Η υποταγή και το βλάστημα [ 2 ]
Αν δεν αντιπαθούσα όλες αυτές τις προσχηματικές επινοήσεις για «παγκόσμιες ημέρες» αφιερωμένες από δω κι από κει, θα έπρεπε να είχα φροντίσει να δημοσιοποιήσω αυτό το κείμενο πριν από ένα μήνα, στις 8 Μάρτη, την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Αναφέρομαι στη δεύτερη νουβέλα της Ρέας Γαλανάκη, η οποία τιτλοφορείται «Εγώ η Αριάδνη» και συμπληρώνει, μαζί με την «Αθηνά βοσκοπούλα», την όμορφη έκδοση με σκληρό εξώφυλλο που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, με τίτλο «Δυο γυναίκες, δυο θεές». Η νουβέλα αυτή αποτελεί ουσιαστικά μια διαφορετική ανάγνωση του μύθου της Αριάδνης και του Θησέα, που έρχεται με τον τρόπο της να «δικαιώσει» το γυναικείο φύλο.
«Εγώ, η Αριάδνη»· γιατί, διά του δικού της στόματος, η Ρέα Γαλανάκη θα βρει την ευκαιρία να εκφράσει την καχυποψία που έχει γενικά για τους μύθους, όπως μας λέει στο επίμετρο. Ο μύθος, θα μας πει, «δεν έχει ορισμένο χρόνο, ούτε απόδειξη καμία», αφήνει λοιπόν «σε μας, τους ανυποψίαστους κληρονόμους —εκτός από την ασύγκριτη γοητεία του— την ψευδαίσθηση μιας δυνατότητας παρέμβασης, το μικρό δικαίωμα μια κάποιας ερμηνείας του».
Και υπερθεματίζει η Αριάδνη της Γαλανάκη:
Στην Κνωσό για κάθε αξιοσημείωτο συμβάν κυκλοφορούσανε ταυτόχρονα διάφορες φήμες, δυο τουλάχιστον, ώστε ο καθένας να διαλέγει αυτή που του ταίριαζε και να μη δημιουργούνται απορίες, διχογνωμίες, ταραχές από τον κοσμάκη.
Η ερμηνεία που επικράτησε στον μύθο της Αριάδνης και του Θησέα είναι η ελληνική, και δη των Αθηναίων. Είναι η ερμηνεία από τη μεριά των νικητών. Και η συγγραφέας σχολιάζει:
Αδικεί την Αριάδνη, όταν σκόπιμα έχει περιορίσει την εικόνα της σε μια ερωτευμένη και παρατημένη κόρη/γυναίκα, παραβλέποντας το κύρος της, την ιερότητά της.
Είναι λοιπόν καχύποπτη σ’ αυτή την αθηναίικη ερμηνεία η Ρέα Γαλανάκη, η Ηρακλειώτισσα συγγραφέας, που γεννήθηκε και μεγάλωσε μια ανάσα μόνο μακριά από το παλάτι της Κνωσού της Αριάδνης, της κόρης του Μίνωα και της Πασιφάης, της ετεροθαλούς αδελφής του Μινώταυρου.
Στη νουβέλα «Εγώ, η Αριάδνη» δεν έχουμε απλά μια άλλη ερμηνεία ανάμεσα στις πολλές που παρατίθενται στα αρχαία κείμενα. Είναι ένα τολμηρό βήμα παρακάτω. Είναι μια επιλογή με άποψη, γραμμένη πατώντας στη «διαφορετική» λογική. Είναι ο «άλλος» μύθος, ο γραμμένος από τη μεριά του ηττημένου. Και ίσως αυτή η δυνατότητα ν’ αναλογιστούμε την «άλλη» όψη του νομίσματος να με μάγεψε σ’ αυτό το μικρό κείμενο, πέρα βέβαια από τον θαυμασμό μου για την εκπληκτική πένα της Ρέας Γαλανάκη. Το βρήκα το ίδιο ενδιαφέρον όπως και το έργο του Αμίν Μααλούφ με τίτλο «Οι Σταυροφορίες από τη σκοπιά των Αράβων» (με το απόλυτα προφανές θέμα), το οποίο ήταν η πρώτη μου επαφή με τα έργα του Λιβανέζου συγγραφέα και που στη συνέχεια πλημμύρισαν τη βιβλιοθήκη μου.
Ποια είναι όμως αυτή η άλλη όψη που μας δίνει η Γαλανάκη στο μύθο της Αριάδνης;
Όλες οι εκδοχές συμφωνούν στα γεγονότα μέχρι κάποιο σημείο: Αφού ο Θησέας, με την καθοδήγηση της Αριάδνης, καταφέρνει να σκοτώσει τον ετεροθαλή αδελφό της, τον Μινώταυρο, την παίρνει μαζί του στο καράβι του —όπως η ίδια τού είχε ζητήσει— για να την πάει σαν γυναίκα (λάφυρο;) στην πατρίδα του, την Αθήνα. Το πρώτο βράδυ του ταξιδιού θα κάνουν μια στάση στη Νάξο, όπου οι δυο νέοι θα σμίξουν κάτω από τον έναστρο ουρανό, με υπόκρουση τον παφλασμό των κυμάτων. Με το πρώτο χάραμα, όμως, ο Θησέας θ’ αφήσει την Αριάδνη να κοιμάται και θα γυρίσει στο καράβι για να σαλπάρει για την Αθήνα. Την εγκαταλείπει στο ξένο νησί, μας λένε οι Αθηναίοι. Και θα μας πει η Γαλανάκη διά στόματος Αριάδνης:
Μόνον οι ταπεινοί αναζητούν τη μία και μοναδική αλήθεια, προπαντός στον έρωτα, και δεν αποκλείεται γι’ αυτό να είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν — για να βρούνε τη μοναδική του αλήθεια.
Από μια υπερυψωμένη άκρη του γιαλού, στην όμορφη Νάξο όπου άραξε το καράβι τους την προηγούμενη μέρα, δίπλα σ’ ένα αλμυρίκι, καθισμένη στην υφαντή κουβέρτα στο χρώμα του κρόκου που με τα χέρια της έπλεξε, προικιό για τον γαμπρό που θα ’ρχόταν να την πάρει, η Αριάδνη πιάνει τον μίτο της Γαλανάκη κι όσο κοιτάει το καράβι να ξεμακραίνει, το καράβι που πήρε της μιας βραδιάς τον έρωτα, μας διηγείται:
Έσβησα κατόπιν. Έσβησα πάει να πει ότι υπήρξα φλόγα, ότι συμπεριφέρθηκα σαν φλόγα, ότι φωτίστηκα και φώτισα, ότι έκαψα και κάηκα μαζί. Σημαίνει ότι ερωτεύτηκα εκείνον που δεν έπρεπε να ερωτευτώ.
Και, όχι, αυτή που μας μιλά εδώ, σε τούτο το κείμενο, δεν είναι μια εγκαταλελειμμένη ερωμένη που προδόθηκε ανυποψίαστη. Σκαλίζει τη στάχτη, απομεινάρι της φωτιάς που ζέστανε τον έρωτα τού παράνομου σμιξίματός της με τον Θησέα, και θυμάται. Θυμάται, γιατί η μνήμη της φλόγας, όπως μας λέει, είναι η στάχτη. Κι εκεί στη στάχτη θα δει όλη την αλήθεια. Πλανάται ο Θησέας… Βλέπει λοιπόν το καράβι του να ξεμακραίνει και μονολογεί:
Ανυπομονούν οι άντρες. Κλοτσάνε τη σοφή ανέμη για να ξετυλίγει όλο και πιο γοργά, όλο και πιο στραβά, τα γεγονότα της ζωής τους. Βιάζονται περισσότερο εκείνοι που νομίζουνε πως είναι νικητές. Βιάζεται και το δήθεν πένθιμο καράβι του Θησέα να κόψει τον ορίζοντα και να ξεχάσει μια ώρα αρχύτερα την Αριάδνη, εμένα, τον έρωτά του. Ώρα του καλή κι αγέρας στα πανιά του, θέλω κι εγώ να ξεμπερδεύω μια ώρα αρχύτερα μαζί του.
Σκαλίζει τη στάχτη και θυμάται:
Ο ωραίος Θησέας, άνθρωπος με θεϊκή καταγωγή όπως τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά να ισχυρίζεται ενώ χορεύαμε, έπαιξε, δίχως καθόλου να το καταλάβει, τον ρόλο που έπρεπε να παίξει, που του ήταν γραφτό να παίξει, για να ολοκληρωθεί ο δικός μου προορισμός. Έπαιξε το ρόλο του στη δική μου ιστορία, τη δική μου πορεία, την ανεξάρτητη από τη δική του. Και εν αγνοία του όλα αυτά, ενώ κυνηγούσε μόνο τον δικό του στόχο.
