Καραμπόλες στη βιβλιοθήκη

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Καραμπόλες στη βιβλιοθήκη

Το 1790, σε ηλικία 27 χρονών, ο Γάλλος συγγραφέας Ξαβιέ ντε Μεστρ, ευρισκόμενος, εξαιτίας μιας ατυχούς μονομαχίας, για έξι εβδομάδες σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Τορίνο, λάτρης των ταξιδιών, της ανάγνωσης και της ζωγραφικής, επιχείρησε —εν μέρει για να εξακριβώσει μιαν ιδέα του, εν μέρει για να περάσει την ώρα του— ένα ιδιότυπο, ασυνήθιστο και περιπετειώδες ταξίδι, η καταγραφή των αποτελεσμάτων του οποίου επρόκειτο να συμβάλει στη συγγραφική του αθανασία πολύ περισσότερο από ό,τι όλα τα υπόλοιπα έργα του μαζί. Το ταξίδι που επιχείρησε, φορώντας τις παντόφλες και τις πιτζάμες του, ήταν μια περιήγηση μες στη σοφίτα που χρησίμευε για κρεβατοκάμαρά του και το βιβλίο που δημοσιεύτηκε τέσσερα χρόνια αργότερα τιτλοφορείται «Ταξίδι στο δωμάτιό μου».

Κάπου διακόσια χρόνια αργότερα, ο κοσμοπολίτης συγγραφέας Αλμπέρτο Μανγκέλ, λάτρης των ταξιδιών και της ανάγνωσης, εγκαθίσταται στη Γαλλία και στεγάζει τη βιβλιοθήκη του σε έναν αχυρώνα του 15ου αιώνα με χοντρούς πέτρινους τοίχους. Εκεί, ανάμεσα στα ράφια που σηκώνουν τους χιλιάδες τόμους της προσωπικής του βιβλιοθήκης, συνηθίζει να περνά τις νύχτες του διαβάζοντας ή απλώς ξεφυλλίζοντας τα βιβλία του, αφήνοντας το βλέμμα του και το μυαλό του να πηδάει από τον ένα τίτλο στον άλλο και καταγράφοντας τις εντυπώσεις, τις γνώσεις και τις σκέψεις του σε έναν τόμο αφιερωμένο στις βιβλιοθήκες, στον οποίο θα ήθελε, όπως γράφει στον πρόλογό του, να δώσει τον τίτλο «Ταξίδι στο δωμάτιό μου», αλλά δυστυχώς τον είχε προλάβει ο περιώνυμος ντε Μεστρ δύο αιώνες νωρίτερα — το βιβλίο του ονομάστηκε τελικά, «Η βιβλιοθήκη τη νύχτα».

Κάθε άνθρωπος που έχει επιλέξει κάποτε ή έχει αναγκαστεί (λόγω κάποιας ασθένειας, φέρ’ ειπείν) να μείνει στο δωμάτιό του περισσότερο από όσο συνηθίζει τον υπόλοιπο καιρό, ή με διαφορετική από τη συνηθισμένη του διάθεση, είναι βέβαιο πως θα έχει επιχειρήσει παρόμοια ταξίδια με αυτά του ντε Μεστρ — ακόμη και αν δεν τα έχει καταγράψει ποτέ ή ακόμα κι αν δεν το έχει συνειδητοποιήσει καν, όπως εκείνος ο ήρωας του Μολιέρου που έκανε πρόζα χωρίς να το γνωρίζει. Και κάθε αναγνώστης που περιστοιχίζεται από μια στοιχειώδη έστω βιβλιοθήκη ή έχει στο μυαλό του τίτλους, φράσεις και στιγμιότυπα από έναν ορισμένο αριθμό βιβλίων είναι, επίσης, βέβαιο πως συχνά θα έχει επιχειρήσει παρόμοια ταξίδια με αυτά του Αλμπέρτο Μανγκέλ.  

Γιατί μία από τις ωραιότερες στιγμές της αναγνωστικής περιπέτειας είναι αυτά τα ταξίδια που επιχειρούμε ακίνητοι στο γραφείο μας ή στην πολυθρόνα όπου καθόμαστε και διαβάζουμε ή ξεφυλλίζουμε τα βιβλία μας και ο νους μας πετάγεται από το ένα στο άλλο, από τον ένα συγγραφέα στον άλλο, από τη μια φράση στην άλλη και από το ράφι της βιβλιοθήκης με τα αστυνομικά μυθιστορήματα στο απέναντι με τα βιβλία των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. «Δεν θα τελείωνα», παρατηρεί ο ντε Μεστρ, «αν ήθελα να περιγράψω ένα χιλιοστό από τα μοναδικά γεγονότα που μου συμβαίνουν όταν ταξιδεύω κοντά στη βιβλιοθήκη μου. Τα ταξίδια του Κουκ και οι παρατηρήσεις των συνταξιδιωτών του, των σοφών Μπανκς και Σολάντερ, δεν είναι τίποτε σε σύγκριση με τις περιπέτειές μου στη μοναδική αυτή περιοχή».

