Κοιτώντας τον κόσμο χαιρέκακα

C
Σαπφώ Καρδιακού

Κοιτώντας τον κόσμο χαιρέκακα

Τι είναι η Schadenfreude; Το πρώτο συνθετικό του γερμανικού λήμματος, το Schaden, σημαίνει πλήγμα, ζημία. Το Freude ερμηνεύεται ως ευχαρίστηση, χαρά. Schadenfreude είναι η χαρά για το πλήγμα που υφίσταται κάποιος, η χαιρεκακία. Στο συνοπτικό και ιδιαίτερα διασκεδαστικό βιβλίο της, η Tiffany Watt Smith, ιστορικός του πολιτισμού και ερευνήτρια στο Κέντρο Ιστορίας των Συναισθημάτων του Πανεπιστημίου Queen Mary του Λονδίνου, παραθέτει τα είδη της χαιρεκακίας ή, μάλλον, τις εκφάνσεις της. Ποιες περιστάσεις την ενθαρρύνουν; Είναι δικαιολογημένο συναίσθημα; Προκαλείται από εκείνον που το νιώθει ή από όποιον την εμπνέει; Είμαστε εμπαθείς όταν χαιρόμαστε με τα στραβοπατήματα των άλλων; Είμαστε «ηθικά ανάξιοι», όπως διακήρυττε ο Σοπενχάουερ;

Η Smith διαφωνεί. Η Schadenfreude εκδηλώνει τον πραγματικό εαυτό, αποκαλύπτει τα βαθιά ένστικτά μας για το μίσος και την υποκρισία, απονέμει μία εσωτερική δικαιοσύνη στο πρόσωπο της ατιμώρητης αδικίας, της έπαρσης, ίσως και της ύβρεως. Μελέτες της αναπτυξιακής ψυχολογίας δείχνουν πως το αυθόρμητο γέλιο στη θέα ενός αστείου ατυχήματος πηγάζει από τα πρώτα μας παιδικά χρόνια. Τα μωρά ξεκαρδίζονται βλέποντας τον μπαμπά να γκρεμίζει κατά λάθος τον πύργο από τουβλάκια, ή τη μαμά να της πέφτουν πράγματα από τα χέρια.

Ο Δρ Κάσπαρ Άντυμαν, αναπτυξιακός ψυχολόγος στο Γκόλντσμιθς Κόλετζ του Λονδίνου, δεν αποδέχεται τη θεωρία του Φρόυντ περί καθαρής ηδονής και αισθήματος ανωτερότητας στην αντίδραση των παιδιών. Υποστηρίζει ότι το γέλιο των μωρών αφορά την έκπληξη μπροστά στην αιφνίδια ανατροπή της κανονικότητας και τη μάθηση: σαν να βλέπουν τον κόσμο για πρώτη φορά. Μεγαλώνοντας, ορισμένοι συνεχίζουμε να δείχνουμε προτίμηση στην ίδια «διασκέδαση». Τα βίντεο με ριψοκίνδυνα σπορ και τούμπες ή πειράματα που πάνε στραβά εμφανίζουν μεγάλο αριθμό views και likes σε διάφορες πλατφόρμες. Γελώντας με το σλάλομ ενός σκιέρ που καταλήγει σε ατσούμπαλη πτώση ή με μια βουτιά στην πισίνα που καταλήγει οπουδήποτε αλλού εκτός από το νερό, επιβεβαιώνουμε την ύπαρξη της ενδόμυχης αίσθησης θριάμβου σε σύγκριση με τις «δυστυχίες» των άλλων. Ίσως, κατά τη θεωρία εξέλιξης του Δαρβίνου, διαιωνίζουμε το ένστικτο της επιβίωσης του ισχυρότερου, που έκανε τους μακρινούς μας προγόνους να απολαμβάνουν την καταστροφή των ανταγωνιστικών μελών της κοινωνικής δομής τους εφησυχασμένοι πως έτσι παρατεινόταν η δική τους ακεραιότητα.

Προσαρμόζοντας τη θεωρία σε τωρινές αναλογίες, η ευτυχία για την ήττα ενός αντιπάλου έστω κι αν δεν αυξάνονται οι δικές μας πιθανότητες νίκης ή επικράτησης τεκμηριώνεται με περισσότερο πολύπλοκα επιχειρήματα. Το αίσθημα δικαιοσύνης που αναφέραμε στην αρχή απαιτεί ανταπόδοση –για μια δική μας ήττα, για τον κλονισμό της αυτοπεποίθησης του αντιπάλου, την εκθρόνισή του από την εύνοια κάποιου ανώτερου, την προστασία της ομάδας στην οποία ανήκουμε κ.ο.κ.

