Η υποχρεωτική μοναξιά
Ένας νεαρός και ευφάνταστος συγγραφέας που προσπαθεί να με κερδίσει με την πρωτότυπη δομή του βιβλίου του, σκεφτόμουν, όσο περιεργαζόμουν το καθ’ όλα παράξενο «Τεστ δεξιοτήτων» του Χιλιανού Alejandro Zambra από τις Εκδόσεις Ίκαρος. Παρά τη μάλλον δύσπιστη, εντύπωση που μου προκάλεσε, πάντως, η πρώτη επαφή μου με το βιβλίο, τελικά το στήσιμο του κειμένου αποδείχθηκε ιδιαίτερα προκλητικό. Θα το διάβαζα, τουλάχιστον για να καταλάβω τι ακριβώς θέλει να κάνει εδώ.
Στο πρώτο κεφάλαιο, αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, ο συγγραφέας μάς υποβάλλει σε είκοσι τέσσερις ασκήσεις: σε κάθε μια, παραθέτει απλά και μόνον μια λέξη. Η λέξη αυτή συνοδεύεται από πέντε κάθε φορά άλλες λέξεις, η έννοια των οποίων μπορεί να έχει ή να μην έχει σχέση με την αρχική. Αυτό ακριβώς μάς ζητά ο συγγραφέας να εντοπίσουμε. Διάβασα τις πρώτες ασκήσεις επιπόλαια, επιφανειακά, χωρίς ν’ αφήνω ελεύθερο το μυαλό μου να προβληματιστεί. Με την ίδια, δηλαδή, δυσπιστία που είχα για το βιβλίο από την αρχή. Μέχρι που έφτασα στη λέξη «εκπαιδεύω». Εκεί, η τέταρτη λέξη που τη συνόδευε, ακολουθώντας τις αναμενόμενες —θα έλεγα— λέξεις «διδάσκω, δείχνω και εκγυμνάζω», μου έκοψε τη φόρα και μ’ έβαλε σε σκέψεις. Στην τέταρτη σειρά αναγραφόταν η λέξη «υποτάσσω». Αλλά, και μια γραμμή ακόμα πιο κάτω, ήταν γραμμένο το ρήμα «προγραμματίζω». Δεν μπορεί να τις είχε επιλέξει τυχαία ο συγγραφέας.
Έκανα ένα διάλειμμα, πριν καλά-καλά αρχίσω το βιβλίο. Ένιωθα πως, αν δεν διάβαζα κάποια πράγματα για τον συγγραφέα, αν αφηνόμουν, δηλαδή, να διαβάσω αυτό το βιβλίο χωρίς μια σχετική προετοιμασία, πιθανώς να κινδύνευα να χάσω όλη την ουσία.
Δεν βρήκα τίποτα σχετικό με το συγκεκριμένο βιβλίο σε κάποια γλώσσα που να μπορώ να κουμαντάρω. Αντίθετα, βρήκα αρκετούς διθυράμβους γύρω από το γενικότερο έργο του Ζάμπρα, καθώς και κάποια δικά του λόγια: «Γράφω, γιατί θέλω να νιώθω πως παραμένω ζωντανός», αναφέρει σε κάποια συνέντευξή του, ενώ κάπου αλλού δηλώνει επίσης: « Αυτά για τα οποία έχω γράψει με έχουν προβληματίσει και τα έχω σκεφτεί εις βάθος». Καταλάβαινα, λοιπόν, πως εδώ, στο «Τεστ δεξιοτήτων», ο Χιλιανός συγγραφέας επιδιώκει να μεταγγίσει σε μας, τους αναγνώστες, τον δικό του προβληματισμό.
Ξαναγύρισα στο βιβλίο. Θα πρέπει να εξηγήσω πως η φόρμα που ακολουθείται —και εδώ έγκειται η πρωτοτυπία του αναγνώσματος— είναι ίδια με τη μορφή που χρησιμοποιούνταν στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα Πανεπιστήμια στη χώρα του συγγραφέα για περίπου τριάντα χρόνια. Τα θέματα όμως που επιλέγει ο Ζάμπρα στις ασκήσεις του εστιάζουν σε όσα άφησε πίσω του η δεκαοκτάχρονη δικτατορία του Πινοσέτ. Στα χρόνια, δηλαδή, στα οποία μεγάλωσε κι ο ίδιος. Μέσα από τις «ασκήσεις» ξεπηδούν θέματα μιας στρεβλής ηθικής, σε μια καθημερινότητα στην οποία υποχρεώθηκαν να ζουν, μια ζωή χωρίς περιθώρια να τη φέρεις στα μέτρα σου, μια ζωή χωρίς ελπίδα για κάτι καλύτερο. Οι ασκήσεις προτρέπουν τον αναγνώστη να σταθεί απέναντι από αυτό που λέγεται σύστημα, για να συνειδητοποιήσει μόνο πως δεν υπάρχει διέξοδος. Κι όσο ψάχνει να επιλέξει ανάμεσα στις πιθανές απαντήσεις των ασκήσεων, ψάχνει το μέσα του — για να καταλάβει, απλά, πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα μέλος του δοσμένου συστήματος. Και αναπόφευκτα αναλογίζεται πόσο άδεια είναι η ζωή που του επέβαλαν.
Και μετά, οι ασκήσεις προχωράνε ένα βήμα παρακάτω, όπου με μεγάλη δόση ειρωνείας ο συγγραφέας αποκαλύπτει πώς η επιλογή μιας λέξης και μόνο μπορεί να ανατρέψει τις αξίες στη ζωή: μια λέξη τοποθετημένη στη λάθος θέση μπορεί να του στερήσει την ελευθερία.
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο του βιβλίου αναλογίστηκα πόσο περίπλοκη και σύνθετη, πόσο δύσκολη πρέπει να ήταν η μετάφρασή του, μιας και όλη η ουσία βασίζεται πάνω στις έννοιες με, πολλές φορές, λεπτεπίλεπτες διαφοροποιήσεις της μιας από την άλλη. Χωρίς να μπορώ να παρακολουθήσω το πρωτότυπο στα ισπανικά, οι διάφανες έννοιες που μας παρουσιάζει εδώ ο Αχιλλέας Κυριακίδης είναι άξιες θαυμασμού.
Οι ασκήσεις μιλάνε για τις σχέσεις ανάμεσα στα ζευγάρια, σχέσεις παιδιών και γονέων, για τη φιλία, τον ρόλο της εκκλησίας, το σχολείο, με την ηθική να χώνεται συνέχεια ανάμεσα στις αράδες. Την ηθική όπως τη σκέφτομαι και την αποδέχομαι εγώ, εκείνη που αποδέχεσαι εσύ κι εκείνη που επέβαλε ένα στρεβλό σύστημα. Διαβάζουμε, και μπροστά μας διαγράφεται μια χώρα υποταγμένη για δεκαεπτά χρόνια στη σιωπή, μια χώρα με πολίτες χωρίς φωνή:
Στη Χιλή, κανείς δεν χαιρετάει στα ασανσέρ. Μπαίνεις και κάνεις πως δεν βλέπεις, πως είσαι τυφλός. […] Μοιράζεσαι σιωπηλά την ευθραυστότητα, σαν σε θυσία. Αυτό που μοιράζεσαι, είναι η προσπάθεια να αποφύγετε την επαφή.
Μια υποχρεωτική μοναξιά, μια άδεια ζωή που βλέπεις μόνο όταν πια είναι πολύ αργά…
Θα ήθελα να ξεχωρίσω μια εντελώς απροσδόκητη «άσκηση», μια, τρόπον τινά κατάθεση του γιου ενός εγκληματία. Ανάμεσα στις δεκατέσσερις παραγράφους του μονολόγου του, διαβάζουμε:
Πώς είναι να είσαι γιος ενός από τους μεγαλύτερους εγκληματίες στην ιστορία της Χιλής; […] Πώς είναι να σε μισούν τόσες οικογένειες που κατέστρεψε ο πατέρας σου; […] Μα κι εγώ έχω περιέργεια. Πώς είναι να μην είσαι γιος ενός από τους μεγαλύτερους εγκληματίες στην ιστορία της Χιλής; Πώς είναι να ξέρεις ότι ο πατέρας σου δεν δολοφόνησε κανέναν, δεν βασάνισε κανέναν; […] Πρέπει να πω ότι ο πατέρας μου είναι αθώος. Πρέπει να το πω. Οφείλω να το πω. Είμαι υποχρεωμένος να το πω. Ο πατέρας μου θα με σκοτώσει αν δεν πω ότι είναι αθώος. Τα παιδιά των δολοφόνων δεν μπορούμε να σκοτώσουμε τον πατέρα μας.
Λίγο μετά το μέσον του βιβλίου, ο ήδη πολυμεταφρασμένος Χιλιανός συγγραφέας θα μας παραθέσει τρία ολοκληρωμένα κείμενα, σαν σύντομα διηγήματα, συνεχίζοντας πάντα να απαιτεί την προσοχή μας και να ζητά, μέσα από τις ασκήσεις που τα ακολουθούν, να εκφράσουμε άποψη, να πάρουμε θέση. Κάτω από τον δικό του ειρωνικό φακό, θα γνωρίσουμε ένα σάπιο εκπαιδευτικό σύστημα, τη διαφθορά και την απουσία αξιών που συνόδευε το δικτατορικό καθεστώς, αλλά και τον παραλογισμό στους κανόνες της εκκλησίας.
Μια σύγχρονη ματιά στο χθες της χώρας είναι αυτό το βιβλίο, ένα χθες που τσαλάκωσε ανεπανόρθωτα δυο γενιές. Ένα παράδοξο βιβλίο με μπόλικη ειρωνεία αλλά και με μεγάλη δόση εθνικής αυτοκριτικής, από τον σαραντατριάχρονο Χιλιανό, που, καθόλου τυχαία, το αξιόπιστο λογοτεχνικό περιοδικό Granta κατέταξε μεταξύ των καλύτερων ισπανόφωνων συγγραφέων της νεότερης γενιάς.
Μη με ρωτάτε για το είδος του βιβλίου. Αλλιώς ξέρω πως είναι τα μυθιστορήματα, αλλιώς συνηθίσαμε να βλέπουμε τα διηγήματα. Δεν ξέρω να σας πω. Άλλωστε, τον ίδιο προβληματισμό διαβάζουμε και στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης. Δεν έχει σημασία, πάντως.
Αρκεί μόνο να πούμε πως αξίζει να διαβαστεί.
[ Φωτογραφία: από το TLS ].