει η πραγματικότητα, τα πάντα σχετικοποιούνται, η πνευματική συγκρότηση και συνέπεια διαβρώνονται και οι ηθικοί φραγμοί καταργούνται.

Όμως αυτοί οι φραγμοί, και η αλήθεια —δηλαδή η συνθήκη πως, όταν διαπραγματευόμαστε τη δύναμη, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις μιας ομάδας με κοινά χαρακτηριστικά (εθνικά, κοινωνικά, οικονομικά), έναντι άλλων ομάδων, το κάνουμε στη βάση της αλήθειας, στη βάση πραγματικών στοιχείων—, αποτελούν απαραίτητα συστατικά της συγκρότησης σε λειτουργικές κοινωνίες και, εντέλει, απαραίτητα συστατικά της ίδιας της δημοκρατίας.

Παρόμοιοι προβληματισμοί και περισσότερες πτυχές του παραπάνω θέματος θα μας απασχολήσουν την Τρίτη 17 Ιανουαρίου, στις 7 το απόγευμα, στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών με τίτλο «Διαδίκτυο και Δημοκρατία: Fake news και post-truth πολιτική», με ομιλητές τους Πέτρο Τατσόπουλο, Δημήτρη Κουκιάδη, Γιάννη Κουτσομύτη και Κωνσταντίνο Κορίκη, και συντονίστρια την υπογράφουσα.