Η κοινή λογική

C
Χρήστος Γραμματίδης

Η κοινή λογική

Ο Γιώργος Λάνθιμος είναι ένας από τους πιο ξεχωριστούς σύγχρονους σκηνοθέτες. Οι ασυνήθιστες σάτιρές του «κουμπώνουν» υπέροχα πάνω στην ατέρμονη ικανότητα της ανθρωπότητας να αυταπατάται. Είναι κρίμα λοιπόν που, κατά τη δική μου γνώμη τουλάχιστον, το ντεμπούτο του Λάνθιμου στην αγγλική γλώσσα με το «The Lobster» θυμίζει το «My Blueberry Nights» του Wong Kar-Wai: και στα δύο φιλμ οι σκηνοθέτες, ενώ έχουν στη διάθεσή τους υψηλού προφίλ διεθνείς αστέρες (συμπεριλαμβανομένης και στις δύο περιπτώσεις της Rachel Weisz), τελικά ελαφρώς αστοχούν.

Και λέω «ελαφρώς» γιατί υπάρχουν πολλά καλά να επισημανθούν. Ο Λάνθιμος επεκτείνει (αλλά και λειαίνει) τη θεματική των προηγούμενων ταινιών του. Και πάλι, η ζωή στο φιλμικό σύμπαν αποτελεί μια μορφή παιχνιδιού ρόλων. Και πάλι, το φιλμ είναι μια κατασκευή που ξετυλίγεται με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει την ανάπτυξη των χαρακτήρων και την απρόβλεπτη επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος πάνω στην ιστορία. Τα υπόγεια ρεύματα του φιλμ υποβοηθούνται από την εξαιρετική δουλειά της κάμερας του Θύμιου Μπακατάκη: συχνά μόνο το πρόσωπο αφορά την κάμερα, παραμένει στο επίκεντρο, με το υπόλοιπο της εικόνας να μειώνεται σε μια αινιγματική θάλασσα από σχήματα και χρώματα, καθώς ο χαρακτήρας παραπαίει σε ένα μόλις και μετά βίας κατανοητό περιβάλλον.

Όπως και ο «Κυνόδοντας», το «The Lobster» εκκινεί από τη δημιουργία ενός ερμητικού συστήματος που βασίζεται σε εξωφρενικά αυθαίρετες αρχές: στην τωρινή ταινία, μια δυστοπική κοινωνία όπου οι singles, όπως ο θλιμμένος ήρωας David (Colin Farrell), συγκεντρώνονται σ’ ένα ξενοδοχείο και έχουν 45 ημέρες για να βρουν σύντροφο — εάν αποτύχουν, μεταμορφώνονται σε ένα ζώο της επιλογής τους. Κατά τον τρόπο που συνέβη και στις «Άλπεις» (ένα πραγματικά πρωτότυπο έργο, ένα έργο-σταθμό για τον σύγχρονο κινηματογραφικό υπαρξισμό), όπου μία ομάδα ηθοποιών/αυτοδίδακτων κοινωνικών λειτουργών προσπαθούν (μη πειστικά) να υποκαταστήσουν τις απολεσθείσες αγάπες των πελατών τους, ακόμη και οι πιο οικείες σχέσεις στο «The Lobster» σκόπιμα ισοπεδώνονται μέσω στομφωδών ερμηνειών, με τους ενοίκους του ξενοδοχείου να υποκρίνονται ψευδείς αιμορραγίες και ανύπαρκτες αντικοινωνικές τάσεις ώστε να ικανοποιήσουν την εμμονή των εποπτών τους: να βρουν ένα ταίρι με το οποίο μοιράζονται το ίδιο «καθοριστικό χαρακτηριστικό».

Το «The Lobster» σίγουρα δεν είναι λιγότερο φιλόδοξο από τα προηγούμενα φιλμ του Λάνθιμου, έτσι καθώς εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες του παράλογου concept του για να καταλήξει σε κάποια ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την «ελαττωματικότητα»: π.χ., βλέπουμε εμφανείς αναπηρίες, όπως το να κουτσαίνει κάποιος, να παρουσιάζονται σαν χαρακτηριστικά που φέρνουν τα άτομο πιο κοντά, όχι πιο μακριά, από τον εαυτό του και τους άλλους. Το πρόβλημα έγκειται στον τόνο της ταινίας, που αποκλίνει από το παλαιότερο, σκόπιμα απαθές στυλ του Λάνθιμου. Συγκρινόμενο με τον «ενοχλητικό» αέρα των προηγούμενων ταινιών του, το «The Lobster» φαίνεται να έχει παραδόξως λειάνει τις γωνίες του: διατηρεί τις διακοπές στην αφήγηση και τις ανακολουθίες, αλλά συχνά εντάσσοντάς τες σε ολίγον κουρασμένες κοινοτοπίες: η αυταρχική διευθύντρια του ξενοδοχείου (Olivia Colman), λόγου χάριν, σε ένα σημείο διαβεβαιώνει ένα νέο ζευγάρι ότι, εάν αντιμετωπίσουν προβλήματα, θα τους δοθούν παιδιά, πράγμα που «συνήθως βοηθάει».

Το γεγονός ότι ο Λάνθιμος οδηγεί το ωραίο στυλ του σε τέτοιες ατάκες «κοινής λογικής» είναι είτε αποτέλεσμα μιας σκόπιμης απομάκρυνσης από την τραχιά αισθητική του είτε απλώς μια μεταβατική φάση καθώς μπαίνει σε νέα χωράφια, γυρίζοντας στην αγγλική γλώσσα και με ελαφρώς υψηλότερα budgets. Είναι μια από πολλές απόψεις όμορφη αστοχία, ακόμη και μαγευτική ανά στιγμές (οι σκηνές του κυνηγιού μπορούν να σταθούν δίπλα στον Μπουνιουέλ του «Φαντάσματος της Ελευθερίας», κατά τη γνώμη μου), αλλά είναι μια αστοχία: Αποτυγχάνει στη διατήρηση της δυναμικής του ως το τέλος, δεν βρίσκει τη σωστή τονική ισορροπία, ο λυρισμός του δεν απογειώνει, αλλά αντίθετα κάνει το περιεχόμενο πιο εύπεπτο (σε σύγκριση με τις μαχαιριές των προηγούμενων φιλμ).

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα ήπιο πλην ανησυχητικό πισωγύρισμα σε μία κατά τα άλλα αλάνθαστα ανοδική σταδιοδρομία.