Η κλεψύδρα

D
Τάσος Βαβλαδέλλης

Η κλεψύδρα

Λίγα μέρη συγκεντρώνουν τόσο έντονα και διαφορετικά συναισθήματα όσο οι χώροι υποδοχής και αποχαιρετισμού σε αεροδρόμια και λιμάνια. Συχνά παρατηρώ με ενδιαφέρον όσους ανυπόμονα περιμένουν κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο να επιστρέψει και όσους αγκαλιάζουν το παιδί τους, ένα φίλο ή τον σύντροφό τους πριν αναχωρήσει. Για τους μεν πρώτους, που περιμένουν, ο χρόνος μοιάζει να περνά βασανιστικά αργά, αντίθετα με όσους αποχαιρετούν, που αισθάνονται τον χρόνο να κυλά πολύ γρήγορα. Πρόσωπα και ιστορίες μπλέκονται, τέμνονται, συναντιούνται και χωρίζουν με συχνότητα που φέρνει ζάλη. Κάποιες φορές, οι ιστορίες είναι οι δικές μας και τα πρόσωπα είμαστε εμείς.

Οι αποχαιρετισμοί έχουν άλλη αίσθηση ανάλογα με το ποιος είσαι, πού πας, πώς συναισθάνεσαι, γιατί φεύγεις — ή γιατί μένεις. Συνήθως είναι δυσκολότεροι γι’ αυτούς που μένουν «πίσω», αν και αυτό είναι, εντέλει, σχετικό. Όσο μεγαλώνουμε, τόσο περνά και η ψευδαίσθηση της αφθαρσίας που έχουμε όταν είμαστε νέοι. Δίνει τη θέση της σε μια διαφορετική αξιολόγηση του χρόνου και του πώς μας επηρεάζει. Σαν κάθε κόκκος της κλεψύδρας να μετρά διαφορετικά, όσο ο αριθμός τους λιγοστεύει. Δεν ξέρεις πόσο γεμάτη είναι, αλλά γνωρίζεις ότι η άμμος είναι πεπερασμένη και ότι, αντίθετα με τις κανονικές κλεψύδρες, δεν μπορείς να ανανεώσεις τον χρόνο αντιστρέφοντάς τη. Αν επιλέξεις να παρακολουθείς την αμείλικτη ροή, ανήμπορος να αντιδράσεις, αν αυτό γίνει αυτοσκοπός, το νόημα χάνεται και η απελπισία είναι κοντά. Αν αποφασίσεις να γεμίσεις κάθε στιγμή με εμπειρίες, με σκοπό «κάθε κόκκος να μετράει», κατά πάσα πιθανότητα δρας υπο το άγχος του χρόνου ως δυνάστη. Υπάρχει μία υποδόρια αναφορικότητα στον χρόνο σε κάθε πράξη που κάνεις υπό αυτό το καθεστώς, κάτι που πιθανώς καταλήγει να θρέφει μια αγωνία συνεχούς πλήρωσης. Το γράφω επειδή, εκτός από τη μεγάλη κλεψύδρα, υπάρχουν και πολλές μικρότερες, που —σαν παραπόταμοι— μετρούν παράλληλους χρόνους: Πότε θα ξαναγυρίσεις; Πότε θα ξαναειδωθούμε; Θα είμαστε καλά; Θα είμαστε οι ίδιοι; Όσο αυτές οι ερωτήσεις αντιμετωπίζονται με υπέρμετρη φόρτιση, τόσο οι απαντήσεις έχουν λιγότερη σημασία, μια και, τότε, κανένας χρόνος δεν είναι αρκετά σύντομος, καμία απάντηση σωστή. Σε κάθε άλλη, όμως, περίπτωση, όταν αυτές τίθενται χωρίς υπερβολές και φορτικές συναισθηματικές αγκιστρώσεις, είναι ερωτήσεις που δείχνουν ενδιαφέρον και που κλωθογυρίζουν στο μυαλό μας σε κάθε αναχώρηση.

