Το κορίτσι που αγαπούσε τα βιβλία

C
Amagi

Το κορίτσι που αγαπούσε τα βιβλία

Ποια βιβλία αξίζουν; Γιατί αξίζει αυτό και όχι εκείνο; Ποιος επιλέγει; Γιατί η αγορά, από την άλλη, είναι γεμάτη με μυθιστορήματα που μέσα σε μερικούς μήνες ξεχνιούνται από τους πάντες και τα πάντα; Γιατί βλέπουμε τόσα πολύ κακά βιβλία στους πάγκους των βιβλιοπωλείων; Πώς πέρασαν από τον έλεγχο αυτά; Και τι γίνεται τελικά με τα βιβλία που όντως απορρίπτονται; Και γιατί, από την άλλη, ένα βιβλίο που έχει φάει δέκα μετ’ επαίνων απορρίψεις εγκρίνεται από τον ενδέκατο εκδότη και καταλήγει κάποια στιγμή να γίνει μπεστ-σέλερ; Γιατί έχουν συμβεί και διάφορα τέτοια. Βεβαίως. Φυσικά και έχουν συμβεί. Η αγορά του βιβλίου έχει πιο πολλά παράδοξα και από το Τρίγωνο των Βερμούδων.

Λοιπόν, θα σας πω. Ή καλύτερα θα απαντήσω στη φίλη μου και γειτόνισσά μου, τη Μεταξία, που μου έκανε, μία από εκείνες τις πρώτες ημέρες που ξεκίνησε η περιπέτειά μου, την ίδια ερώτηση.

«Εκδίδονται τα βιβλία εκείνα που ο εκάστοτε εκδότης ή αναγνώστης σε εκδοτικούς οίκους κρίνει με βάση τα προσωπικά του κριτήρια πως είτε είναι καλά είτε πρόκειται να πουλήσουν τη δεδομένη στιγμή», δήλωσα με ύφος, έβγαλα τα γυαλιά μου και τα σκούπισα με την μπλούζα μου.

«Αναγνώστης; Σαν εμένα δηλαδή;» ρώτησε η Μεταξία.

Καθόμασταν στον καναπέ της, πίνοντας πράσινο τσάι και μασουλώντας κριτσίνια ολικής αλέσεως με ηλιόσπορο. Έξω έβρεχε, αλλά εμείς ήμασταν καλά, και χουχουλιάζαμε στον μεγάλο καναπέ του καθιστικού της, δίπλα στο καλοριφέρ, φορώντας χνουδωτές μπότες για το σπίτι και πελώριες μαλακές ζακέτες. Εννοείται πως είχα και τον Σέρλοκ μαζί. Ποτέ δεν κάνω μία επίσκεψη χωρίς τον Σέρλοκ.

«Όχι», της απάντησα σπάζοντας ένα κριτσίνι στη μέση και βλέποντας ένα σουσάμι να πετιέται στον αέρα, η πορεία του να παίρνει μία παραβολική τροχιά και εντέλει να προσγειώνεται δίπλα στα μουστάκια του Σέρλοκ, που άπλωσε τη γλώσσα του και το έφαγε βαριεστημένα. «Εννοώ τους ειδικούς αναγνώστες που πληρώνουν οι εκδοτικοί οίκοι για να διαβάζουν τα χειρόγραφα που λαμβάνουν, και είτε να τα απορρίπτουν είτε να τα εγκρίνουν».

«Και γιατί τούς λένε αναγνώστες;»

«Πώς να τους πουν; Τάκη;»

«Όχι, βρε παιδί μου. Αλλά να έβρισκαν, ξέρω γω, κάτι πιο περίεργο».

«Σαν να λέμε;»

«Ε, δεν ξέρω. Ειδικούς-κάτι. Συμβούλους. Δεν ξέρω!»

«Ναι, δεν ξέρεις, αλλά με διακόπτεις πάνω στο καλύτερο».

«Καλά, καλά», είπε εκείνη και έπιασε την καυτή κούπα της. «Λέγε, συνέχισε, έχω αγωνία».

Ήταν στην ηλικία μου, εκεί κοντά στα τριάντα πέντε, και δούλευε σε κομμωτήριο: ήταν η καλύτερη μανικιουρίστα που μπορούσες να βρεις σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Και ήταν και όμορφη η άτιμη. Ψηλή, ξανθιά, με ελαφρώς φουσκωμένα χείλια από μία μικροεπεμβασούλα που έκανε πριν δύο χρόνια, και πάντα περιποιημένη. Στην τρίχα. Τέλεια.

Το αντίθετο από εμένα, δηλαδή.

Αλλά ήταν η καλύτερή μου φίλη. Και χρυσό κορίτσι. Και τη λάτρευα.

«Λοιπόν!» της είπα. «Τώρα αρχίζει το καλό».

«Ε πες το, ντε, και μ’ έσκασες».

«Κοίτα, όλο αυτό είναι πολύ θρίλερ, και γεμάτο ίντριγκα και κακό».

