Η λάθος απάντηση
Τους τελευταίους μήνες τυχαίνει να διαβάζω πολλά επιστημονικά άρθρα και κείμενα σχετικά με τα συναισθήματα της ντροπής (shame) και της τιμής (honour) –και το πώς αυτά τα δύο συνδέονται με τη βία– για τις ανάγκες μιας μελέτης που ετοιμάζω. [Η λέξη «ντροπή» όπως τη χρησιμοποιούμε στην καθομιλουμένη δεν ταυτίζεται πάντα με την ευρύτερη γκάμα εννοιών που καλύπτει ο όρος shame στην ψυχολογία και την κοινωνιολογία – που συμπεριλαμβάνει τον εξευτελισμό και την αμφισβήτηση της προσωπικής τιμής· είναι όμως ο πλησιέστερος όρος]. Σπάνια έχω συναντήσει ένα ερμηνευτικό πλαίσιο που να εξηγεί με τόσο πειστικό και συνεκτικό τρόπο συμπεριφορές σε τόσο πολλά επίπεδα – από την οικογένεια και το σχολείο μέχρι την πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις.
Η βασική δυναμική της ντροπής θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής (υιοθετώ και διασκευάζω τον ορισμό των Torres & Bergner): ένα άτομο υφίσταται (ή νομίζει ότι υφίσταται) εξευτελισμό όταν κάποιο επιχείρημα, πράξη ή προσπάθειά του (π.χ., κατάθεση άποψης, αίτηση για δουλειά, ερωτική προσέγγιση) απορρίπτεται δημοσίως από κάποιον ή κάποιους που έχουν ισχύ· και ταυτόχρονα –πέραν της απόρριψης της ουσίας– απορρίπτεται (μέσω της γελοιοποίησης ή της ταπείνωσης) το ίδιο του το δικαίωμα να κάνει εξαρχής αυτή την απόπειρα. Έτσι, το θύμα του εξευτελισμού μπαίνει στη διαδικασία της ντροπής που σηματοδοτεί τον κίνδυνο εξοστρακισμού ή απώλειας της θέσης του στην κοινότητα.
Οι εφαρμογές της έννοιας αυτής είναι πολλαπλές και οι κοινωνικές επιστήμες μόλις πρόσφατα άρχισαν να τη μελετούν συστηματικά. Ο Thomas Scheff περιγράφει πώς η καθημερινότητα στις μαζικές τάξεις του δημόσιου σχολείου μετατρέπεται σε μία «κοιλάδα ντροπής» στην οποία οι μαθητές μαθαίνουν ότι, για να επιβιώσουν του εξευτελισμού που προκαλεί η λάθος απάντηση (ή ακόμη και η σωστή απάντηση αλλά με τη λάθος προφορά, τα λάθος ρούχα ή τη λάθος εμφάνιση), προτιμότερη είναι η σιωπή. Η περιγραφή του Scheff μού έφερε στον νου τη διάδραση στα κοινωνικά μέσα, όπου συχνά η «λάθος απάντηση» οδηγεί σε εξευτελισμό της προσωπικότητας αυτού που τη διατυπώνει. Με άλλα λόγια, η ίδια η διατύπωση της άποψης σηματοδοτεί ηθική έκπτωση και οδηγεί σε εξευτελισμό· δηλαδή, όχι μόνο σε απόρριψη του περιεχομένου του επιχειρήματος, αλλά σε (ηθική) απόρριψη του δικαιώματος του άλλου να φέρει την άποψη αυτή. Μία κηλίδα ανηθικότητας αρχίζει να λερώνει το εικονικό μέτωπό του.
Οι προσωπικές επιθέσεις (ad hominem, δολοφονία χαρακτήρα, αμφισβήτηση ήθους, ακεραιότητας ή προθέσεων του άλλου) είναι εξαιρετικά διαδεδομένη πρακτική στα κοινωνικά μέσα. Ως αποτέλεσμα, πολλοί χρήστες επιλέγουν την ασφαλή οδό της σιωπής προκειμένου να μη δώσουν τη «λάθος απάντηση». Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι συμφωνούν με το κοινωνικό consensus· απλώς, είτε εσωτερικεύουν τον εκφοβισμό, είτε «μιλάνε» με διαφορετικό τρόπο (π.χ. <,στην κάλπη). Πολλοί άλλοι χρήστες περιχαρακώνονται σε μία διαδικτυακή φούσκα (filter bubble) «καθαρίζοντας» τον κοινωνικό τους κύκλο από διαφωνούντες με βάση διάφορες «κόκκινες γραμμές», δηλαδή με κριτήριο τη στάση του άλλου σε συγκεκριμένα θέματα (issues) που είναι αδιαπραγμάτευτα (οι αλγόριθμοι των κοινωνικών μέσων συχνά μας ωθούν προς αυτή την κατεύθυνση). Τέλος, κάποιοι άλλοι μεταβολίζουν τον εξευτελισμό σε επιθετική συμπεριφορά – είτε έναντι αυτών που τους ταπείνωσαν, είτε αδιακρίτως έναντι οποιουδήποτε άλλου χρήστη με τον οποίο φαίνεται να διαφωνούν. Πολλές φορές τα θύματα διαδικτυακών επιθέσεων είναι «παράπλευρες απώλειες» συσσωρευμένης ντροπής ενός χρήστη.
