Η Συνάντηση [2]
[ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ]
Είναι ένα υπερβολικά κρύο βράδυ του Μαρτίου. Βρίσκομαι στο George Court — ένα σοκάκι που ενώνει το Strand, έναν από τους ιστορικότερους εμπορικούς δρόμους του Λονδίνου, με το ποτάμι. Ένα στενό σοκάκι με σκαλιά, αχνά φωτισμένο. Θυμίζει Ντίκενς. Είμαι στημένος έξω από το τοπικό μπαρ. Ο μάνατζερ του κλαμπ για το οποίο δουλεύω πρέπει να με αντιπαθεί. Ή να μου κάνει καψόνι. Αυτό είναι — είμαι σχετικά καινούριος, οπότε μάλλον με δοκιμάζει. Αν τα πάω καλά, θα μου δώσει καλό πόστο έξω από τα πολυσύχναστα μπαρ του Soho.
Η δουλειά μου, όπως και των υπόλοιπων flyer boys, είναι να μοιράζουμε φυλλάδια με εκπτωτικό κουπόνι για το μεγαλύτερο gay club του Λονδίνου —και μάλλον και της Ευρώπης— έξω από διάφορα μπαρ του Λονδίνου. Το κλαμπ απευθύνεται κυρίως σε δεκαοχτάχρονα αγόρια που μόλις έχουν κάνει την επανάστασή τους, πίνουν alcopops με πορτοκαλάδα, βάζουν glitter και foundation στο πρόσωπο, φοράνε μαύρο κολλητό αμάνικο μπλουζάκι, ακούνε Μαντόνα και από το πρωί μέχρι το βράδυ προσεύχονται στο εικόνισμα της Kylie Minogue. Δύο χιλιάδες άτομα κάθε Παρασκευή και Σάββατο χορεύουν και πίνουν στους ρυθμούς της ντίσκο των δεκαετιών του ’70 και του ’80.
Το πόστο μου όμως είναι έξω από ένα μικρό εναλλακτικό μπαρ στο οποίο συχνάζουν τριανταπεντάρες γυναίκες και παντρεμένοι επαγγελματίες που ακούνε indie μουσική και πίνουν μπίρα. Οι πιθανότητες να ενδιαφερθούν για τα φυλλάδιά μου, πόσο μάλλον δε να πατήσουν ποτέ το πόδι τους στο κλαμπ μας, είναι όσες και για τον επίσκοπο της τοπικής ενορίας. Μπα — πιο πιθανό είναι να καταδεχτεί να έρθει ο επίσκοπος.
Η ιδιοκτήτρια του μπαρ μού το είπε ξεκάθαρα την πρώτη φορά που πήγα εκεί. Μπορώ να κάτσω απέξω όσο θέλω, αλλά ούτε να το σκέφτω να μπω μέσα για να μοιράσω φυλλάδια. Το κακό με αυτό το σοκάκι είναι ότι σπάνια περνάει ψυχή. Εκτός φυσικά από τους λιγοστούς θαμώνες του μπαρ, οι οποίοι περνάνε και με αγνοούν λες και δεν υπάρχω — από μπροστά μου, από δίπλα μου, από πίσω μου. Εγώ βέβαια λέω το ποιηματάκι μου με όλον τον ενθουσιασμό («Ελεύθερη είσοδος στο . . . απόψε!») και κρατάω τα φυλλάδια, αλλά νιώθω σαν να είμαι αόρατος. Ένα καταπληκτικό πράγμα, λες και είμαι διαφανής και βλέπουν από μέσα μου την πόρτα — δεν συζητάμε για επαφή με τα μάτια.
Και απόψε έχει ενοχλητική ησυχία. Όταν η δουλειά σου είναι να κάθεσαι και να μην κάνεις απολύτως τίποτε, τότε καθετί ασήμαντο αποκτά διαστάσεις έπους. Από το ποτάμι έρχονται κύματα κρύου αέρα. Όσο βρίζω τον εαυτό μου που διάλεξα να φορέσω το κοντομάνικο μπλουζάκι με το κουνελάκι του Playboy μπας και δώσω περισσότερα φυλλάδια, βλέπω μια σκιά να κατεβαίνει τα σκαλιά από το Strand. Δεν φοράω τα γυαλιά μου — δεν μου πάνε, και σίγουρα δεν κολλάνε με τη συγκεκριμένη δουλειά. Και μόνο όμως στην προοπτική ανθρώπινης επαφής, αναθαρρώ. Πελάτης.