«Σοβαρά;»

«Αμέ. Κάθε χρόνο βγαίνουν μερικές χιλιάδες βιβλία, αλλά μόνο μερικά, καμιά εικοσαριά, πουλάνε πραγματικά πολύ. Τα υπόλοιπα είτε απλώς θα βγάλουν τα έξοδά τους, είτε θα βάλουν μέσα τον εκδότη».

«Δεν ακούγεται και πολύ καλό αυτό».

«Δεν είναι καλό. Είναι πολύ κακό. Είναι καταστροφή. Οι εκδόσεις είναι ρίσκο από τα λίγα».

«Ανατριχιαστικό…» είπε η Μεταξία.

«Μην κοροϊδεύεις!» είπα, σπάζοντας ακόμα ένα κριτσίνι και γεμίζοντας τον τόπο σουσάμια, αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον του Σέρλοκ. «Με δύο-τρία απανωτά λάθη, ένας οίκος μπορεί να πάθει μεγάλη ζημιά. Και καλά αν είναι μεγάλος και εύρωστος. Θα τη βρει την άκρη. Αν όμως είναι μικρός, μπορεί και να κινδυνέψει να κλείσει».

«Γουάου!»

«Βεβαίως. Παρ’ όλα αυτά όμως, αν το βιβλίο πάει καλά, ανέλπιστα καλά, και μπει μέσα σ’ αυτά τα δέκα-είκοσι που θα ξεχωρίσουν και θα συζητηθούν, μπορεί να φέρει αρκετά χρήματα στα ταμεία. Και να κάνει τη διαφορά. Και χάρη σ’ αυτό να βγουν κι άλλα, καινούρια. Με παρακολουθείς;»

Η Μεταξία πετάρισε τα μάτια.

«Με κομμένη την ανάσα».

Έδωσα τόπο στην οργή, δάγκωσα το κριτσίνι μου και συνέχισα.

«Οπότε λοιπόν», είπα, «έχουμε δύο τινά εδώ: από τη μία, την επιλογή των βιβλίων, και, από την άλλη, την προώθηση αυτών που τελικά εκδίδεις».

«Αχά!»

«Πάψε και άκου. Και εννοείται πως τώρα μιλάμε για Έλληνες συγγραφείς, ναι; Γιατί τα ξένα βιβλία έρχονται ήδη με τις κριτικές τους και με την επιτυχία τους από το εξωτερικό. Παίρνεις λιγότερο ρίσκο εκεί. Αλλά με τους Έλληνες είναι αλλιώς».

«Αχ αυτοί οι Έλληνες», είπε η Μεταξία, «όλο προβλήματα είναι».

«Συμφωνούμε», είπα. «Αλλά τι να το κάνω εγώ αν είναι να βγάζω μόνο ξένους; Είναι, πώς να σ’ το πω;… είναι σαν να έχω φωτοτυπείο. Βγαίνει ένα βιβλίο στο εξωτερικό, κάνει επιτυχία, πουλάει, αγοράζω τα δικαιώματά του, το μεταφράζω, το εκδίδω, κι από δω πάν’ κι άλλοι. Φωτοτυπείο. Φωτοτυπάδικο».

«Αλλά με τους Έλληνες είναι αλλιώς!»

«Μπράβο, Μεταξία, είπες μεγάλη κουβέντα. Με τους Έλληνες είναι αλλιώς. Και ειδικά με τους Έλληνες που δεν τους ξέρει κανείς. Που δεν έχουν ξαναεκδώσει. Που είναι άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Που τα βιβλία τους απορρίπτονται από όλους τους γνωστούς εκδοτικούς οίκους».

«Γιατί είναι μπαρούφες».

«Όχι!» Σηκώθηκα όρθια και άρχισα να βαδίζω στο καθιστικό σαν την τρελή, με τον Σέρλοκ να με ακολουθεί σαν σκυλί. Δηλαδή πώς αλλιώς, θα πείτε. Αλλά τέλος πάντων. «Όχι!» ξαναείπα. «Όχι πάντα».

«Δηλαδή, δηλαδή;» Η Μεταξία είχε γουρλώσει επιδεικτικά τα μάτια και με κοιτούσε σαν να ανακοίνωνα το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου.

«Γιατί τα περισσότερα δεν τα διαβάζουν καν!» ανακοίνωσα, και περίμενα πως τουλάχιστον θα με χειροκροτούσε.

Δεν με χειροκρότησε.

«Μα», είπε. «Μα», ξαναείπε, «δεν μου είπες ότι τα διαβάζουν αυτοί οι αναγνώστες;»

«Όχι!» βροντοφώναξα.

«Το είπες! Μάρτυράς μου ο Σέρλοκ».

Ο Σέρλοκ άκουσε το όνομά του και, αντί άλλης αντίδρασης, έκατσε στα πισινά του πόδια και άρχισε να τρίβει τη μουσούδα του στο χαλί, κάτι πολύ εκνευριστικό.

