Η νεκρή μητέρα

L
Ειρήνη Αγαπηδάκη

Η νεκρή μητέρα

Τη δεκαετία του 1960, ο Donald Winnicott περιέγραψε την «αρκετά καλή μητέρα» ως εκείνη που διαθέτει τον εαυτό της για να χρησιμοποιηθεί από το παιδί, ώστε να καλύψει τις ανάγκες του για τροφή, ασφάλεια, αγάπη και «καθρέφτισμα». Προσφέρεται δηλαδή να γίνει ο δίαυλος του παιδιού με τον κόσμο αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό. Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις όπου η «αρκετά καλή μητέρα» του Winnicott δεν υφίσταται. Αντίθετα, η μητέρα αδυνατεί να διαθέσει τον εαυτό της στο παιδί και, αντ’ αυτού, προβάλλει τη δυσφορία της για εκείνο και τη σχέση μαζί του, τη δυσαρέσκεια δηλαδή που αισθάνεται η ίδια για τον εαυτό της. Μάλιστα, για να μη βιώσει τον θυμό που διατηρεί προς τον εαυτό της (π.χ., που έκανε παιδί ενώ στην πραγματικότητα δεν ήθελε), προτιμά να εκλογικεύει την κατάσταση και να θυμώνει λέγοντας ότι το παιδί της είναι αρκετά απαιτητικό, δεν συμμορφώνεται με αυτά που εκείνη θέλει, πεινάει συχνά κ.ά.

Υπάρχουν περιπτώσεις που η μητέρα χάνεται, πραγματικά ή συμβολικά. Το πρώτο είναι προφανές. Το δεύτερο συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, μια μητέρα πάσχει από κατάθλιψη ή δεν επιδιώκει (για διάφορους λόγους) να αποκτήσει μια ουσιαστική σχέση με το παιδί της. Τότε, αντί να αποτελεί μια σταθερή πηγή ζωντάνιας, καταντά συνώνυμο του απόμακρου, είναι «ωσεί παρούσα». Μια κρύα, σχεδόν άψυχη φιγούρα, την οποία το παιδί δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει για να τραφεί ψυχικά και να αναπτυχθεί. Αυτή η απόσυρση της μητέρας από τη σχέση βιώνεται από το παιδί ως απώλεια με ανυπολόγιστες συνέπειες. Το παιδί δεν χάνει απλώς τη μητέρα του, αλλά τη μητέρα μέσα του — χάνει, δηλαδή, ένα κομμάτι του εαυτού του.

Η σχέση με τους ανθρώπους δεν λαμβάνει χώρα μόνο έξω από το δέρμα μας, αλλά κυρίως εσωτερικά. Υπάρχει μια εξωτερική μητέρα και ένας εσωτερικός χώρος, μια μορφή στον ψυχισμό, «ένα δωμάτιο» που νοηματοδοτείται ως μητέρα. Αυτή η μορφή καθορίζει και την ικανότητά μας για αγάπη, για το αν αισθανόμαστε ότι αξίζουμε κλπ. Όταν η μητέρα χαθεί, είτε εξαιτίας φυσικής απώλειας είτε επειδή η μητέρα έχει κατάθλιψη, είτε επειδή χρησιμοποιεί το παιδί για να καλύψει τις δικές της ανάγκες κ.ο.κ., εγκαθίσταται συχνά στον ψυχισμό ένα καταστροφικό μορφοείδωλό της, που επηρεάζει καθοριστικά τον εαυτό του παιδιού. Η απόσυρση της μητέρας από τη σχέση βιώνεται ως μη ανεκτή από το παιδί. Έτσι, προσπαθεί να επανασυνδεθεί μαζί της, όχι μιμούμενο τη μαμά του σαν να ήταν εκείνη, αλλά με το να γίνεται εκείνη. Αν η μαμά, για παράδειγμα, δείχνει στο παιδί ότι το μισεί, το παιδί δεν θα δείξει απλώς μίσος στη μαμά, αλλά θα μισήσει τον εαυτό του. Υποκαθιστά τη λειτουργία της μητέρας μέσα του με πανομοιότυπο σχεδόν τρόπο.

