Η Κωνσταντινούπολη του Ευτύχη Μπλέτσα

D
Αλέξανδρος Χαρκιολάκης

Η Κωνσταντινούπολη του Ευτύχη Μπλέτσα

Πριν λίγες μέρες έτυχε και είδα στο άγιο YouΤube ένα βίντεο από την ταξιδιωτική εκπομπή που κάνει ο δημοσιογράφος Ευτύχης Μπλέτσας στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ. Εκτός της αφόρητης χαζοχαρουμενιάς, που μάλλον είναι εγγενές χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου παρουσιαστή, για άλλη μια φορά επιβεβαίωσα την άποψη που έχω εν πολλοίς διατυπώσει και εδώ σε διάφορες ευκαιρίες. Η εντύπωση που είτε έχουν είτε θέλουν να δημιουργήσουν πολλοί για την Πόλη είναι αυτή της μυστηριακής πόλης της Ανατολής, ένα μέρος με Αλί Μπαμπάδες, εξωτικά φαγητά, με πονηρούς Ανατολίτες που πουλάνε ιπτάμενα χαλιά σε μυστηριακές αγορές. Ο συγκεκριμένος μάλιστα θέλει να μας δείξει ότι η Πόλη είναι διαρκώς μέσα σε μια απέραντη χαρά, ένα ατελείωτο πάρτι γεύσεων και αισθήσεων που έχει στηθεί με απαρχή την ωραία φύση της πλατείας Τακσίμ. Κι όλα αυτά ενώ ακριβώς στην πλατεία Τακσίμ βρίσκεται το Πάρκο Γκεζί (εκεί που λέει για τα ωραία παγκάκια) στο οποίο δόθηκαν μάχες το 2013 για να διατηρηθεί στοιχειωδώς ο δημόσιος χώρος. Καμία αναφορά στο κομβικής σημασίας γεγονός, είτε γιατί δεν το γνωρίζει (στο σύμπαν του Ευτύχη αυτά δεν υπάρχουν) είτε επειδή θα του χάλαγε την αφήγηση — και, ως γνωστόν, η αφήγηση παίζει ρόλο κι όχι τα γεγονότα.

Από πρακτικής απόψεως όλη η εκπομπή είναι ένα τεράστιο λάθος. Όλες οι προτάσεις αφορούν τα πλέον τουριστικά μέρη, που έχουν τη χειρότερη δυνατή ποιότητα, και όλα αυτά περιτυλιγμένα με μία αδυσώπητη αφέλεια και ύφος έκπληκτου ροφού, χρησιμοποιώντας μία κάμερα χειρός (δεν ξέρω και τη σωστή ορολογία) με την οποία ο Ευτύχης κάνει περιστροφές γύρω από τον εαυτό του κι ενίοτε τη χαιρετά.

Ούτε τα βασικά ή αναμενόμενα δεν κάνει ο Μπλέτσας, να πάει —ας πούμε— για μια ρακή σε ένα σωστό μεϊχανέ ή να μιλήσει με κάποιον από την ομογένεια (ναι, δεν έχουν πεθάνει όλοι και είναι κάπου 4.000 ψυχές), να μας δείξει ένα μουσείο ή να μας προτείνει να δούμε κάπου μία συναυλία ή ακόμη κι έναν ποδοσφαιρικό ή μπασκετικό αγώνα. Αντιθέτως, τρώει μπαλίκ εκμέκ (αυτό που λέει ψαροσάντουιτς) στο πιο άκυρο μέρος. Τυχερός είναι που επέζησε, λέω εγώ.

Η Πόλη δεν είναι ένα μέρος όπου πας για να φας μέχρι σκασμού — έχει μουσεία (Istanbul Modern, Μουσείο της Αθωότητας και πολλά-πολλά άλλα), έχει μνημεία (την Κινστέρνα, ας πούμε), έχει νυχτερινή ζωή, έχει και εστιατόρια (όχι αυτά που μας δείχνει ο Ευτύχης!). Ακόμη και όταν προσπάθησε να πάρει την εύκολη οδό, δείχνοντας το Σισμανόγλειο Μέγαρο, δεν ήξερε ότι το Ελληνικό Προξενείο είναι λίγο πιο κάτω από το Ζωγράφειο, και ότι το Σισμανόγλειο είναι —τυπικά— η οικία του Έλληνα προξένου, ενώ ουσιαστικά χρησιμοποιείται ως πολιτιστικό κέντρο της Ελλάδας στην Πόλη. Βαθιά άγνοια δηλαδή και προχειροδουλειά.

 Εν πάση περιπτώσει: η Πόλη δεν είναι το μέρος της καλής χαράς, είναι μία μελαγχολική μεγαλούπολη που αναδεικνύει κάθε μέρα τις αδυναμίες της αλλά και τις ομορφιές της. Έτσι είναι οι όμορφες: έχουν αδυναμίες για να γίνονται ακόμη πιο ελκυστικές, πιο θελκτικές. Έτσι είναι και η Πόλη — μπορεί κάποια στιγμή να πάρεις διαζύγιο μαζί της για τον ένα ή τον άλλο λόγο, αλλά αυτός σίγουρα δεν θα είναι επειδή δεν βρήκες καλά λουκούμια (άσε, Ευτύχη, πήγες στο λάθος μαγαζί…) ή έφαγες κακοφτιαγμένο κιουνεφέ (κι αυτό λάθος, Ευτύχη…). Θα είναι επειδή σε κούρασε με τις απαιτήσεις της, σε κούρασε η θελκτικότητά της, σε έχει κάνει να τη μισήσεις και να την αγαπήσεις στον υπέρτατο βαθμό για εκείνο που πράγματι είναι — και αυτό δεν αντέχεται.

Και, Ευτύχη, μία συμβουλή: δεν είναι κάποιου τύπου κοντράστ άλλοι να είναι με τα selfie sticks και άλλοι να προσεύχονται. Απλώς οι πρώτοι έχουν έρθει για ένα συγκεκριμένο πράγμα και οι άλλοι για έναν άλλο, τελείως διαφορετικό σκοπό. Κι αυτός ο τελευταίος δεν συγκρίνεται με τον πρώτο.