Κατήχηση

P
Βίβιαν Στεργίου

Κατήχηση

Το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία δείχνει ότι το δικαίωμα των πολιτών να διαλέγουν με βάση τη συνείδησή τους πού και αν θα πιστέψουν είναι λιγότερο σημαντικό από την πολύ παλιά σχέση του ελληνικού κράτους με την Εκκλησία. Η κυβέρνηση της Αριστεράς είπε ότι θα το άλλαζε αυτό. Δεν έχει κάνει όμως τίποτα.

Το σύνταγμα τονίζει (άρθρο 13) ότι ο καθένας μπορεί να πιστεύει σε ό,τι θέλει. Στην παρ. 1, αναφέρεται επακριβώς: «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη». Από την άλλη, το άρθρο 16 (παρ. 2) λέει ότι η παιδεία έχει σκοπό την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» των Ελλήνων. Προφανώς η διατύπωση στο άρθρο 16 είναι ενοχλητική. Γιατί να έχει ένα σκοπό η παιδεία που τον διαλέγει το κράτος και που το κράτος φροντίζει να εκπληρωθεί; Και γιατί ο σκοπός να είναι, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης; Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι το ένα άρθρο συγκρούεται με το άλλο —δεν υπάρχουν αντισυνταγματικές διατάξεις στο σύνταγμα—, ο τρόπος όμως που κράτος και πολίτες διαβάζουν το ένα πρέπει να μην αναιρεί το άλλο, και η επιχειρηματολογική βαρύτητα που θα προσδίδεται στο ένα δεν πρέπει να ακυρώνει τις προβλέψεις του άλλου.

Πιο συγκεκριμένα: αφού πρέπει να αναπτυχτεί μία θρησκευτική συνείδηση, αυτή πρέπει να είναι ελεύθερη, να μπορεί να σημαίνει και την ανάπτυξη της έλλειψης θρησκευτικής συνείδησης και να περιλαμβάνει και την έλλειψη θρησκευτικής πίστης. Η ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης μπορεί να σημαίνει διαφώτιση για θρησκευτικά θέματα που να περιλαμβάνει και την ελευθερία επιλογής πίστης ή έλλειψης πίστης. Δεν μπορεί να σημαίνει κατήχηση σε ένα συγκεκριμένο δόγμα, πολύ δε περισσότερο κατήχηση σε μία θρησκεία που επέλεξε το κράτος ή στη θρησκεία που ασπάζεται η πλειοψηφία. (Υπενθύμιση: η αξία των ατομικών δικαιωμάτων έγκειται, μεταξύ άλλων, στο ότι προστατεύουν και τη μη αρεστή θρησκευτική πίστη ή θρησκευτική άποψη, τη μειοψηφική, αφού η θρησκευτική πίστη της πλειοψηφίας, η επικρατούσα δηλαδή, δεν θα αμφισβητηθεί ούτε θα κινδυνεύσει να απαγορευτεί ή να καταπιεστεί, ακριβώς επειδή είναι επικρατούσα).

Αυτή τη γενική «διαφώτιση» δύσκολα μπορεί να τη βρει κάποιος στα σχολικά βιβλία Θρησκευτικών και στο ίδιο το μάθημα. Το σχολείο την ώρα των Θρησκευτικών λειτουργεί σαν πρωινό κατηχητικό. Το μάθημα είναι ομολογιακό και έχει μία επίφαση θρησκειολογίας: στο τέλος-τέλος των βιβλίων μπορεί να περιέχει κάποια —συνήθως ανακριβή ή απλουστευτική— αναφορά σε άλλες θρησκείες, οι οποίες με βάση το αναλυτικό πρόγραμμα διεκδικούν ένα εξαιρετικά μικρό μερίδιο της ύλης και αναμένεται να παρουσιαστούν σε ελάχιστες διδακτικές ώρες και επί τροχάδην, αφού έχει γίνει, πρώτα, φανερή η υπεροχή της χριστιανικής ορθόδοξης εκκλησίας.

Δύσκολα θα έλεγε κάποιος ότι αυτή η κατάσταση δεν προωθεί κάποια συγκεκριμένη θρησκευτική συνείδηση. Αν πάρουμε το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας στα σοβαρά, δεν θα έπρεπε να επιβαλλόταν η ανάπτυξη καμίας συγκεκριμένης θρησκείας. Αντιθέτως, όλοι διδασκόμαστε χριστιανισμό — και όποιος θέλει απαλλάσσεται: από το μάθημα μπορεί κανείς να απαλλαγεί εφόσον φέρει δήλωση (το ίδιο ισχύει και με άλλες εκδηλώσεις πίστης: τον αγιασμό, τον εκκλησιασμό, τις επισκέψεις σε τοπικά παραρτήματα θρησκευτικών οργανώσεων). Χρειάζεται, δηλαδή, μία θετική ενέργεια (αίτημα απαλλαγής) από τον φορέα του δικαιώματος για να μπορεί να το ασκήσει — άρα οι πιθανότητες να μην κάνει τίποτε και απλώς να υποστεί την κατήχηση είναι πολλές.

