Η τριλογία του αεροδρομίου: Αναχωρήσεις

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Η τριλογία του αεροδρομίου: Αναχωρήσεις

Στο λιμάνι με ανυπόφορη ζέστη, παρόλο που είναι βράδυ, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Το πλοίο δένει εμπρός μου, και προσπαθώ να διακρίνω μέσα στο πλήθος το νεαρό ζευγάρι που πριν από λίγες ημέρες είχα αφήσει ακριβώς εδώ για να κάνει τη βόλτα του στα νησιά. Η κοπέλα με πλησιάζει με απλωμένα χέρια· είναι χαμογελαστή, μαυρισμένη, λίγο κουρασμένη αλλά εμφανώς ευχαριστημένη. Ο φίλος της ακολουθεί φορτωμένος, καταϊδρωμένος αλλά γελαστός, και όλοι μαζί προχωρούμε προς το αυτοκίνητο. Είναι ενθουσιασμένοι με τις διακοπές τους, πέρασαν άψογα, είδαν όμορφα τοπία, δοκίμασαν γεύσεις άγνωστες σε αυτούς, ήδη κάνουν σχέδια για το επόμενο ταξίδι τους εδώ. Στον δρόμο προς το αεροδρόμιο, μου τα διηγούνται όλα με κάθε λεπτομέρεια. Στα μαλλιά τους είναι ακόμη το αλάτι από τη βουτιά που έκαναν λίγο πριν φύγουν, μιλούν σχεδόν ταυτόχρονα από την αγωνία τους να προλάβουν να μου τα πουν όλα, γελούν, πειράζονται μεταξύ τους, ζητούν να δυναμώσω τη μουσική, στο αυτοκίνητο γίνεται μια μικρή γιορτή. Φτάσαμε. Αγκαλιές, ευχαριστίες, ανταλλάσσουμε email και τηλέφωνα κι ευχόμαστε να ανταμώσουμε ξανά του χρόνου, όταν θα ξανάρθουν για άλλους προορισμούς.

 

Η οικογένεια που φεύγει από κεντρικό ξενοδοχείο για να προλάβει την πτήση της επιστροφής είναι από τη Νάπολη. Έχουμε ήδη γνωριστεί όταν ήρθαν για να περάσουν λίγες μέρες στην Αθήνα και να συνεχίσουν με φίλους για τη Μήλο. Ο μπαμπάς πιο βαρύς και σιωπηλός, δεν τον βοηθούν και τα αγγλικά του, η μαμά ένα πανηγύρι, η κόρη μια σοβαρή εφηβούλα και ο γιος ένας δεκάχρονος φασαριόζος. Όλοι θέλουν να πουν τι τους άρεσε περισσότερο, πόσο καλά έφαγαν σε σημεία που τους πρότεινα, πώς πέρασαν στην πόλη και στο νησί, τραγουδούν όσο το αυτοκίνητο τρέχει στην Αττική Οδό, με προσκαλούν να πάω να τους βρω μαζί με τον γιο μου στη δική τους πόλη. «Μη μου το λέτε και πολύ, θα το κάνω», τους προειδοποιώ. Φτάνουμε στο αεροδρόμιο, να βγάλουμε και μια selfie να με θυμούνται, θα μου τη στείλουν, φωνάζει η μαμά καθώς απομακρύνονται.

 

Το γλυκύτατο ηλικιωμένο ζευγάρι που περάσαμε μαζί δύο θαυμάσιες ημέρες γνωρίζοντας την πόλη και το Σούνιο πρέπει να επιστρέψει στο κρουαζιερόπλοιο για να γυρίσει στην πατρίδα του. Έχουμε γελάσει πολύ, έχουμε πει ιστορίες, μου έχουν διηγηθεί περιστατικά από άλλα ταξίδια τους, φάγαμε και ήπιαμε παρέα, ήταν σαν να έκανα κι εγώ διακοπές για λίγο. Με χαιρετούν σαν να γνωριζόμαστε από καιρό, μου δίνουν ευχές, με ευχαριστούν για το μικρό αναμνηστικό που τους χάρισα. Λίγες ημέρες μετά, ένα δέμα φτάνει στην πόρτα μου. Ένα κασκόλ την αγαπημένης αγγλικής ομάδας του μικρού — το στέλνουν οι απίστευτοι αυτοί τύποι, μαζί με φωτογραφίες από τις ημέρες που περάσαμε εδώ, μια κάρτα με όμορφα λόγια για εμένα, καθώς και μία πρόσκληση να τους επισκεφτούμε με την πρώτη ευκαιρία.

 

Δεν είμαι καθόλου καλή με τους αποχαιρετισμούς. Κάθε φορά που φεύγουν επιβάτες, και μάλιστα επιβάτες που με χαιρετούν με αυτόν τον τρόπο, σκέφτομαι πώς να είναι η καθημερινότητά τους εκεί που πηγαίνουν, αν θα κοιτούν τις φωτογραφίες τους καλοκαιριού μέσα στον χειμώνα, αν θα επικοινωνήσουμε ξανά ή αν θα τους ξαναδώ το άλλο καλοκαίρι. Μια γλυκόπικρη γεύση, ένα μείγμα χαράς για τη γνωριμία και μελαγχολίας για τον αποχωρισμό.

Ας είναι. Γρήγορα στις αφίξεις. Έρχονται νέοι επισκέπτες στην πόλη.