Οι άνθρωποι που έχουν υποστεί αυτό το ψυχικό τραύμα —είχαν δηλαδή μια «νεκρή» ψυχικά μητέρα— διατηρούν μια ψυχική οργάνωση που μοιάζει με την κατάσταση «walking dead», δεν αισθάνονται ακριβώς ζωντανοί, ούτε είναι φυσικά νεκροί, είναι όμως ψυχικά απονεκρωμένοι. Διατηρούν έναν εαυτό που μπορεί μεν να δείχνει ότι αγαπά, αλλά εγκαταλείπει ξαφνικά τον άλλο με τρόπο που τον τραυματίζει, ώστε να επαναβιώνεται το τραύμα που έχουν οι ίδιοι υποστεί. Έχουν την ανάγκη να επαναλαμβάνουν στην πράξη αυτές τις καταστάσεις, ώστε να αισθάνονται μια ιδιότυπη «ζωντάνια» της «βαλσαμωμένης» μητέρας μέσα τους.

Κάνοντας, εάν μας επιτρέπεται, ένα άλμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, με ψυχικούς όρους, και η πολιτική εξουσία ενέχει μία διάσταση γονεϊκότητας. Ειδικά στα πρόσωπα που κυβερνούν κάθε φορά, συμβολοποιείται η διάσταση του Πατέρα, αλλά και της Μητέρας. Αν ο Πατέρας ταυτίζεται με το όριο, την επιβολή του νόμου και την Οικονομία, η Μητέρα αποκτά πρόσωπο στους θεσμούς που σχετίζονται με την εργασία, το κοινωνικό κράτος και το σύστημα υγείας. Σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική, η επιτυχής διακυβέρνηση ταυτίζεται με την «αρκετά καλή μητέρα» του Winnicott, η οποία διαθέτει τον εαυτό της για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των πολιτών μέσω του κράτους και των θεσμών, διατηρώντας παράλληλα τα όρια (checks and balances του δημοκρατικού πολιτεύματος), ώστε να απολαμβάνουν και τα δύο μέρη (πολίτες-πολιτικοί) τη σχέση και τα οφέλη που προκύπτουν από αυτήν.

Όταν όμως τα άτομα που επιλέγουν να ασχοληθούν με την πολιτική έχουν ως κύριο μέλημα την κάλυψη των δικών τους αναγκών για εξουσία, χρήματα ή ό,τι άλλο, αποτυγχάνουν να αποτελέσουν πόρο για τους πολίτες, όπως μια πραγματική μητέρα που έκανε παιδιά για να εξασφαλίσει τον γάμο, ή για να καλύψει τις προσωπικές της ανάγκες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το πολιτικό σύστημα μοιάζει με τη «νεκρή μητέρα». Αποτελεί ένα μητρικό σύμβολο αποτραβηγμένο στο εσωτερικό του κέλυφος, που ζει στον κόσμο μιας παντοδύναμης φαντασίωσης, χωρίς καμία δυνατότητα επεξεργασίας της πραγματικότητας, των ματαιώσεων που τη συνοδεύουν και, κυρίως, χωρίς καμία δυνατότητα να συνδεθεί πραγματικά με τους πολίτες. Η αδυναμία σύναψης μιας πραγματικής και ζωντανής σχέσης με τους πολίτες στο πλαίσιο μιας σχέσης αμοιβαίου σεβασμού και εμπιστοσύνης δεν είναι μόνο δυσάρεστη: είναι καταστροφική.

Η πολιτική εξουσία, σε αυτή την περίπτωση, δεν φέρεται σαν τη «νεκρή» μητέρα, αλλά γίνεται η «νεκρή μητέρα», η οποία χρησιμοποιεί κάθε μέσο προκειμένου να διατηρήσει τα κεκτημένα της. Ο λόγος της είναι κυνικός, επιθετικός και καταθλιπτικός, οι πράξεις της καταστροφικές και σαδιστικές.

Δεν καταστρέφει επειδή θέλει να εκδικηθεί τους πολίτες, αλλά επειδή αυτός είναι ο μόνος τρόπος που γνωρίζει για να υπάρχει.