Καραβάκια από χαρτόνι

L
Ξένια Κουναλάκη

Καραβάκια από χαρτόνι

Μίλησα με τη B. στο τηλέφωνο. Έχει πάει εθελόντρια στη Μυτιλήνη να βοηθάει τους πρόσφυγες. Κάνει τα πάντα. Μαγειρεύει, παίζει με τα παιδιά, μεταφέρει βρεγμένους ανθρώπους που μόλις έχουν φτάσει στο νησί και περπατούν άσκοπα μέσα στο σκοτάδι γιατί δεν ξέρουν πού να πάνε: εκεί, μέσα στην ερημιά, περνάει τυχαία η B., μετά τα μεσάνυχτα, είναι 45 όλοι μαζί, δεν μπορεί να τους βάλει μέσα στο αυτοκίνητο όλους, τηλεφωνεί σε ένα Σύρο φίλο της, που ξέρει και τη γλώσσα, και αρχίζει η μεταφορά, σιγά-σιγά, στους ξενώνες, στα λυόμενα, στα νοσοκομεία, όπου πρέπει να πάει ο καθένας.

Παλιά με τη B. μιλούσαμε στο τηλέφωνο κυρίως για έρωτες. Τώρα ακούω περισσότερο εγώ, και εκείνη περιγράφει την κατάσταση στη Λέσβο. Όχι μελό, κανονικά, χωρίς κλάψα και εξιδανίκευση. Μου λέει για το Νόμπελ Ειρήνης, που ΔΕΝ πρέπει να πάρουν οι κάτοικοι της Μυτιλήνης, γιατί υπάρχουν πολλά καθάρματα και γιατί είναι άδικο και για τους εθελοντές που σκίζονται εκεί. Μου λέει για τους οδηγούς του λεωφορείου που μεταφέρει τους πρόσφυγες στο λιμάνι και που αργούν επίτηδες, σε συμφωνία με τους ταξιτζήδες, για να αναγκαστούν να πάρουν ταξί οι άνθρωποι. Εφτακόσια ευρώ και πάνω ημερήσιο τζίρο, τις «καλές μέρες», υπολογίζει η B. Μια απίστευτη βιομηχανία έχει στηθεί γύρω από τη δυστυχία. Νέα ταξιδιωτικά πρακτορεία ανοίγουν συνέχεια· και μαγαζιά με είδη κάμπινγκ.

Είναι δύσκολο να βρεις στέγη. Τα ξενοδοχεία είναι γεμάτα. Η B. τσακώθηκε με έναν ιδιοκτήτη γιατί του έκανε μια παρατήρηση, κι εκείνος τής επιτέθηκε σκαιότατα. Άλλωστε, δεκάδες νέοι πελάτες περιμένουν στην ουρά. Έχει φτιαχτεί μια ολόκληρη παροικία — όταν περπατάς στους δρόμους της Μυτιλήνης, μπορείς να διακρίνεις ποιοι είναι ντόπιοι και ποιοι έχουν έρθει για να βοηθήσουν.

Τα βράδια οι εθελοντές κάνουν συχνά αυτοσχέδιες γιορτές με ρακές και τα λοιπά, θέλουν μια επίφαση κανονικότητας, ειδικά τις Κυριακές. Συχνά οι τελετές αυτές είναι αποχαιρετιστήριες. Μια Αμερικάνα που φεύγει, μερικοί πρόσφυγες που πάνε για μετεγκατάσταση, άλλοι που δεν έχουν ιδέα πού θα καταλήξουν. Σε ένα βίντεο, που πόσταρε στο Facebook, η B. χορεύει τρελά κάποιες ροκιές με δυο γυναίκες με μαντίλα που χασκογελάνε. Ένας εθελοντής πιτσιρικάς κάνει τον ντι-τζέι.

Αν θες να δεις βάρκες να φτάνουν στο νησί, οι εθελοντές ξέρουν πότε και πού ακριβώς καταπλέουν. Δεν είναι πια στα βόρεια του νησιού, όπως στην αρχή, γιατί —φαίνεται— αυξήθηκαν οι έλεγχοι των Τούρκων.

Μα γιατί να θέλει κάποιος να δει πρόσφυγες να φτάνουν σε βάρκες, τη ρωτάω κυνικά. «Για να το ζήσουν; Ως αξιοθέατο; Για να τραβήξουν φωτογραφίες;»

«Για να βοηθήσουν, ρε χαζό», μου απαντάει το προφανές.

Έχει αρχίσει να φτιάχνει μια εγκατάσταση, καλλιτέχνις γαρ. Βάζει τα παιδιά να φτιάχνουν καραβάκια από χαρτόνι και να γράφουν τα ονόματά τους επάνω, στα αραβικά ή στα φαρσί. Στο τέλος θέλει να συγκεντρώσει μια τεράστια θάλασσα από πεντακόσια καραβάκια. Έχει ήδη μαζέψει πενήντα.

«Μη νομίζεις, θα τελειώσει γρήγορα». Σκέφτεται όλο εκείνο το νερό. «Ξέρεις, αλλάζει η σχέση σου με τη θάλασσα, όταν είσαι εδώ», λέει.

Αν και χειμερινή κολυμβήτρια, δεν έχει βουτήξει ούτε το πόδι της στη Μυτιλήνη. Από μακριά, όταν πλησιάζεις σε μια παραλία, βλέπεις δεκάδες πορτοκαλί σωσίβια. Δεν ξέρεις αν αυτοί που τα κρατούσαν επέζησαν όλοι ή όχι. Είναι ασαφές το μήνυμα. Αντίθετα, οι χρυσαφένιες σακούλες, οι θερμαντικές, είναι σημάδι ζωής. Έφτασαν, και λίγο-λίγο ζεστάθηκαν.

«Δεν έχω κλάψει ούτε μια φορά», μου λέει η B. «Δεν είμαι περήφανη γι’ αυτό. Για την ακρίβεια, τα δάκρυα είναι στα μάτια μου και μέσα μου, απλώς δεν κυλούν».

[ Εικονογράφηση: Joaquín Sorolla, Niños en el Mar ].