Επειδή οι περισσότεροι –εάν όχι όλοι– μπορούμε να ταυτιστούμε με τον ρόλο του Άλλου, του outsider, του λούζερ στο σχολείο, θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε αυτόν (ή, έστω, ως άσκηση συναισθηματικής νοημοσύνης να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση αυτού) που για τον άλφα ή βήτα λόγο –επειδή είναι από φτωχή οικογένεια, επειδή η μάνα του ήταν αντισυμβατική, επειδή ο πατέρας του τους εγκατέλειψε, επειδή έχει σπυράκια ή σιδεράκια, επειδή διαβάζει πολύ, επειδή διαβάζει λίγο, επειδή γράφει ανορθόγραφα, επειδή ψευδίζει ή κεκεδίζει, επειδή σκέφτεται διαφορετικά, επειδή αργεί να τα πιάσει, επειδή κανείς δεν του έμαθε πώς να συμπεριφέρεται μέσα στην ομάδα, επειδή κανείς δεν του έμαθε πώς να μαθαίνει να συμπεριφέρεται–, αυτόν λοιπόν που, μέσα σε μία γεμάτη τάξη με φορτισμένους εφήβους, δίνει τη «λάθος απάντηση» ή τη σωστή απάντηση με τον λάθος τρόπο. Και μετά θα ήταν χρήσιμο να αναλογιστούμε ποιες θα ήταν οι αντίστοιχες συμπεριφορές αυτού του περιθωριακού Άλλου στα κοινωνικά μέσα.
Στο διαδίκτυο –όπως και στο σχολείο, όπως και σε κάθε άλλο κοινωνικό περιβάλλον– επικρατούν σχέσεις και δυναμικές ισχύος. Κάποιοι, δικαίως ή αδίκως (μάλλον δικαίως, αν κρίνουμε με βάση τον νόμο της ελεύθερης αγοράς και της ικανότητας να «διαβάζουν» και να προσαρμόζονται στο περιβάλλον και να παράγουν περιεχόμενο που οι πολλοί θεωρούν ότι τους αφορά), έχουν περισσότερη ισχύ και επιδραστικότητα από άλλους. Αυτοί έχουν και τη μεγαλύτερη ευθύνη να προστατέψουν, να ακούσουν, να εντάξουν, να εμπλακούν με τους Άλλους. Όχι (μόνο) ηθική ευθύνη, αλλά λειτουργική. Γιατί, όταν στο περιθώριο ή στο στόχαστρο του πλήθους βρίσκεται ένα άτομο ή μια πολύ μικρή μειοψηφία ατόμων, αυτό αποτελεί προσωπική τραγωδία για τα συγκεκριμένα άτομα και ηθική τραγωδία για το πλήθος. Όταν όμως το στόχαστρο γίνεται ο κώδικας καθημερινής επικοινωνίας, και το «περιθώριο» γίνεται η πλειοψηφία, κι όταν η πεφωτισμένη ελίτ γίνεται από θύτης θύμα του εξευτελισμού, κι όταν τα μέλη της κοινότητας ανασυντάσσονται σε καθημερινή βάση ως οργισμένα πλήθη (διαφορετικά κατά περίσταση και κατά θέμα) και όχι ως ευάλωτα άτομα με ενσυναίσθηση, κι όταν τα χαρακώματα γίνονται ολοένα και βαθύτερα, τότε υπάρχει θέμα επιβίωσης του συνόλου.
Εννοείται φυσικά ότι το σχολείο (όπως και τα κοινωνικά μέσα) είναι απλώς μία μικρογραφία των αδυναμιών και των προτερημάτων της ευρύτερης κοινωνίας. Εννοείται επίσης ότι –όπως έχει περιγράψει η κοινωνιολογία και ειδικά ο Norbert Elias– η κοινωνική πίεση μέσω από νόρμες και τρόπους συμπεριφοράς (και της ντροπής ως ρυθμιστή) επέτρεψε στην αστική κουλτούρα να αναπτυχθεί, στους ανθρώπους να συγχρωτίζονται στα διαμερίσματα των πόλεων χωρίς να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον, και στην κοινωνία να οργανωθεί ως συγκροτημένη κοινότητα. Με άλλα λόγια, ένα κοινωνικό σύστημα χωρίς νόρμες, χωρίς αξιακά φορτισμένους κανόνες –και χωρίς την αποτρεπτική λειτουργία της ντροπής–, σύντομα θα εξελισσόταν σε αναρχία, δηλαδή σε αστική ζούγκλα.*
Ωστόσο, όλες ανεξαιρέτως οι σχετικές μελέτες δείχνουν ότι η ντροπή (ή ο εξευτελισμός) είναι μία από τις συνηθέστερες –εάν όχι η βασικότερη– αιτία βίας και εύκολα δημιουργεί φαύλους κύκλους (ή «σπιράλ») ντροπής, πικρίας, οργής, εκδίκησης και επιθετικότητας. Είναι δε ο λιγότερο αποτελεσματικός τρόπος να πείσεις κάποιον (ή τους άλλους) ότι έχεις δίκιο.