Έτσι που στο τέλος να απορούμε κι εμείς οι ίδιοι πώς βρεθήκαμε όρθιοι μπροστά στη βιβλιοθήκη να ξεφυλλίζουμε τον «Μόμπι Ντικ», ενώ λίγη ώρα πρωτύτερα διαβάζαμε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τα ποιήματα του Ντίλαν Τόμας. Είναι απλό όμως: από τον Ντίλαν Τόμας οδηγηθήκαμε, αυτή τη φορά, στον Μίλτο Σαχτούρη ο οποίος, ως γνωστόν, έχει αφιερώσει κάμποσους στίχους στον Ουαλό ομότεχνό του, ονομάζοντάς τον αδελφικό του φάσμα. Ανάμεσα στα ποιήματα του Σαχτούρη όμως, λίγο πιο κάτω, υπάρχει και ένα ποίημα αφιερωμένο στον Ανδρέα Εμπειρίκο (Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο / το φοβερό το γέλιο του· / πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια / ένα σύννεφο σπουργίτια / πέρα απ’ το θάνατό του), οπότε θυμόμαστε τους «Μπεάτους ή, Της μη συμμορφώσεως του αγίους» και ανατρέχουμε στην «Οκτάνα» για να εξακριβώσουμε αν ο Εμπειρίκος είχε συμπεριλάβει σε αυτούς και τον Ντίλαν Τόμας, όπως θα ήταν το σωστό. Το όνομά του δεν βρίσκεται εκεί τελικά, βρίσκεται όμως αυτό του Χέρμαν Μέλβιλ, καθώς και τουλάχιστον δύο εξαίσια ποιήματα του Έλληνα υπερρεαλιστή που ανακαλούν απευθείας τον Αμερικανό συγγραφέα: το «Πυρσός λαμπρός του υπερτάτου φαροδείκτου» και η «Νήσος των Ροβινσώνων». Από κει ώς τον «Μόμπι Ντικ» δεν είναι πια παρά ένα βήμα (στη δική μου βιβλιοθήκη μάλιστα ούτε καν ένα βήμα).

Υπάρχει μάλιστα και ένα σχετικό παιχνίδι που συνηθίζεται στους κύκλους των βιβλιοφίλων, ιδίως τις σκοτεινές και κρύες νύχτες του χειμώνα με τη συνοδεία κονιάκ, μαύρης σοκολάτας και υπό τους ήχους των Thelonious Monk και Sonny Rollins. Ο εκάστοτε διαγωνιζόμενος σε αυτό το παιχνίδι υποχρεούται να συνθέσει ένα σύντομο δοκίμιο, σε προφορικό λόγο, στο οποίο θα εντοπίζει και θα καταδεικνύει τα σημεία εκείνα που συνδέουν τα έργα ή τους συγγραφείς που έχουν επιλέξει γι’ αυτόν οι συμπαίκτες του. Καλείται, επί παραδείγματι, κάποιος να συνδέσει με κάποιον τρόπο τον «Αφρό των ημερών» του Μπορίς Βιαν με τον «Κόσμο ως βούληση και ως παράσταση» του Σοπενχάουερ και τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ.

Άλλη παραλλαγή του παιχνιδιού, ευκολότερη αυτή και διαδεδομένη και σε κύκλους κοσμικών που δεν έχουν το πάθος της βιβλιοφιλίας, είναι η επονομαζόμενη καραμπόλα, κατά την οποία οι διαγωνιζόμενοι καλούνται να σχεδιάσουν διαδρομές από το ένα βιβλίο στο άλλο ή από τον ένα συγγραφέα στον άλλο: όπως περίπου δοκίμασα να κάνω παραπάνω συνδέοντας τον Ντόλαν Τόμας με τον Χέρμαν Μέλβιλ και όπως θα προσπαθήσω τώρα να χαράξω μια διαδρομή που να συνδέει (στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον) τον Σελίν με τον Μπόρχες, ξεκινώντας από τον πρώτο.

Διαβάζοντας, λοιπόν, για πρώτη φορά το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», είναι σχεδόν βέβαιο πως η μνήμη μας θα τινάξει κάμποσες φορές σπινθήρες όταν κάποια φράση ή κάποιος τρόπος του Σελίν θα αγγίξει κάποιαν ανάλογη φράση ή κάποιον παρόμοιο τρόπο ενός συγγραφέα που ήδη τον έχουμε διαβάσει και αγαπήσει. Μπορεί να ’ναι ο Μπάροουζ, μπορεί να ’ναι ο Μπουκόφσκι, μπορεί να ’ναι ο Χένρι Μίλερ, ακόμα και ο Σκαρίμπας μπορεί να είναι. Κι επειδή η ανάγνωση του βιβλίου του Σελίν δεν μπορεί παρά να είναι μία από τις συγκλονιστικότερες εμπειρίες στη ζωή ενός αναγνώστη, στον νου μου έρχονται αμέσως μερικές από τις θερμότερες γραμμές που έχουν γραφτεί σχετικά με μιαν ανάλογη αναγνωστική εμπειρία από τον ήδη αναφερθέντα Χένρι Μίλερ.