«Ελεύθερη είσοδος στο . . . απόψε!»
Και μετά τον βλέπω καθαρά. Και παγώνω. Η ζωή έχει έναν καταπληκτικό τρόπο να σε ειρωνεύεται. Να σου βγάζει τη γλώσσα. Να σου κλείνει το μάτι. Κι όμως, είναι αυτός. Ο διάσημος, ο διασημότερος, καθηγητής κοινωνιολογίας και δεξί χέρι του πρωθυπουργού. Αυτός που πριν λίγους μήνες στην τελετή της αποφοίτησης μας ανέλυσε τις πρόσφατες αλλαγές στην παγκόσμια οικονομική αρχιτεκτονική. Που μας έκανε διάλεξη για το πόσο υπερήφανοι θα πρέπει να είμαστε για τις σπουδές μας όταν γίνουμε πρόεδροι και πρωθυπουργοί. Ο ίδιος άνθρωπος που μου έσφιξε το χέρι και μου έδωσε το μεταπτυχιακό μου σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Σε ένα από αυτά τα πανεπιστήμια που, αν είσαι στο τοπ 5% της τάξης σου (όπως και ήμουν), οι κυνηγοί κεφαλών σε πολιορκούν με τηλέφωνα νυχθημερόν και σου δίνουν λευκές επιταγές και εταιρικά αυτοκίνητα όπως στη «Φίρμα» με τον Τομ Κρουζ (αυτό δυστυχώς δεν έγινε στην περίπτωση μου).
Κατευθύνεται προς το ποτάμι. Πλησιάζει προς το μέρος μου. Φοράω ένα κόκκινο στενό μπλουζάκι του Playboy, κρατάω ένα μάτσο φυλλάδια και προωθώ ένα gay club έξω από ένα μικρό μπαρ μέσα στο σκοτάδι.
Και αποφασίζω να του μιλήσω: «Καλησπέρα, κύριε καθηγητά. Πώς είστε;»
Δεν με απογοητεύει, σταματά. [Σοκαρισμένος]. «Hello. Με γνωρίζεις;»
[Εγώ, σχεδόν διασκεδάζοντας]. «Βεβαίως, κύριε. Αφού μου δώσατε το μεταπτυχιακό μου τον Οκτώβριο»
[Η απόλυτη σιωπή].
[Διπλωματικό χαμόγελο]. «Και τί κάνεις εδώ;» [Δείχνοντας το μπαρ με μία αδιόρατη αποστροφή]. «Δεν έχεις μια δουλειά της προκοπής;»
«Κοιτάξτε, δουλεύω σε κουζίνα κατά τη διάρκεια της ημέρας, και εδώ τα βράδια για κάποια έξτρα χρήματα».
[Παγερή σιωπή].
[Αποφασίζω να δείξω λίγο οίκτο]. «Αλλά σκέφτομαι να κάνω διδακτορικό του χρόνου».
[Διπλωματικό χαμόγελο]. «Ωραία… Λοιπόν, χάρηκα που σε ξαναείδα, good luck».
«Ευχαριστώ πολύ. Χάρηκα, καληνύχτα».
Πού να κάθομαι να του εξηγώ ότι η δουλειά στο σαντουιτσάδικο είναι μια χαρά «δουλειά της προκοπής». Ότι εκεί γνώρισα ανθρώπους πιο αυθεντικούς και δοτικούς απ’ ό,τι στο πανεπιστήμιο. Φιλίες που κρατάνε ακόμα. Ότι οι περισσότεροι από τους συμφοιτητές μου είτε είναι άνεργοι, είτε δουλεύουν κι αυτοί σε πιτσαρίες, είτε έχουν επιστρέψει στις χώρες τους γιατί δεν έβρισκαν δουλειά στο αντικείμενό μας. Ότι όλοι από κάπου πρέπει να ξεκινήσουν. Ότι καμία δουλειά δεν είναι ντροπή.
Δεν πειράζει, όμως, γιατί κοντοστάθηκε, και εκείνο το βράδυ αυτό μου αρκούσε.
Δεν πήρε βέβαια φυλλάδιο, αλλά ας μην είμαι και άπληστος.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]
[ Εικονογράφηση: Ρωμανός Γεροδήμος, Τρία Χρώματα — Λευκό (Ιούνιος 2007, ακουαρέλα και πένα) ].