Η Συμβουλή [3]

D
Ρωμανός Γεροδήμος

Η Συμβουλή [3]

[ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ].

Απρίλιος του 2002. Το ξυπνητήρι χτυπάει. Είναι 04:30΄ το πρωί. Όπως κάθε πρωί. Ετοιμάζομαι και ξεκινάω για τη δουλειά. Μένω στο Homerton, μία αρκετά κακόφημη γειτονιά του Hackney, που είναι μία αρκετά κακόφημη περιοχή του Λονδίνου. Την ώρα που ξεκινάω για δουλειά δεν υπάρχει προαστιακός, οπότε πρέπει να περπατήσω το ενάμισι χιλιόμετρο μέχρι το κέντρο του Hackney για να πάρω το νυχτερινό λεωφορείο. Κάθε πρωί αντιμετωπίζω το ίδιο δίλημμα: στο αριστερό πεζοδρόμιο του κεντρικού δρόμου που βγάζει στο Hackney έχει σκουπίδια και αρουραίους· στο δεξί πεζοδρόμιο έχει συμμορίες που παίζουν ξύλο. Η ιστορία των συμμοριών του Λονδίνου —το πώς έχουν χωρίσει την πόλη σε σφαίρες επιρροής, η κάθε μία με τη δική της ιεραρχία, τους δικούς της κώδικες συμπεριφοράς και ένδυσης, τα δικά της σύμβολα, τους δικούς της εμπόρους, προστάτες και βαποράκια— δεν έχει γραφτεί ακόμα. Και φυσικά δεν πρόκειται να είμαι εγώ αυτός που θα τη γράψει. Το μόνο που με νοιάζει είναι να φτάσω στη δουλειά μου. Επιλέγω τα ποντίκια.

Ανεβαίνω στο λεωφορείο 38. Μία απόσταση που κατά τη διάρκεια της ημέρας με τη γνωστή κίνηση του Λονδίνου σού παίρνει γύρω στα τρία τέταρτα με μία ώρα, τα ξημερώματα παίρνει ακριβώς 15 λεπτά. Το Λονδίνο φαίνεται ατελείωτο, όταν όμως είναι έρημο, συνειδητοποιείς πόσο σχετικά μικρές είναι τελικά οι αποστάσεις. Ο όγκος των αυτοκινήτων, των ταξί, των φορτηγών, των λεωφορείων, του πλήθους, διαστέλλει τον χώρο.

Έξω είναι ακόμα σκοτάδι. Κατεβαίνω στο Holborn, κοντά στο Βρετανικό Μουσείο. Η δουλειά μου σε κατάστημα μεγάλης αλυσίδας σάντουιτς στη Βρετανία είναι απέναντι από το Ανώτατο Δικαστήριο στο Strand. Κατεβαίνοντας την Kingsway, περνάω δίπλα από το πανεπιστήμιο από το οποίο μόλις πριν από λίγους μήνες αποφοίτησα. Η αλήθεια είναι ότι δεν φανταζόμουν ακριβώς έτσι το μέλλον…

Flash back.

Σεπτέμβριος του 2001. Είναι Τρίτη μεσημέρι. Είμαι στο κοινό δωμάτιο της φοιτητικής εστίας με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Πριν από ακριβώς μία εβδομάδα κατέθεσα τη διπλωματική μου. Έχω ξεκινήσει να ψάχνω για δουλειά. Ήρθε η ώρα να βγω από τον προστατευτικό μικρόκοσμο των σπουδών. Όπως διορθώνω το βιογραφικό μου, αρχίζω να λαμβάνω άπειρα email από το CNN. Τριγύρω μου επικρατεί αναστάτωση. Η συγκάτοικος από την Ιταλία με παίρνει τηλέφωνο, η αδερφή της είναι στο Μανχάταν. Μόλις καρφώθηκε ένα αεροπλάνο πάνω στον πύργο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Είναι Τρίτη, 11 Σεπτεμβρίου.