Γράφει λοιπόν ο Μίλερ αναθυμούμενος την εποχή που διάβαζε την «Παρακμή της Δύσης» του Σπένγκλερ και εκφράζει με ακρίβεια τα συναισθήματα που και ο ίδιος ένιωσα φτάνοντας στην τελευταία σελίδα του «Ταξιδιού στην άκρη της νύχτας»:

Κάθε βράδυ μετά το φαΐ γυρίζω στο δωμάτιό μου, βολεύομαι όσο μπορώ καλύτερα και χώνομαι με τα μούτρα σ’ αυτόν τον τεράστιο τόμο μέσα στον οποίο ξετυλίγεται το πανόραμα του ανθρώπινου πεπρωμένου. Έχω πλήρη συναίσθηση του γεγονότος πως η ανάγνωση αυτού του μεγάλου έργου αντιπροσωπεύει άλλο ένα μνημειώδες κομμάτι της ζωής μου. […] Αργά, προσεκτικά, χωνεύοντας κάθε κομματάκι που διαβάζω, προχωρώ όλο και βαθύτερα. Συχνά σηκώνομαι όρθιος και κάνω βόλτες πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Μερικές φορές βρίσκω πως κάθομαι στο κρεβάτι κοιτώντας τον τοίχο. Το βλέμμα μου τον διαπερνάει: βλέπω μακριά σ’ ένα παρελθόν ζωντανό και χωρίς τέλος. Κάποτε-κάποτε μια έκφραση μου κάνει τόση εντύπωση που δεν με χωράει ο τόπος, βγαίνω στους δρόμους και τριγυρνάω σαν υπνοβάτης.

Ευτυχισμένος, σκέφτομαι, όποιος έχει διαβάσει με αυτόν τον τρόπο πέντ’-έξι βιβλία στη ζωή του. Πόσα βιβλία προλαβαίνουμε άραγε να διαβάσουμε έτσι σε μια μόνο ζωή; Πόσες φορές δηλαδή μπορούμε ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας διαβάζοντας ένα βιβλίο; Γιατί μια τέτοια ανάγνωση δεν μπορεί παρά να σε κάνει ν’ αλλάξεις τη ζωή σου. Εγώ με παρόμοιο, ίσως, τρόπο και με παρόμοια αποτελέσματα στη ζωή μου έχω διαβάσει τα έργα του Καζαντζάκη στην εφηβεία μου, τα ποιήματα και τα πεζά του Ελύτη πιο μετά, χρόνια ολόκληρα με επιμονή και απόλαυση, και ακόμα αργότερα το «Βιβλίο της ανησυχίας» του Πεσσόα — μπορεί και τον Μπόρχες.

Δεν έχω διαβάσει όμως τους δύο ογκώδεις τόμους της «Παρακμής της Δύσης» του Σπένγκλερ, για την οποία μιλάει ο Χένρι Μίλερ. Γι’ αυτόν τον συγγραφέα δεν είναι που είχε γράψει και ο Μπόρχες πως μπορεί η εκ μέρους του βιολογική θεώρηση της Ιστορίας να είναι συζητήσιμη, όχι όμως και το απαράμιλλο ύφος του; Και, κάθε φορά που ο Μπόρχες πάλι πιάνει να κουβεντιάσει την έννοια του βιβλίου (συχνότατα δηλαδή), φροντίζει με σεμνότητα να επαναλαμβάνει πως όσα έχει να πει στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στις σχετικές παρατηρήσεις που κάνει ο Σπένγκλερ στην «Παρακμή της Δύσης».

Κάπως έτσι, λοιπόν, «προχωρώντας από ανακάλυψη σε ανακάλυψη», καθώς σημειώνει ο ντε Μεστρ για τη δική του περιπλάνηση, από το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν μπορεί —μέσω Χένρι Μίλερ και Σπένγκλερ— να βρεθούμε με τα βιβλία του Μπόρχες ανά χείρας και να ψάχνουμε το «Deutsches Requiem», στο οποίο ένας ναζιστής, που πρόκειται την επομένη να εκτελεστεί, απολογείται για τη ζωή του και αναφέρεται, βέβαια, και στον Σπένγκλερ.

Έτσι, από καραμπόλα σε καραμπόλα, το αναγνωστικό ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ.