Η παρακμή της Ανατολής

P
Κυριάκος Αθανασιάδης

Η παρακμή της Ανατολής

Καθώς έτυχε να διαβάσω αρκετά την «Παρακμή της Δύσης» του Όσβαλντ Σπένγκλερ και να εντυπωσιαστώ πολύ από όσα (και όπως) γράφονται εκεί, το μυαλό μου γυρίζει πολύ συχνά — κανείς θα έλεγε μονομανιακά— στα συμπεράσματά του, καθώς και στον άφταστο τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνει την αναλυτική του σκέψη. Ο μέγας αυτός φιλόσοφος της Ιστορίας, αφού μελέτησε εξονυχιστικά τη βιβλιογραφία όλων των πολιτισμών που υπήρξαν ποτέ στη γη (εξονυχιστικά και διεξοδικότατα: σπιθαμή προς σπιθαμή, ενέργεια προς ενέργεια, τάση προς τάση), διαπίστωσε τα αναλογικώς κοινά τους χαρακτηριστικά: όλοι τους, κατέληξε, μολονότι βέβαια ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο (φανταστείτε την Κίνα και τους Αζτέκους), διέπονται από μία κοινή και αναγκαία, μια «οργανική» νομοτέλεια, που καθορίζει και προδικάζει το πεπρωμένο τους. Οι πολιτισμοί έχουν πεπρωμένο, έχουν «γραφτό». Και κάποια συγκεκριμένη στιγμή είναι γραφτό τους να πεθάνουν. Τη θέση τους στις ιστορικές δέλτους θα πάρει κάποιος άλλος, ή κάποιοι άλλοι.

Ο ευρυμαθής Γερμανός μελετά τους πολιτισμούς της Ιστορίας του ανθρώπινου γένους σαν ξεχωριστές «οντότητες», σαν μεγαλοοργανισμούς στον χώρο και στον χρόνο που γεννιούνται, αναπτύσσονται, φτάνουν στην ακμή τους, περνούν σε φάση παρακμής, γερνούν και εντέλει, ξαναλέμε, παθαίνουν —  όπως κάθε οργανισμός, όπως καθετί ζωντανό. Δεν υπάρχει, μας διδάσκει, μία Ιστορία, γραμμική και εύκολη στην αποτύπωσή της, ένα σχήμα που να ξεκινά από τη Μεσοποταμία, να θάλλει στη Μεσόγειο, να φθίνει στον Μεσαίωνα, να ξαναπετιέται στην Αναγέννηση και να έρχεται καμαρωτό-καμαρωτό στη Βιομηχανική Επανάσταση, στους Παγκόσμιους Πολέμους και στην Παγκοσμιοποίηση — υπάρχουν ανεξάρτητα μεταξύ τους πολιτισμικά πλάσματα, που όμως φέρουν κοινά χαρακτηριστικά: μεγάλες αναλογίες. Μοιάζουν τρομερά, όπως μοιάζουν μεταξύ τους και οι εξωγήινοι πολιτισμοί που μας προσφέρει η Επιστημονική Φαντασία.

Έτσι λοιπόν —και για να μην αναφερθούμε καν στον Μεξικανικό και στον Κινέζικο— πέθανε ο Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, έτσι είχε πεθάνει πιο πριν ο Αιγυπτιακός, έτσι πέθανε κατόπιν ο Αραβοβυζαντινός, και έτσι θα πεθάνει κάποια μέρα και ο Σύγχρονος, ο Δυτικός, που (προσοχή εδώ) αφορά, λέει ο Σπένγκλερ, μόνο τη Δύση και τους λαούς της (τον λεγόμενο Φαουστικό Άνθρωπο) ή όποιον εντάσσεται οικεία βουλήσει, ψυχή τε και πνεύματι, στον δυτικό κόσμοι και στις αξίες του: οι υπόλοιπες εθνικές συγκεντρώσεις χαρακτηρίζονται απλώς ως «φελαχολαοί».

Ένας τέτοιος είναι και η Ελλάδα (κι ας μας λείπουν οι κελεμπίες), που μαζί με τους υπόλοιπους φελάχους του πολιτισμού τού σήμερα παρακολουθεί ανήμπορη καν να κατανοήσει τι γίνεται στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο — τι γίνεται και γιατί γίνεται. Φαντάσματα φαντασμάτων της Ιστορίας, ξεβρασμένοι στο παρόν από τυχαία περιστατικά (ή από την ηθελημένη και αριστοκρατική μυωπία του ιστορικού σάρωθρου), απλώς είναι εδώ και χαζεύουν: χάσκοντας. Κι αυτοί όμως οι φελαχολαοί, ιστορικοί μικροοργανισμοί πλέον, μικρο-πολιτισμοί, βιώνουν τις ίδιες απαραίτητες περιόδους όσο καιρό βαραίνουν τη γη: γεννήθηκαν (καλήν ώρα όπως κι εμείς, τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, φευ, και όχι πιο πριν, όπως αντεθνικά διαδίδουν έναν αιώνα τώρα οι καλοθελητάδες και οι σοφολογιότατοι), ήκμασαν (το κατά δύναμιν), παρακμάζουν (έξαλλα, μιμούμενοι τον σύγχρονό τους πολιτισμό και καταναλώνοντας μιμητικά τα προϊόντα του) και θα πεθάνουν. Οριστικά. Θα πάψουν να είναι καν φελαχολαοί.

Κατά Σπένγκλερ πάντα, το στάδιο που σηματοδοτεί τον επερχόμενο θάνατο των πολιτισμών λέγεται Τεχνολογικό, και βρίσκεται σε αντίθεση με το προηγούμενο, το Πνευματικό, κατά το οποίο, για να το θέσουμε και αυτό εντελώς σχηματικά, όλοι οι πολιτισμοί συνθέτουν πελώρια έπη και εξαίσιες μουσικές, χτίζουν ρωμαλέες πόλεις και λαμπρά κτίρια, γράφουν σπουδαία βιβλία, οργανώνουν τα άστεά τους και τους κώδικες υπό τους οποίους οι κοινωνίες τους θα ευημερήσουν και θα αναπτυχθούν — με μια λέξη: προοδεύουν, δηλαδή αναζητούν την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, την ευτυχία και την ευρωστία. Στο Τεχνολογικό στάδιο, όλα αυτά μπαίνουν σιγά-σιγά στην πάντα για έναν κύριο λόγο: για να συντηρηθούν τα κεκτημένα και για να διασφαλιστούν οι πόροι. Τελεολογικά, αυτό το στάδιο οδηγεί αμετάκλητα στον θάνατο ενός εκάστου πολιτισμού. (Να σημειωθεί εδώ ότι δεν είναι σοφό να τα βλέπει όλα αυτά κανείς με ηθικούς όρους: δεν είναι ούτε καλά, ούτε κακά: είναι το ανθρώπινο δράμα, απλώς. Και είναι σπουδαίο).

Έτσι και με την Ελλάδα. Τα καμώματα των καιρών (πάρτε όποιο θέλετε: από το σκίσιμο των ρούχων κάποιου Αγανακτισμένου πριν μια χούφτα χρόνια επειδή τού έκοψαν το δέκατο επίδομα που ληστρικά έπαιρνε, μέχρι την αθώωση κάποιου πανεπιστημιακού που λαδωνόταν από φοιτητές για να τους περάσει μαθήματα ενώ ταυτόχρονε δημοσίευε ξένες ανακοινώσεις για δικές του, από τη λύσσα όσων έχουν κλειστά επαγγέλματα —χουντική προίκα— μέχρι τα αστραφτερά μάτια ανθρώπων κοντά ή εντός της εξουσίας που ονειρεύονται εποχές Mad Max για να ηγούνται μιας στρατιάς φτωχοδιαβόλων στην ελλαδική έρημο, από τους μυκηθμούς απίθανων τύπων αλά Ζωνιανά που καταλαμβάνουν υπουργικές θέσεις μέχρι την απαίτηση της καθ’ ημάς Αριστεράς να ταΐσει τους κρατικούς υπαλλήλους της για να αυτοσυντηρηθεί: ο καθένας μπορεί να σκεφτεί ό,τι θέλει), όλα αυτά δεν είναι καλά ή κακά — είναι η Ιστορία και τα καπρίτσια της. Είναι χαρακτηριστικά φελαχολαού.

Και, άραγε, θα πει κανείς, τι μπορεί να κάνει κανείς για να αποτρέψει το αναπόφευκτο; Ή μάλλον: μπορεί να κάνει κάτι; Δεν είμαι σίγουρος. Έχω την εντύπωση πάντως πως δεν πρέπει να απελπίζεται κανείς για το ανέφικτο της αντίστασης απέναντι στην Ιστορία. Το γεγονός ότι θα χάσουμε είναι γνωστό. Είναι ανάγκη, όμως, να αγαπάμε και να ελπίζουμε δουλεύοντας για το αύριο, σήμερα. Είναι ανάγκη, και είναι ο μόνος δυνατός ηρωισμός.

[ Δημοσιεύτηκε στην Ελευθερία του Τύπου, την Κυριακή 23.7.17 ].