Είναι δύσκολο για κάποιον που δεν έζησε τα γεγονότα αυτά στη Βρετανία (και πολύ περισσότερο στην Αμερική) να αντιληφθεί το κλίμα που επικράτησε τις ημέρες, τις εβδομάδες, τους μήνες και τα χρόνια που ακολούθησαν μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα του 2001. Εάν δεν ήσουν γέννημα-θρέμμα Βρετανός, με απολυτήριο, προφορά λόγου και κυρίως δικτύωση από οικογένεια και καλό σχολείο, ήταν σχεδόν αδύνατον να προσληφθείς σε δουλειές που είχαν σχέση με πολιτική, διεθνείς σχέσεις ή ασφάλεια. (Εάν δε είχες την ατυχία να μοιάζεις με Άραβα ή Μεσανατολίτη, τότε το να βρεις δουλειά ήταν το μικρότερο πρόβλημα σου).

Ασχέτως των συνθηκών, οι επόμενοι μήνες αποδείχτηκαν οι πιο δύσκολοι της ζωής μου μέχρι και τώρα. Αυτό που πολλοί δεν συνειδητοποιούν είναι ότι το να ψάχνεις για δουλειά είναι μία πλήρης και ψυχολογικά εξοντωτική απασχόληση από μόνη της. Αναζήτηση κατάλληλων ευκαιριών και θέσεων, έρευνα για τον κάθε εργοδότη και τις δραστηριότητές του, προετοιμασία βιογραφικών και επιστολών, συγκέντρωση εγγράφων, ατέλειωτες ώρες στο φωτοτυπικό, καθημερινό στήσιμο στο ταχυδρομείο. Εάν είσαι τυχερός και σε φωνάξουν για συνέντευξη, πρέπει να προετοιμαστείς κατάλληλα, να βρεις ρούχα, να μάθεις πέντε πράγματα για αυτούς που θα συναντήσεις.

Επί μήνες περνάω τουλάχιστον οχτώ ώρες την ημέρα, κάθε μέρα, στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου στέλνοντας αιτήσεις. Το πρακτικό κομμάτι είναι κουραστικό, αλλά το πιο ψυχοφθόρο είναι η αναμονή και η μη ανταπόκριση. Για κάθε αίτηση, για κάθε επιστολή, να πρέπει να πείσεις τον εαυτό σου να ενθουσιαστεί για την ευκαιρία, να πιστέψει ότι μπορείς να τα καταφέρεις, ώστε να πείσεις και τον παραλήπτη. Το να ανοίγεις τον φάκελο και να διαπιστώνεις ότι σε απέρριψαν είναι κακό. Το να περιμένεις και να μη λαμβάνεις ποτέ καν απάντηση — είναι πολύ χειρότερο.

Μετά από έξι μήνες, 120 αιτήσεις και 8 συνεντεύξεις σε όλη τη νότια Αγγλία, συνειδητοποιώ ότι και στατιστικά πλέον αποκλείεται ποτέ να βρω δουλειά. Και κάπου εκεί όλο αυτό το πράγμα αρχίζεις να το παίρνεις προσωπικά. Όχι, δεν φταίει η οικονομία ή η έλλειψη θέσεων ή το φοβικό κλίμα: αλλά εσύ. Νιώθεις ότι ολόκληρη η κοινωνία συνωμοτεί για να μη βρεις δουλειά — ότι οι εργοδότες σού βγάζουν τη γλώσσα, σε κοροϊδεύουν. Είσαι αυτό που λέμε unemployable: μη προσλήψιμος. Περπατάς έξω από τα κέντρα ευρέσεως εργασίας και νιώθεις ακριβώς σαν ένα  άχρηστο τίποτα. Ένα μηδενικό. Μία μη οντότητα. Όσο καλή πρόθεση και να έχεις, όσο και να αγαπάς τον πλησίον σου, αρχίζεις να νιώθεις ζήλια και αποξένωση από όλους τους ανθρώπους τριγύρω σου που, πολυάσχολοι και καλοντυμένοι, τρέχουν στις δουλειές τους. Νιώθεις ότι κάποια στιγμή που εσύ έλειπες ή κοιμόσουν η κοινωνία μαζεύτηκε σε μια πλατεία και αποφάσισε να σε αποκλείσει.

Κι όταν επιτέλους λαμβάνεις προσφορά για εργασία στο σαντουιτσάδικο, νιώθεις ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου.

Flash forward.