Αυτή η δυνατότητα απαλλαγής, που παρουσιάζεται ως πρόοδος, συνιστά ομολογία του προβλήματος. Για να ασκηθεί ένα ατομικό δικαίωμα, δεν χρειάζονται δηλώσεις και εγκρίσεις από κανέναν (τι δύναμη θα είχε τότε το δικαίωμα;). Ταυτόχρονα, κάθε εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος είναι προβληματικό. Δεν είναι εμπόδιο (ψυχολογικό, για τον μαθητή) ότι θα πρέπει να ξεχωρίσει από τους συμμαθητές του και εκείνη την ώρα να λείψει από την τάξη; Δεν είναι εμπόδιο (πρακτικό) ότι θα πρέπει να πει γιατί θέλει να απαλλαγεί με υπεύθυνη δήλωση υπογεγραμμένη από τους γονείς ή τους κηδεμόνες του;

Η εγκύκλιος που προβλέπει τα της απαλλαγής δεν τηρεί ούτε τα προσχήματα σε σχέση με τη θρησκευτική ελευθερία. Μιλά για ανάγκη επίκλησης λόγων για την απαλλαγή, αναφέρεται στην κατάχρηση του δικαιώματος και διατηρεί τη στρεβλότητα να πρέπει να εγκρίνει το αίτημα απαλλαγής ο διευθυντής του σχολείου. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Επειδή έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα κατάχρησης του δικαιώματος […] εφιστάται η προσοχή στους Διευθυντές των σχολικών μονάδων να ελέγχουν την τεκμηρίωση των προβαλλόμενων λόγων επισημαίνοντας σε κάθε ενδιαφερόμενο τη σοβαρότητα των σχετικών Υπεύθυνων Δηλώσεων και κατόπιν να προβαίνουν στη χορήγηση της απαλλαγής». Όλα αυτά είναι προβληματικά. Η ανάγκη επίκλησης λόγων αναιρεί την επί της αρχής προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, η αναφορά στην κατάχρηση υπονοεί ότι υπάρχει συγκεκριμένος αριθμός «προβληματικών» μαθητών που θέλουν να «γλιτώσουν», ενώ ο προβλεπόμενος ρόλος για τον διευθυντή τον μετατρέπει σε δικαστή, ωθώντας τον να ελέγχει την άσκηση ενός προστατευόμενου από το Σύνταγμα δικαιώματος.

Υπάρχει πρόβλημα όμως και με το προσδοκώμενο περιεχόμενο της δήλωσης. Για να πάρεις απαλλαγή, πρέπει να δηλώσεις μη χριστιανός ορθόδοξος, δηλαδή να επικαλεστείς ένα λόγο για τον οποίο ασκείς κάποιο δικαίωμα, σαν να είναι η άρνηση του δικαιώματος ο κανόνας και το δικαίωμα η εξαίρεση. Με απλά λόγια: αντί να αρκεί να πεις τι δεν είσαι (χριστιανός), υποχρεούσαι να πεις τι είσαι (μουσουλμάνος, άθεος κλπ.). Στη θρησκευτική ελευθερία όμως περιλαμβάνεται και το δικαίωμα να μη δηλώνεται η πίστη ή η απουσία της. Η θρησκευτική ελευθερία έχει και αρνητική δύναμη: την αξίωση να μην υπογράφουμε υπεύθυνες δηλώσεις ή να μη λέμε δημόσια, επίσημα και ανεπίσημα, αν και τι πιστεύουμε. Η εγκύκλιος έχει πρόβλημα. Και ο κύριος Φίλης τη διατηρεί.

Αν διαβάσει κάποιος την εγκύκλιο για την απαλλαγή από τα Θρησκευτικά και τις δηλώσεις Μπαλτά και Φίλη ότι το μάθημα θα παραμείνει υποχρεωτικό, κομίζει τη λάθος εντύπωση ότι το σύνταγμα επιβάλλει τη χριστιανική κατήχηση (η ίδια η Εκκλησία μάλιστα, στον Καταστατικό της Χάρτη —ν. 590/1977, άρθρο 2, εδάφιο α΄—, μιλά για συνεργασία κράτους και Εκκλησίας αναφορικά με τη «χριστιανική αγωγή της νεότητος») και ότι απλώς επιτρέπει να πιστεύεις σε κάτι άλλο εφόσον το επιθυμείς.

Πώς αντέδρασε η Αριστερά στα παραπάνω; Αρχικά, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, αδράνησε. Στη συνέχεια έκανε δηλώσεις για αλλαγές —όπως ευκολότερη απαλλαγή από τα Θρησκευτικά—, που προκάλεσαν την Εκκλησία και που αντικαταστάθηκαν από δηλώσεις για τον κοινωνικό ρόλο της εκκλησίας μαζί με «πρωτοβουλίες». Στο μεταξύ, σχέδιο για αλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών όπως εν μέρει μόνο προτείνονται από την κυβέρνηση είχε παρουσιάσει ήδη η Άννα Διαμαντοπούλου. Ο κύριος Φίλης, αντιθέτως, θέλει μεν ένα μάθημα γνωσιολογικό, αλλά που το 70% περίπου της ύλης του θα είναι αφιερωμένο στην ορθόδοξη χριστιανική άποψη: οι άλλες θρησκείες υποτιμώνται και εντέλει παρουσιαστούν ως απόκλιση.

Η ιστορία με τα Θρησκευτικά είναι άλλη μία ξεφούσκωτη παραίσθηση για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Πολλά λόγια, μάταιες αντιδράσεις, συμβιβασμοί μπρος-πίσω — και στο τέλος τίποτα. Η Αριστερά δεν άλλαξε τη χριστιανική κατήχηση των παιδιών στα σχολεία.