Δήθεν νικητή, θα τον πει· κι αλλού: Ο τόσο νικητής κι ακόμα: Ο ανυποψίαστος σε όλα.
Εκεί, κοιτώντας το καράβι να χάνεται στον ορίζοντα, το καράβι με τον μιας βραδιάς ερωμένο της και με την υποψία πως μαζί του φεύγει και η μικρότερή της αδελφή, η Φαίδρα, περιμένει υπομονετικά να έρθει αυτό που προαισθάνεται· αυτό που θα την «ξεκολλήσει από την τετριμμένη γυναικεία μοίρα». Και τότε, κάθε ανάμνηση, μας λέει, θα είναι πλέον περιττή:
Θυμούνται μόνοι οι θνητοί, οι αιώνιοι δεν αγαπούν τη μνήμη, ίσως γι’ αυτό δεν τους χρειάζεται να απολογούνται ή να λυπούνται για τις πράξεις τους.
Περιμένει κι αναπολεί την ιστορία της οικογένειάς της. Το νιώθει πως έχει κληρονομήσει κάτι από τον ψυχισμό της γιαγιάς της, της Ευρώπης, που έφυγε καβάλα σ’ έναν ταύρο. Κάτι από τη μάνα της την Πασιφάη, που λένε πως έσμιξε με τον «λευκό κάλλιστο ταύρο», το δώρο του Ποσειδώνα, για να γεννηθεί ο Μινώταυρος. Αυτός, ο ετεροθαλής αδελφός, ο νεκρός από το σπαθί του Θησέα —που, όπως κάθε νεκρός, ακολούθησε τον φονιά του—, όλο την κυκλώνει εδώ στο νησί, λες και της ζητάει τον λόγο. Και η ίδια μονολογεί:
Ελπίζω να το καταλάβαινε με τον καιρό κι ο αδελφός μου: άλλο συνέργεια, άλλος ποιος κρατά το φονικό σπαθί. Άλλο γυναίκα, άλλο άντρας. Άλλο αδελφικά αισθήματα, άλλο έρωτας, έστω εκείνη η ανεξέλεγκτη μανία που με είχε κυριέψει. […] Ο έρωτας είναι πιο δυνατός από τη λύπη.
Τελικά ο ταύρος, αναλογίζεται η Αριάδνη, σημαδεύει τις γυναίκες της οικογένειας. Τρίτη στη σειρά μετά τη μάνα και τη γιαγιά της, εκείνη τώρα ενώθηκε έμμεσα με τον ιερό ταύρο, σύμβολο για την πόλη της την Κνωσό, αφού, όταν την έπαιρνε ο Θησέας, το αίμα του νεκρού ταυροκέφαλου αδελφού ήταν ακόμα πηγμένο στο γυμνό κορμί του.
Ο Θησέας εγκατέλειψε στην ακτή μια νεαρή ερωτευμένη κοπέλα. «Υπήρξα κι έτσι. Όχι όμως μόνο έτσι», θα πει η ίδια. Βλέπει στη στάχτη του έρωτα πως οι θεοί της Κρήτης είχαν προδιαγραμμένο έναν άλλο προορισμό γι’ αυτήν: η Αριάδνη, σαν μια άλλη Περσεφόνη, θα πεθάνει στη γη για να ξαναζήσει στον ουρανό. Θα μας πει: «Ο θεός Διόνυσος [ο Κρήσιος] είναι αυτός που θα με ξανασηκώσει, θα με αναστήσει, για να κλείσει έτσι ο κύκλος της πτώσης με την έγερσή μου». Η Αριάδνη «κοιμάται και ξυπνάει όπως η φύση». Η Αριάδνη της Ρέας Γαλανάκη δηλώνει: «Έπρεπε πρώτα να υποταχτώ στον άντρα, για να μπορέσω πάλι να ξαναβλαστήσω ως γυναίκα». Και η ίδια η συγγραφέας στο επίμετρο καταλήγει:
Μπορεί να είναι έτσι, μπορεί να είναι αλλιώς, καθώς οι μύθοι έχουν πολλές ουρές για να τους πιάσεις.
«Δυο γυναίκες, δυο θεές». Ένα ακόμα μεγάλο ποίημα από τη μεγάλη μας συγγραφέα Ρέα Γαλανάκη.
[ Πίνακας: Evelyn De Morgan, Η Αριάδνη στη Νάξο, 1877 ].