«Όχι», είπα για τέταρτη, αν δεν κάνω λάθος, φορά. «Οι αναγνώστες διαβάζουν όσα βιβλία τούς δώσουν οι εκδότες για να διαβάσουν. Οι μεγάλοι εκδότες, ναι; Μα οι εκδότες δεν τους τα δίνουν όλα. Μία ανάγνωση τέτοιου τύπου κοστίζει κάποια λεφτά, σωστά; Αν σου έρχονται στο γραφείο δέκα χειρόγραφα την ημέρα, δηλαδή πάνω από τρεις χιλιάδες τον χρόνο, ας πούμε, δεν έχεις το κεφάλαιο για να τα αναθέσεις όλα σε αναγνώστες. Θα αναθέσεις μόνο ένα μικρό ποσοστό.

»Με παρακολουθείς;» ρώτησα, γιατί είχα την εντύπωση, για να μην πω τη βεβαιότητα, πως η καλή μου φίλη είχε εξαντλήσει όλα τα περιθώριά της μαζί μου.

Μα έπεσα έξω.

«Σε παρακολουθώ απολύτως», είπε. «Λέγε, λέγε! Είναι τρομερά ενδιαφέρον».

«Είναι!» είπα δυνατά, και ο Σέρλοκ τρόμαξε και με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που σημαίνει, Πας καλά; «Είναι τρομερά ενδιαφέρον», είπα, πιο σιγανά αυτή τη φορά. «Γιατί έτσι έχουμε έναν τεράστιο αριθμό χειρογράφων, δεκάδες και εκατοντάδες μυθιστορήματα κάθε χρόνο, που δεν τα διαβάζει κανείς. Κανείς!»

«Τι λες, βρε παιδάκι μου», είπε η Μεταξία, αλλά δεν έδωσα σημασία.

«Το πιστεύεις;» συνέχισα. «Δεν είναι τρομερό; Δεν είναι αδιανόητο;»

«Ε πώς, βέβαια. Αδιανόητο», είπε εκείνη.

«Είναι!» φώναξα πάλι, αλλά αυτή τη φορά ο Σέρλοκ αδιαφόρησε. «Για να μην πούμε και για τα περισσότερα από τα άλλα, για τα περισσότερα από εκείνα που τα διαβάζουν οι αναγνώστες».

«Ε, ας πούμε λιγουλάκι και γι’ αυτά, μην τα αφήσουμε έξω από τη συζήτηση».

«Ναι», είπα. «Γιατί ούτε αυτά τα διαβάζουν!»

Η Μεταξία με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που σημαίνει, Πας καλά;

«Μα τώρα δεν είπες, βρε Δήμητρά μου, πως τα διαβάζουν;»

Το μάτι μου έλαμψε σαν του τρελού.

«Το είπα, πώς δεν το είπα…»

«Ε τότε;»

«Ε τότε, συμβαίνει το εξής. Ας πούμε πως ένας μεγάλος οίκος έχει προγραμματίσει να βγάλει εκατό βιβλία μέσα στη χρονιά, ναι;»

«Ναι».

«Από αυτά τα εκατό, άλλα είναι ξένα και άλλα ελληνικά, άλλα είναι γνωστών συγγραφέων και άλλα καινούριων και άσημων, άλλα είναι παιδικά, άλλα είναι ιστορικά, άλλα είναι γενικών γνώσεων, δοκίμια, αστυνομικά, ημερολόγια, βιβλία… χμμ… αυτοβοήθειας — ξέρεις τώρα».

«Ναι, ας πούμε ότι ξέρω».

«Και ο ίδιος αυτός οίκος έχει δεχτεί με το ταχυδρομείο ένα σωρό νέα μυθιστορήματα από συγγραφείς που δεν έχουν ξαναεκδώσει, ναι; Το είπαμε αυτό».

«Το είπαμε. Κάτι σαν τρεις χιλιάδες βιβλία».

«Ναι! Και άσε τις τρεις χιλιάδες. Ας πούμε μόνο χίλια, ναι;»

«Ας πούμε μόνο χίλια».

«Ας πούμε μόνο εκατό!» ξαναβροντοφώναξα, και ο Σέρλοκ πήγε σε μια γωνιά, για να είναι προστατευμένος σε περίπτωση που θα μεταμορφωνόμουν σε λυκάνθρωπο ή σε κάτι ακόμη χειρότερο.

«Εντάξει», φώναξε και η Μεταξία, «ας πούμε μόνο εκατό!»

«Ε λοιπόν, Μεταξία, ξέρεις πόσα βιβλία πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων βγάζει ένας μεγάλος ελληνικός οίκος τον χρόνο;»

«Πόσα;» ρώτησε η Μεταξία. «Μου έχει κοπεί η ανάσα, Δήμητρα. Πες».

Δεν είπα. Έμεινα σιωπηλή, σαν την τελείως τρελή, να την κοιτάζω με ένα —επίσης τελείως τρελό— χαμόγελο.

«Ε πες ντε!» φώναξε εκείνη.

«Όχι, δεν σου λέω».

«Καλέ, πες!»

Ε, και είπα.

«Ένα!»

«Τι;»

«Ένα, παιδί μου, ένα, ένα, ένα!»

[ Πίνακας: Rick Beerhorst, «Distracted Reader» (2013, λεπτομέρεια) ].