ΥΓ: Όλα αυτά τα έγραψα με αφορμή αντιδράσεις (καλών, κατά τα λοιπά) φίλων σε αναρτήσεις ή σχόλια δικά μου, αλλά και άλλων, τους τελευταίους μήνες σχετικά με την τεράστια συζήτηση για τη σεξουαλική παρενόχληση και την καμπάνια #metoo. Είναι πολύ εύκολο να προσβληθεί κάποιος από μία άποψη. Κι εμένα θα μου ήταν πολύ εύκολο, τις άπειρες φορές που αντιμετώπισα ομοφοβία εντός και εκτός διαδικτύου –σχόλια τα οποία αμφισβητούσαν θεμελιώδη στοιχεία, από την ηθική μου υπόσταση μέχρι την πνευματική και ψυχική μου υγεία και από την ισότιμη συμμετοχή μου στο κοινωνικό σύνολο μέχρι την ικανότητά μου να μεγαλώσω παιδιά–, να θυμώσω, να καταδικάσω ή να απαξιώσω την προσωπικότητα αυτού που έφερε αυτές τις απόψεις. Όμως τις περισσότερες φορές οι απόψεις αυτές δεν έκρυβαν κακή πρόθεση ή απειλή· ήταν απλώς θέμα άγνοιας, ελλιπούς αντίληψης ή εξοικείωσης με το διαφορετικό (κάποιες φορές δε, έκρυβαν την προσωπική ντροπή του άλλου για τον εαυτό του). Ο αποτελεσματικότερος τρόπος αντιμετώπισης της άγνοιας δεν ήταν η σύγκρουση, η καταγγελία και ο εξευτελισμός του άλλου –το να φοράς δηλαδή την πανοπλία του πολέμου– αλλά αντιθέτως η προσπάθεια σταδιακής προσέγγισης, η υπομονή και ο εντοπισμός του πυρήνα του φόβου του μέχρι ο άλλος να συνειδητοποιήσει ότι δεν τον απειλείς, ότι είσαι κι εσύ σαν κι αυτόν.
* Και, ναι, υπάρχει και πρέπει να υπάρχει κώδικας συμπεριφοράς (etiquette) στα κοινωνικά μέσα. Όχι, το σχόλιο δεν πρέπει να είναι υπερτριπλάσιας έκτασης του αρχικού ποστ. Όχι, δεν αρκεί να πετάς ένα λινκ ως αντεπιχείρημα όταν ο άλλος έχει κάτσει κι έχει γράψει ένα σεντόνι επιχειρηματολογίας. Όχι, δεν χρειάζεται να σχολιάζεις τους πάντες και τα πάντα. Όχι, μην απευθύνεσαι στον άλλον στον ενικό όταν δεν έχετε ξαναμιλήσει και δεν σου έχει δώσει το δικαίωμα (ασχέτως ηλικίας ή επαγγέλματος). Όχι, δεν είσαστε φιλαράκια με τον άλλον επειδή έχετε ανταλλάξει δέκα likes. Και, ναι, η ορθογραφία, η στίξη και οι συμβάσεις της γλώσσας υπάρχουν για κάποιον συγκεκριμένο λειτουργικό λόγο. Και, όχι, το να γράφεις και να σχολιάζεις ανώνυμα ή με ψευδώνυμο και χωρίς καμία φωτογραφία σου, χωρίς να φαίνεται πουθενά το πρόσωπό σου, τα μάτια σου, με γυαλιά ηλίου και καπέλα και μαντίλες και κράνη (εκτός εάν υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι, π.χ. πνευματικής υγείας ή προσωπικής ασφάλειας), δεν είναι ούτε έξυπνο, ούτε «υπεράνω»· είναι απλώς δειλό και κακόβουλο (και, ναι, αυτή η πρόταση έχει στόχο τη δημιουργία ντροπής). Το να υπογράφεις με το πραγματικό σου όνομα είναι ο ελάχιστος όρος ισοτιμίας πάνω στον οποίο μπορεί να χτιστεί οποιοσδήποτε πολιτισμένος διάλογος.