Ivy City

D
Στέλιος Πάλλας

Ivy City

Δεν ξέρω πόσοι το γνωρίζουν, αλλά η Ουάσινγκτον έχει μακρά παράδοση στο τζιν.

Πριν την ποτοαπαγόρευση, λειτουργούσαν εδώ πολλά μικρά αποστακτήρια που προμήθευαν την τοπική αγορά. Καθότι πρωτεύουσα, βίωσε πιο έντονα τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολέμιων και των υποστηρικτών της κατανάλωσης αλκοόλ αλλά και τον έλεγχο της ομοσπονδιακής αστυνομίας. Η οργάνωση Woman’s Christian Temperance Union, η οποία εκτός από την παροχή του δικαιώματος της ψήφου στις γυναίκες είχε και την ποτοαπαγόρευση στην ατζέντα της, σε συγκέντρωση στην Ουάσινγκτον ζήτησε από τους Εθνοπατέρες ακόμη και τη λογοκρισία της Βίβλου, προκειμένου να αφαιρεθεί οποιαδήποτε αναφορά στο αλκοόλ.

Τίποτε όμως δεν μπορεί να σταματήσει μια πόλη που λόγω της εγγύτητας της με τον Νότο και κυρίως με τη Βιρτζίνια έχει ακόμη και σήμερα εξαιρετικά καλή σχέση με την κατανάλωση αλκοόλ και καπνού.

Οι σημαντικές οικογένειες του ποταμού Πότομακ διοργάνωναν τις booze cruises, τις κρουαζιέρες «πόσης». Με τη δικαιολογία ότι το πλοίο έβγαινε σε διεθνή ύδατα, όπου δεν μπορούσε να απαγορευτεί, άρα, η κατανάλωση, άντρες και γυναίκες της εποχής διασκέδαζαν νόμιμα κάνοντας «cruises to nowhere». Η πόλη, ακόμη και μέσα στον ασφυκτικό έλεγχο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των οργάνων της, είχε γεμίσει με speakeasy bars, που σέρβιραν παράνομα αλκοόλ: πήραν το όνομά τους γιατί όποιος τα επισκεπτόταν έπρεπε να ψιθυρίσει μια λέξη-κωδικό μπροστά σε μια κλειδωμένη πόρτα, ώστε να του επιτραπεί η είσοδος. Ακόμη και οι Εθνοπατέρες απολάμβαναν παράνομα το έξτρα dry martini τους. Είναι γνωστή πλέον η ιστορία του διάσημου λαθρέμπορου οινοπνευματωδών ποτών, George Cassiday, «ο κύριος με το πράσινο καπέλο», όπως ήταν γνωστός, που λειτουργούσε την επιχείρησή του στο House Office Building και που, όταν τον ανακάλυψαν οι Αρχές το 1925, απλώς μετέφερε τις δραστηριότητές του στο Senate Office Building. Είναι σημαντικό τελικά να έχεις φίλους σε υψηλόβαθμες και σημαντικές θέσεις…

Η αναγέννηση των τοπικών αποστακτηρίων τζιν επήλθε σχετικά πρόσφατα, περίπου από το 2010, και συγκεντρώθηκε στη συνοικία Ivy City. Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά, καθώς οι διακρίσεις, συνεπώς και οι πωλήσεις, αυξήθηκαν κατακόρυφα, προσφέροντας στο ΑΕΠ της πόλης. Η συνοικία Ivy City είναι μια περιοχή που, λόγω της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε τη Βαλτιμόρη με το Οχάιο, συγκέντρωσε στις αρχές του 20ού αιώνα πολλές αποθήκες, αυτά τα πλινθόκτιστα βιομηχανικά κτίρια που βλέπουμε και στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Μετέπειτα, εξαιτίας της παρακμής του σιδηροδρόμου, η συνοικία μετατράπηκε σε «σπίτι» κυρίως Αφροαμερικανών και γενικά μεταναστών. Είχε κακή φήμη τις δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90, κυρίως λόγω των ναρκωτικών, της πορνείας και της εγκληματικότητας — αλλά τώρα της ανοίγεται μια καινούργια σελίδα: σε αυτή την περιοχή δραστηριοποιούνται κυρίως οι επιχειρήσεις παραγωγής τζιν. Μάλιστα, έχει οριστεί κιόλας ένας «δρόμος του τζιν», όπου ο επισκέπτης μαθαίνει την ιστορία και τη διαδικασία παραγωγής, δοκιμάζει τα προϊόντα των αποστακτηρίων και κυρίως περνάει καλά. Βέβαια πλέον μεγάλες εταιρείες real estate αγοράζουν ακίνητα και δημιουργούν νέα πρότζεκτ ανάπτυξης. 

Το τζιν ήρθε στις ΗΠΑ από την Αγγλία και αγαπήθηκε από τους Αμερικανούς σχεδόν αμέσως. Το αγαπημένο ποτό των Scott Fitzgerald, William Faulkner, Ernest Hemingway, Julie London, Franklin Roosevelt και των Rat Pack προήλθε από ένα απόσταγμα με βάση τον κέδρο που κυκλοφορούσε τον 14ο αιώνα στη Φλάνδρα και θεωρείτο πως είχε προστατευτικές ιδιότητες ενάντια στην πανούκλα. Το ποτό εξαπλώθηκε στην Αγγλία μετά την «Ένδοξη Επανάσταση», που ανέβασε τον Γουλιέλμο της Οράγγης στον αγγλικό θρόνο. Έγινε πολύ διάσημο εκεί αφότου η κυβέρνηση επέτρεψε την παραγωγή του χωρίς άδεια, επιβάλλοντας ταυτόχρονα μεγάλη φορολογία σε όλα τα εισαγόμενα ποτά. Αγαπήθηκε τόσο από τους Άγγλους, που σταδιακά ανέπτυξαν τον τρόπο παραγωγής που γνωρίζουμε σήμερα, την απόσταξη σε κολόνα, όπως φαίνεται και στη φωτογραφία. Οι πρώτοι, λοιπόν, Άγγλοι άποικοι έφεραν και το τζιν στον Νέο Κόσμο. 

Το αποστακτήριο που θα ξεχώριζα είναι το New Columbia Distillers και το προϊόν τους, το Green Hat Gin, που βαφτίστηκε έτσι προς τιμήν του λαθρέμπορου George Cassiday. Στην είσοδο, εκτός από τους ευγενέστατους ιδιοκτήτες της επιχείρησης, σε καλωσορίζει μια ταμπέλα πάνω από το κουδούνι της μεγάλης πόρτας του πλινθόκτιστου αποστακτηρίου. Γράφει:

Ring bell for gin.