Φτάνω στη δουλειά. Είναι 05:45΄. Το μαγαζί ανοίγει στις 7, αλλά εμείς πρέπει να είμαστε εκεί από τις 6 για να ετοιμάσουμε τις πρώτες ντάνες με τα σάντουιτς. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα συνειδητοποιήσει πόση προετοιμασία απαιτείται για να βγει ένα σάντουιτς. Και για να έχει το σάντουιτς τα ίδια ακριβώς συστατικά, την ίδια ακριβώς εμφάνιση και την ίδια ακριβώς γεύση στα εκατοντάδες καταστήματα της αλυσίδας. Ολόκληρη επιστήμη. Τα φορτηγά με τα υλικά καταφθάνουν από τις πρώτες πρωινές ώρες και αφήνουν τις κούτες. Κάθε πρωί έχουμε συνάντηση του προσωπικού με τον μάνατζερ του καταστήματος για να καταστρώσουμε τη στρατηγική της ημέρας. Ποιος θα κάνει τι. Τι ελλείψεις και προβλήματα έχουμε. Ποιοι είναι οι στόχοι της εβδομάδας. Στην κουζίνα έχουμε έναν μεγάλο λευκό πίνακα στον οποίο κάθε λίγες ώρες η προϊσταμένη σβήνει και γράφει με μαρκαδόρο τις ποσότητες που πρέπει να παραγάγουμε για το κάθε είδος, ώστε να μην έχουμε έλλειμμα ή περίσσευμα στο τέλος της ημέρας. Αυτό βασίζεται στις πωλήσεις που κάναμε χτες, την ίδια ημέρα της προηγούμενης εβδομάδας, καθώς επίσης και στη σημερινή κίνηση. Το γραφείο που εποπτεύει όλα τα μαγαζιά της περιοχής είναι σε διαρκή επικοινωνία με τον μάνατζερ. Επιθεωρητές μάς επισκέπτονται σχεδόν κάθε εβδομάδα.

Κάθε σάντουιτς έχει τη δική του διαδικασία και όλα πρέπει να γίνονται με τρομακτική ταχύτητα, τηρώντας όμως ταυτόχρονα όλους τους κανονισμούς υγιεινής και ασφάλειας. Πλύσιμο χεριών κάθε 20 λεπτά. Προσοχή με τα μαχαίρια. Κανένα υλικό έξω από το ψυγείο πάνω από τέσσερις ώρες. Κάθε ημέρα έχει το δικό της χρωματιστό αυτοκόλλητο. Η μαγιονέζα πρέπει να είναι καλά απλωμένη σε όλη την επιφάνεια του ψωμιού. Τα λαχανικά πρέπει να είναι μοιρασμένα έτσι ώστε να μην είναι κανένα λειψό. Έστω και μία περίπτωση τροφικής δηλητηρίασης μπορεί να κάνει τρομακτική ζημιά στην εταιρεία και να χάσουν άνθρωποι τις δουλειές τους.

Στην αρχή, μου παίρνει λίγο καιρό να βρω τον ρυθμό μου — να καταφέρνω να παράγω την ποσότητα των σάντουιτς για τα οποία είμαι υπεύθυνος στον χρόνο που απαιτείται. Όσο περνούν οι ημέρες, γίνομαι καλύτερος. Αυτό σημαίνει όμως ότι απαιτείται απόλυτη συγκέντρωση καθ’ όλη τη διάρκεια της εννιάωρης ή δεκάωρης βάρδιας. Εάν το μυαλό ξεφύγει έστω και λίγο, θα μείνεις πίσω. Στο τέλος της ημέρας το μυαλό είναι πουρές, και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να δεις τηλεόραση.

