Η συγγραφέας [Φεμινισμός και λογοτεχνία, 2]

L
Σαπφώ Καρδιακού

Η συγγραφέας [Φεμινισμός και λογοτεχνία, 2]

«Το να βγάζεις ένα βιβλίο στην Ελλάδα είναι συχνά ένα πρόβλημα. Ακόμα συχνότερα, είναι μια περιπέτεια. Σε γενικές γραμμές, τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζεις όταν βγάζεις ένα βιβλίο, στη χώρα αυτή, είναι: 1. Να βρεις ποιος θα το εκδώσει. Και μετά: 2. Να βρεις ποιος θα το διαβάσει. 3. Για ορισμένους συγγραφείς υπάρχει και ένα τρίτο πρόβλημα: Να βρεις ποιος θα το γράψει». Φρέντυ Γερμανός.

Από τη γένεση του γραπτού λόγου, είναι να αναρωτιέται κανείς πώς προέκυψε η κατάσταση που οι Gilbert και Gubar χαρακτηρίζουν «anxiety of influence», ανησυχία της επιρροής, που διακατείχε τις λογοτέχνιδες του 19ου αιώνα. Με προκατόχους του αντίθετου φύλου να ρίχνουν βαριά σκιά στη λογοτεχνία της εποχής, οι γυναίκες που επιχειρούσαν να γράψουν και να εκδώσουν δεν έβρισκαν την έμπνευση και την ενθάρρυνση που εξασφαλίζει η ταύτιση με ομότεχνους-πρότυπα. Στην αναζήτηση ταυτότητας, οι συγγραφείς και ποιήτριες πριν τον 20ό αιώνα είτε έπρεπε να ανατρέξουν στην αρχαιότητα είτε να δημιουργήσουν το δικό τους στίγμα. Προτίμησαν σοφά το δεύτερο. Και ανταμείφθηκαν.

Είχε πρωτοχαράξει ο 15ος αιώνας όταν η Κριστίν ντε Πιζάν, απαυδισμένη από τις κοινωνικές διακρίσεις κατά των γυναικών, παρουσίασε στην Ισαβέλα, Βασίλισσα της Γαλλίας, το βιβλίο της Trésor de la cité des dames, κατόπιν μεταφρασμένο στα αγγλικά ως The city of ladies. Στα τρία μέρη του βιβλίου η Πιζάν αποδομεί τον μισογυνισμό στην απεικόνιση του θηλυκού στη λογοτεχνία. Επικαλείται τη Λογική, την Ορθότητα και άλλες αξίες με τις οποίες κάνει διάλογο για να αναδείξει τη στρέβλωση της γυναικείας μορφής και υπόστασης μέσω των κυρίαρχων επιδραστικών κειμένων. Στο κεφάλαιο «Η Κριστίν ρωτά τη Λογική αν κάποια γυναίκα έχει εφεύρει νέες μορφές γνώσης» (ελεύθερη απόδοση), η «Λογική» αναφέρει τη Νικοστράτη ή Τέλφουσα (Καρμέντα για τους Ιταλούς), κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας. Μητέρα του βασιλιά Εύανδρου, ίδρυσε το Παλλάντιο, επινόησε το λατινικό αλφάβητο και κατέγραψε κανόνες για το νέο συντακτικό μορφώνοντας τους «βάρβαρους» γηγενείς που βρήκε στην Ιταλία, όταν εγκαταστάθηκε στην ανατολική όχθη του Τίβερη με τον γιο της και όσους Αρκάδες την ακολούθησαν. Μιλά ακόμη για την Αθηνά Παλλάδα, την ευφυή γυναίκα που επινόησε χαρακτήρες για το ελληνικό αλφάβητο, την τέχνη της ύφανσης, την τεχνική της παραγωγής ελαιόλαδου με τη σύνθλιψη του καρπού, την τεχνική της κατασκευής οπλισμού και πανοπλίας για τους πολεμιστές. Με την καταγωγή της να περιβάλλεται από μυστήριο, ο απλός λαός δεν άργησε να της αποδώσει θεϊκή προέλευση –θεά της Σοφίας και του Πολέμου– για να περάσει στην αθανασία μέσω της μυθολογίας.