Είμαι ανάμεσα στους τυχερούς που έχουν ακόμα και τους δύο γονείς τους, αν και όχι όλους τους φίλους τους, εν ζωή. Προσπαθώ επίσης να διατηρώ ζωντανή τη σχέση μου με τους φίλους εκείνους, που το βάθος της σχέσης μας δεν εξαρτάται από τη συνεχή επιβεβαίωσή της. Υπάρχουν, λοιπόν, κάποια σταθερά σημεία αναφοράς, αν και ακόμα και αυτά εξελίσσονται. Έτσι, κάθε φορά που επιστρέφω, βλέπω διάφορες αλλαγές. Ευτυχώς, η εύκολη επικοινωνία κάνει απλούστερη την παρακολούθηση κάποιων από αυτές — μα δεν λείπουν οι εκπλήξεις. Όποτε φεύγω προσπαθώ να δίνω το μήνυμα ότι βλέπω μόνο μπροστά, για να πείσω τόσο τον εαυτό μου, όσο και αυτούς που δυσκολεύονται περισσότερο με τον αποχωρισμό. Στο κάτω-κάτω της γραφής, θεωρώ ότι η αισιοδοξία βοηθά και παρασέρνει θετικά όταν τη μοιράζεσαι και ότι η όποια απαισιοδοξία πρέπει να παραμένει κάπως πιο ατομική υπόθεση. Δεν μιλώ για έναν υποκριτικό θετικισμό, αλλά για μια συνειδητή και ειλικρινή προσπάθεια εστίασης σε ό,τι βρίσκεται μπροστά, χωρίς αυταπάτες, αλλά και χωρίς φόβο. Σε κάθε περίπτωση, γερνάς πραγματικά όταν αφήσεις τις αναμνήσεις να γίνουν ισχυρότερες από τα σχέδιά σου.

Φεύγοντας, άφησα πίσω μου μια πλειάδα νέων, εξαιρετικών γνωριμιών, συναντήσεων με ανθρώπους που έχω στην καρδιά μου εδώ και χρόνια, αλλά και με έντονη την εικόνα μιας Ελλάδας πολύ διαφορετικής από αυτή από την οποία κάποτε ήλπιζα περισσότερα. Με πολλούς φίλους συμφωνούμε στο τι πρέπει να γίνει για να «τα πάμε καλύτερα» και με άλλους είμαστε σε εντελώς διαφορετική τροχιά. Έχω από καιρό επιλέξει να μην αφήνω τέτοιες διαφορές —αν δεν είναι ακραίες— να επηρεάζουν τις σχέσεις μου. Με ανησυχεί αρκετά περισσότερο το να μη γίνονται τέτοιες συζητήσεις, γιατί εχθρός του τέλματος είναι η κίνηση, που μπορεί μεν να φέρνει συγκρούσεις, αλλά δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για αλλαγές.

Μπαίνοντας στο αεροπλάνο, στέλνοντας κάποια τελευταία μηνύματα και κάνοντας κάποια σχέδια για τις επόμενες ημέρες, κάνω έναν τελικό απολογισμό. Θα επιστρέψω σύντομα. Θα ξαναειδωθούμε. Θα είμαστε καλά: πρέπει να είμαστε καλά. Δεν θα είμαστε ακριβώς οι ίδιοι, αλλά αυτό μπορεί να είναι και το ζητούμενο. Το έχει περιγράψει όμορφα και περιεκτικά ο Μπρεχτ, σε μια από τις «Ιστορίες του κ. Κόυνερ», «Το ξαναντάμωμα»:

Ο κ. Κ. αντάμωσε κάποιον που είχε να τον δει πολύ καιρό. Μα εσείς δεν αλλάξατε καθόλου, του είπε ο άλλος καθώς τον χαιρετούσε. Οχ, έκανε ο κ. Κ., και χλώμιασε.

Καλή και ευτυχισμένη χρονιά σε όλους, εις το επανιδείν!