Το προσωπικό είναι πιο πολυεθνικό και από τον ΟΗΕ. Η Ανιέσκα από την Πολωνία που πρόσφατα μετακόμισε με τον άντρα της. Η Τζαμίλα, μια μεσόκοπη Ινδή που όλη μέρα κόβει λαχανικά. Η Μπέβερλι, μια πενηντάρα Τζαμαϊκανή που από το πρωί ώς το βράδυ τραγουδάει Bob Marley. Ο Νικ από το Κόσοβο που κάνει τους καφέδες. Η Άννα από την Ισπανία, και η άλλη Άννα από την Πορτογαλία. Ο Τζαμάλ από την Αλγερία που κάθε μερικές ώρες πάει στο δωμάτιο του προσωπικού, βγάζει το χαλάκι του και προσεύχεται. Η Σένα από τη Σενεγάλη, η αρχηγός της ομάδας. Και τόσοι άλλοι. Μόνο ο μάνατζερ είναι Βρετανός. Στην κουζίνα κάθε μέρα λιώνουμε τα CD του Ιγκλέσιας, της Γουίτνι Χιούστον και της Μαντόνα. Στα διαλείμματα μαθαίνω την ιστορία του καθενός. Κάθε Παρασκευή είναι η ημέρα του «μυστικού επισκέπτη», τον οποίο πληρώνει η εταιρία για να τσεκάρει την ποιότητα των προϊόντων μας και την εξυπηρέτηση. Όταν τα πάμε καλά, ένας από όλους μας παίρνει ένα μικρό μπόνους — αλλά όλοι γιορτάζουν. Όταν κάτι πάει στραβά, συμπαραστεκόμαστε ο ένας στον άλλο.

Στο μεσημεριανό διάλειμμα εκείνη την ημέρα κάθομαι έξω με μία από τις δύο Άννες και τρώμε. Της λέω ότι έλαβα μία πρόσκληση σε συνέντευξη, για υποτροφία διδακτορικού και δουλειά από ένα πανεπιστήμιο. Έχω αποφασίσει να μην πάω. Έχω κουραστεί. Σκέφτομαι ότι στη δουλειά τα πάω καλά. Μόλις πήρα αύξηση (50 πένες την ώρα) και έγινα Team Member Star. Σε ένα χρόνο μπορεί να γίνω trainer, που σημαίνει ότι θα μπορώ να εκπαιδεύω νέους υπαλλήλους. Το καλό με τη Βρετανία είναι πως, όταν μπεις στο σύστημα εργασίας, υπάρχουν ευκαιρίες ανάπτυξης. Το δύσκολο είναι να μπεις όταν οι πάντες απαιτούν μακρά προϋπηρεσία και εσύ έρχεσαι από μία ξένη χώρα.

Όλη αυτή η διαδικασία με έχει κάνει να αμφισβητήσω την αξία των σπουδών μου (στην Ελλάδα αλλά και στη Βρετανία), κυρίως όμως το πόσο απροετοίμαστος ήμουν για να βγω στην αγορά εργασίας. Απροετοίμαστος όχι τόσο στο επίπεδο των ευρύτερων γνώσεων, όσο της πρακτικής εφαρμογής και κυρίως σε ό,τι αφορά την κατανόηση βασικών εννοιών όπως η αγορά, η εργασία, η αξία και οι δεξιότητες του κάθε ατόμου. Δεν κατηγορώ κανέναν για τις δυσκολίες που αντιμετώπισα, και είναι σίγουρο ότι έκανα πολλά λάθη τακτικής και στρατηγικής που θα μπορούσα να τα είχα αποφύγει. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα μου έδωσε άπειρα καλά και πολλά πολύτιμα εφόδια. Νιώθω όμως ότι μεγάλωσα σε μία χώρα που φοβάται την έννοια της αγοράς, ακριβώς επειδή η αγορά απαιτεί την ελευθερία του ατόμου — δηλαδή απαιτεί από το άτομο να είναι αύταρκες και αυθύπαρκτο, έξω από την προστασία της οικογένειας, της φατρίας, της συντεχνίας, του πάτρωνα, του κράτους-πατερούλη.

Αυτό δεν είναι διατεθειμένη να το επιτρέψει.

Η δουλειά στο μαγαζί με κάνει για πρώτη φορά να νιώθω ότι είμαι relevant στην κοινωνία — ότι παράγω κάτι που οι άλλοι χρειάζονται και μπορούν να καταναλώσουν. Ότι κάτι δίνω και κάτι παίρνω. Τόσο απλά. Το να ξαναμπώ στη διαδικασία της αναζήτησης μέλλοντος, το να ξαναγυρίσω στο πανεπιστήμιο, μου φαίνεται πισωγύρισμα. Κυρίως όμως νιώθω ότι δεν έχει νόημα. Εκτός αυτού, είμαι αρκετά ευσυνείδητος ώστε να ξέρω ότι είναι σχεδόν αδύνατον να ζητήσω και να πάρω άδεια για να πάω στη συνέντευξη. Θα σήμαινε ότι το μαγαζί θα μείνει χωρίς έναν υπάλληλο, δηλαδή θα πρέπει να ζητήσει «δανεικό» υπάλληλο από κάπου αλλού.