1976, Αθήνα. Ο απόηχος της δικτατορίας δεν έχει διαλυθεί στην ατμόσφαιρα. Η κοινωνία και, συνεπαγόμενα, οι Τέχνες και τα Γράμματα ξαναβρίσκουν τα πατήματά τους μετά από μια επταετία λογοκρισίας και φίμωσης. Η γυναικεία γραφή, συγκεκριμένα, βρίσκει νέα φόρμα στον πεζό λόγο και την ποίηση· έχοντας αφομοιώσει τις επιταγές της λογοκρισίας και της πατριαρχίας, οι γυναίκες της λογοτεχνίας συνεχίζουν την αντίσταση στο χαρτί. Ανάμεσά τους η Μαργαρίτα Καραπάνου. Στο μυθιστόρημα διαμαρτυρίας κατά της λογοκρισίας Η Κασσάνδρα και ο Λύκος, επιβάλλει ένα ιδιοσυγκρασιακό στιλ γραφής, ανεξάρτητο από το κληροδότημα των αρρένων συγγραφέων της εποχής. Η ηρωίδα του βιβλίου δανείζει το σώμα και το μυαλό της στην πράξη της αντίστασης, αμφισβητώντας με σκέψεις και πράξεις τα δεδομένα που της επιβάλλονται όσο εκφράζεται ψυχοσωματικά σαν το καταπιεσμένο και παραμελημένο παιδί που είναι. Η συγγραφέας, αντί να καταδείξει και να καταγγείλει, υπαινίσσεται, προβάλλει, μεταφέρει. Φέρνει τη λογοκρισία της περιόδου της Χούντας στα μέτρα της, κάνοντας το προσωπικό πολιτικό και, ταυτόχρονα, το πολιτικό άκρως προσωπικό. Γράφει με το δικό της ύφος, δεν παίρνει τη θέση στη διαδοχή κανενός παρά δημιουργεί τη δική της στη λογοτεχνική παράδοση. Δίνει, μάλιστα, τη χαριστική βολή στην πατριαρχική κληρονομιά των λέξεων γράφοντας το βιβλίο σε μορφή ημερολογίου. Ένα είδος εντελώς προσωπικό, συνυφασμένο με τη γυναίκα και τους ενδεδειγμένους τρόπους έκφρασής της. Το ημερολόγιο αποτελούσε για αιώνες έναν από τους ελάχιστους επιτρεπόμενους τρόπους επαφής των γυναικών με τον γραπτό λόγο. Οι γυναίκες αποτρέπονταν από τη συγγραφή βιβλίων με την απαγόρευση σπουδών και την αποκαρδιωτική κριτική. Κατέφευγαν στην αποτύπωση των προσωπικών τους εμπειριών, των σκέψεων και του ανομολόγητου ανικανοποίητου σε τεφτέρια που κρατούσαν κλειδωμένα στα έπιπλα των δωματίων τους, δεμένα με κορδέλες, κλειδωμένα με λουκετάκια, μακριά από το δημόσιο βλέμμα, την επίκριση και την χλεύη.

Όσο «βλάσφημο» κι αν φανεί, παρεμφερής λογική ακολουθείται στα λογοτεχνικά «υποείδη», στην «παραλογοτεχνία», με χαρακτηριστικότερα το «ρομάντζο», το «άρλεκιν», το «ερωτικό μυθιστόρημα» – το ροζ, το οποίο η «διαχρονική» λογοτεχνική κριτική καταδικάζει από όπου κι αν προέρχεται. Παραγκωνισμένες από ένα σύστημα διαδοχής που τις αποκλείει, συγγραφείς εμπλούτισαν την παγκόσμια βιβλιογραφία προβάλλοντας το ανικανοποίητο που αναφέρεται παραπάνω σε φανταστικές και φαντασιακές πλοκές. Υπακούοντας στις συμβάσεις του ρομαντικού μυθιστορήματος –με τη σημασία που υιοθετήθηκε από τον 20ό αιώνα, ελάχιστη επαφή κρατά με τη γοτθική του ρίζα–, οι συγγραφείς του είδους στη Δύση είναι πολυγραφότατες και συντηρούν το μεγαλύτερο ποσοστό της βιβλιοπαραγωγής παγκοσμίως πολλά χρόνια τώρα. Με τη γόνιμη βιβλιογραφία τους, η κάθε Johanna Lindsey και Nora Roberts προσελκύουν εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστριες, παραδίδοντας έτοιμο target group στις διαδόχους τους, όπως εκείνες παρέλαβαν από τις προκατόχους τους.

Η αναφορά στο Φαντασιακό μάς πάει στην Επιστημονική Φαντασία, στην οποία διέπρεψαν συγγραφείς σαν την Ursula Le Guin και τη Margaret Atwood. Η γνωστή, και αφηγημένη από την ίδια, ιστορία με το ψευδώνυμο της Le Guin –τα αρχικά του ονόματός της– που θεωρήθηκε όνομα άντρα συγγραφέα (βλ. πηγές) είναι ένα απολαυστικό ανέκδοτο και αποτελεί απόδειξη των στερεοτύπων που επικρατούν στη λογοτεχνία: η Επιστημονική Φαντασία –επειδή εμπεριέχει το «Επιστημονική», φυσικά…– γράφεται από άντρες.

Ας παρατείνουμε την εύθυμη ατμόσφαιρα με δύο βιβλία της Atwood, τη Φαγώσιμη Γυναίκα και την Ανάδυση, τα αμερικανικά εξώφυλλα των οποίων «ξεγέλασαν» αναγνώστες, ή μάλλον αναγνώστριες, που αναζητούσαν ένα ρομαντικό ανάγνωσμα. Το ξεκάθαρα sci-fi περιεχόμενο δεν απέτρεψε τους εκδότες να αποδώσουν τα εξώφυλλα με ροζ φόντο, χρυσαφί σχέδια και τις σιλουέτες μίας γυναίκας και ενός άντρα σε οβάλ πλαίσια, επειδή το όνομα συγγραφέα στο εξώφυλλο ανήκε σε γυναίκα.

Παρά τις αδόκητες κατηγοριοποιήσεις στις οποίες υπόκεινται κάποιες γυναίκες συγγραφείς εξαιτίας, πρωτίστως, του φύλου τους και, δευτερευόντως, της θεματολογίας με την οποία εκφράζουν ό,τι δεν καλύπτει η «σοβαρή» και «ποιοτική» λογοτεχνία που γράφεται με αντρικές πένες, τα βιβλία τους συγκαταλέγονται δίκαια ανάμεσα στις πρώτες θέσεις των ευπώλητων. Αποτελούν το παράδειγμα και την ενθάρρυνση που χρειάζονται οι νεότερες συγγραφείς για να πιστέψουν στη δουλειά τους και να κάνουν το πρώτο βήμα προς την έκδοση. Δημιουργούν αναγνώστριες, την κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας βιβλιοπαραγωγής, διψασμένες για ιστορίες που τις εκφράζουν, για ιστορίες που καθρεφτίζουν τις εμπειρίες και τις προσδοκίες τους.

[ Για το παρόν κείμενο χρησίμευσαν στοιχεία από τις εξής πηγές: Φρέντυ Γερμανός, Τρελαθήκαμε εντελώς;, Κάκτος 1988· Christine de Pizan, The city of ladies, Penguin Books 2005· Sandra M. Gilbert & Susan Gubar, The madwoman in the attic, Yale Nota Bene 2000· Karen Van Dyck, Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές στην ελληνική ποίηση 1967-1990, Άγρα 2002· Ursula K. Le Guin, The golden age, www.newyorker.com 2012· Margaret Atwood, In other worlds. Science fiction and the human imagination, Virago Press 2011. Εικονογράφηση: August Macke, Woman Writing (1910) ].