Τη δεκαετία του ’70 ο κοινωνικός ψυχολόγος Χένρι Τάιφελ συνέτασσε τη θεωρία του ελάχιστου κριτηρίου ομάδας – την πιθανότητα να αναπτύξουμε ισχυρούς δεσμούς με κάποια ομάδα, ακόμη και αν συγκροτείται από μέλη με ελάχιστα κοινά. Αυτόματα, οι εσω-ομάδες στέκονται επιθετικά απέναντι από τις εξω-ομάδες (τις ομάδες στις οποίες δεν ανήκουμε), έτοιμες να χλευάσουν και να σατιρίσουν κάθε ολίσθημα των αντιπάλων.

Α, ναι. Η σάτιρα: η Schadenfreude με τη μεγαλύτερη αντοχή στην πολιτική και πολιτιστική ιστορία. Μέσω της σάτιρας, η μισή ανθρωπότητα επιχαίρει έναντι της άλλης μισής για τα πάντα: για τον αθλητισμό, την πολιτική, το celebrity lifestyle. Διανύουμε τον αιώνα της εφαρμοσμένης χαιρεκακίας – τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν μετατρέψει τον καθένα μας σε έναν βιτριολικό χιουμορίστα σε απευθείας σύνδεση με τα αντικείμενα-στόχους της χαιρεκακίας μας. Το αποτυχημένο πέναλτι της αντίπαλης ομάδας, το παραμικρό λάθος στον λόγο πολιτικού της «απέναντι» παράταξης, ένας βήχας, ένα σαρδάμ δημοφιλούς τηλεπαρουσιάστριας, τα πάντα παραδίδονται στην αλγοριθμική αιωνιότητα, γίνονται πηγή αμέτρητων λογοπαίγνιων, αστείων ή meme πάντοτε με την ίδια σκοπιμότητα: τον θρίαμβο της δικής μας ορθότητας σε αντιπαραβολή με την αδυναμία του άλλου, του άλλοτε ισχυρού. Προσωρινός ο θρίαμβος, επιφανειακός και παιδιάστικος, γιατί όχι; Αλλά τόσο ικανοποιητικός!

Η Smith δεν παραλείπει να μας προσγειώσει λίγο πριν το τέλος του βιβλίου. Οι συνέπειες της ανελέητης Schadenfreude ενδέχεται να είναι δραματικές για τον δημόσιο βίο. Η σάτιρα από μόνη της αγγίζει και ξεπερνά τα όρια αρκετά συχνά, επηρεάζοντας ευαίσθητες ισορροπίες σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Ακόμα και η ιδιωτική χαιρεκακία, για την αποτυχία, επί παραδείγματι, ενός όχι τόσο αγαπητού συναδέλφου ή για το ξήλωμα της ραφής στο νυφικό μίας άσπονδης φίλης, δεν βρίσκεται μακριά από ένα προσβλητικό ξέσπασμα αν επαναλαμβάνεται ή αν εντείνεται. Γνωρίζουμε τα δικά μας όρια, τα όρια των στόχων μας; Είμαστε πρόθυμοι και ικανοί να τα διακρίνουμε; Διαθέτουμε τη συνείδηση και τη συναισθηματική νοημοσύνη ώστε να χαράξουμε μία διαχωριστική γραμμή μεταξύ αστείου και κατάχρησης; Είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε τη Schadenfreude των άλλων;

Η συγγραφέας μάς θυμίζει κυρίως πως και εμείς είμαστε άνθρωποι, τουτέστιν τρωτοί και ευάλωτοι όσο και ο αποδέκτης της χαιρεκακίας μας. Αναζητώντας την προέλευση της Schadenfreude μέσα μας, έχουμε την ευκαιρία να διακριβώσουμε αν η ευχαρίστηση δεν πηγάζει μόνο από ένα κάποιο αίσθημα νίκης και θριάμβου αλλά από κάτι βαθύτερο, αν η στιγμιαία αίσθηση ανεπάρκειας δεν ικανοποιείται μέσα από το πνεύμα της ελαφρότητας και του αστείου.