Με το που το ακούει αυτό η Άννα, με ταρακουνάει. Με συμβουλεύει να αρπάξω την ευκαιρία. Να πάρω το πρωί τηλέφωνο και να πω ότι είμαι άρρωστος και να πάω στη συνέντευξη. Να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ.

Η συζήτηση μαζί της με βάζει σε σκέψεις και τελικά αποφασίζω να πάω. Η συνέντευξη πάει καλά, και το πανεπιστήμιο μου προσφέρει την υποτροφία και τη θέση. Θα μου πάρει τέσσερις μήνες για να αποφασίσω ότι τελικά θα τη δεχτώ. Είναι απολύτως σίγουρο ότι, εάν εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δεν είχα κάνει αυτή τη συζήτηση με την Άννα, η ζωή μου θα είχε εξελιχτεί εντελώς διαφορετικά.

Μέχρι να φύγω από το σαντουιτσάδικο τον Σεπτέμβριο, οι συνάδελφοί μου είναι σχεδόν μια δεύτερη οικογένεια. Χαίρονται για μένα και μου λένε χαϊδευτικά, «Φύγε και μην ξαναγυρίσεις». Με το υστέρημά τους μου αγοράζουν δώρα και κάρτα αποχαιρετισμού. Η δικηγορίνα που είχε γίνει τακτική πελάτισσά μου όταν εξυπηρετούσα στο ταμείο, με το που ακούει ότι είναι η τελευταία μου ημέρα, βάζει τα κλάματα. Είναι η ίδια δικηγορίνα που έξι μήνες πριν την αντιμετώπιζα σχεδόν με φθόνο.

Flash forward.

Ιανουάριος 2016.

Γιατί τα σκέφτομαι και τα γράφω όλα αυτά; Γιατί τώρα;

Ίσως για να πω ότι ποτέ δεν πρέπει να βγάζουμε συμπεράσματα για κάποιον που δεν γνωρίζουμε καλά. Ίσως για να πω ότι μπορεί —και σίγουρα πρέπει— να προετοιμαζόμαστε όσο καλύτερα μπορούμε, αλλά οι κρισιμότερες καμπές στη ζωή μας βασίζονται σε σχεδόν τυχαία γεγονότα: σε μία τυχαία συνάντηση, σε μια ασήμαντη κουβέντα, σε μιαν απόφαση της στιγμής.

Ίσως τα γράφω για να απαντήσω σε αυτούς που νομίζουν ότι στη Βρετανία τα πάντα είναι εύκολα και ρόδινα. Που βιάζονται να κρίνουν τον άλλο με βάση έναν τίτλο, μια φωτογραφία ή μία στροφή του λόγου του.

Κυρίως όμως τα γράφω σκεπτόμενος όλους αυτούς που τα τελευταία χρόνια έφυγαν από την Ελλάδα αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Κάποιοι σίγουρα βρήκαν εύκολα δουλειά και κατάφεραν σε σύντομο χρονικό διάστημα να φτιάξουν τη ζωή τους. Κάποιοι άλλοι μπορεί μετά από μήνες ή και χρόνια να προσπαθούν ακόμα. Το μόνο που μπορώ να τους πω είναι ότι δεν είναι μόνοι τους. Και ότι ο κάθε άνθρωπος έχει την δική του αυταξία, και όλοι έχουν κάτι να προσφέρουν στην κοινωνία και στην αγορά.

Αλλά και το ότι η ευκαιρία και η ανθρώπινη επικοινωνία εμφανίζονται εκεί που δεν τις περιμένεις.

 

Τ Ε Λ Ο Σ

[ Εικονογράφηση: Ρωμανός Γεροδήμος, Τρία Χρώματα — Μπλε (Ιούνιος 2007, ακουαρέλα και πένα) ].