Το κόστος της δυσπιστίας

P
Ρωμανός Γεροδήμος

Το κόστος της δυσπιστίας

 

Πριν από λίγες ημέρες έγραφα ότι μία από τις μεγάλες δομικές αλλαγές του τελευταίου αιώνα είναι η παρακμή των μεγάλων αφηγημάτων και ιδεολογιών και η σταδιακή απώλεια πολιτικής ισχύος και νομιμοποίησης παραδοσιακών φορέων εξουσίας, όπως το Στέμμα, η Εκκλησία, ο στρατός και το κράτος. Τις δύο βασικές αιτίες της παρακμής αυτής θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε θετικές. Τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου αναγνωρίζονται πλέον ως θεμέλια της κοινωνίας (έστω στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, εάν όχι παντού· έστω θεωρητικά, εάν όχι πάντα στην πράξη), θέτοντας έτσι ασφυκτικούς περιορισμούς στη δυνατότητα των φορέων ισχύος να ασκούν εξουσία, δηλαδή βία. Ταυτόχρονα, η ραγδαία επέκταση της εκπαίδευσης, του πολιτισμού, της επικοινωνίας, του λόγου και της επιστημονικής μεθόδου έδωσε στον πολίτη φωνή και σκέψη· τον έσπρωξε να αμφισβητήσει, να ερευνήσει, να δυσπιστήσει. Η δυσπιστία αυτή είναι οργανικά συνυφασμένη με τον πολιτισμό μας: είναι το οξυγόνο που αναπνέουμε. Ο αντίλογος, το αντεπιχείρημα, η αμφισβήτηση, η κριτική δεν είναι πολυτελές χόμπι φιλολογικών σαλονιών, αλλά ο λόγος για τον οποίο τα αεροπλάνα δεν πέφτουν, οι γέφυρες δεν γκρεμίζονται, το φαγητό, το νερό και ο αέρας δεν μας δηλητηριάζουν.

Είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε σε μία περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας –την πιο φωτισμένη, ίσως επειδή ακολούθησε την πιο σκοτεινή– κατά την οποία το κόστος της ευπιστίας εντυπώθηκε καλά στο μυαλό μας. Προπαγάνδα, φασισμός, ναζισμός, χειραγώγηση, δημαγωγία, ολοκληρωτισμός, Όργουελ, δυστοπία, διαφήμιση, δημόσιες σχέσεις, επιστημονική φαντασία, στρατευμένη τέχνη, λογοτεχνική κριτική, ιστορία και ιστοριογραφία, ΜΜΕ και μαζική κουλτούρα, αποδόμηση στερεοτύπων και αναπαραστάσεων από τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, ερευνητική δημοσιογραφία, κοινωνικά κινήματα, διαδηλώσεις, τηλεμαχίες, 24ωρη τηλεόραση, ίντερνετ, σάτιρα, θεωρίες συνωμοσίας, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ψευδείς ειδήσεις. Καθετί που συμβαίνει τα τελευταία εκατό χρόνια είναι σαν να μας στέλνει ένα επείγον μήνυμα: να δυσπιστείς. Όπως δείχνει και η συγκλονιστική πρόσφατη μίνι σειρά του HBO για το Τσερνομπίλ (που επιτέλους ανοίγει την παγκόσμια συζήτηση για ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας), ο συντομότερος δρόμος για την καταστροφή είναι η αφαίρεση αυτών των μηχανισμών αμφισβήτησης, αντιλόγου και ελέγχου που εξισορροπούν ένα σύστημα και το διατηρούν σε επαφή με την πραγματικότητα, με την αλήθεια. Το κόστος της ευπιστίας είναι η καταπίεση της αλήθειας· και η αλήθεια παίρνει πάντα, μα πάντα, την εκδίκηση της.

Έχει όμως άραγε και η δυσπιστία κόστος; Και ποιο άραγε είναι αυτό;

Η πίστη –για την ακρίβεια η εμπιστοσύνη: στους άλλους, στο κράτος, στον νόμο, στην κοινωνία, στο νόμισμα, στο σύστημα– είναι μια από τις θεμελιώδεις συγκολλητικές ουσίες της κοινωνίας (οι άλλες είναι ο φόβος του ισχυρού και του Άλλου, η ανάγκη, και η ενσυναίσθηση) και κατά συνέπεια μία από τις βασικές έννοιες των κοινωνικών επιστημών. Από τη δεκαετία του 1960 και μετά παρατηρούμε στις ΗΠΑ, αλλά και στις περισσότερες φιλελεύθερες δημοκρατίες, μία πτωτική πορεία της εμπιστοσύνης των πολιτών σε βασικούς θεσμούς του πολιτικού συστήματος. Η πορεία αυτή έχει βέβαια διαλείμματα ανόδου (μία υπαρξιακή απειλή, όπως έγινε αντιληπτή η 11η Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ, μπορεί να οδηγήσει σε απότομη αύξηση της εμπιστοσύνης προς το σύστημα, εφόσον το άτομο συνειδητοποιεί την απόλυτη τρωτότητα και εξάρτησή του από το σύνολο). Ωστόσο, η συνολική τάση είναι πτωτική και συνοδεύεται από πολλές άλλες ενδείξεις κοινωνικής και πολιτικής αποδιοργάνωσης, όπως η μείωση του κοινωνικού κεφαλαίου (δηλαδή του συνόλου κοινωνικών σχέσεων και πρόσβασης που έχει ένα άτομο σε δίκτυα υποστήριξης), η κρίση πολιτικής συμμετοχής και αντιπροσώπευσης ή η παρακμή του ρόλου και της επιρροής συλλογικών θεσμών όπως τα πολιτικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές ενώσεις, οι τοπικοί σύλλογοι κ.ο.κ. Ένα κομμάτι αυτής της κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας έχει μεν μεταφερθεί στην ψηφιακή σφαίρα του διαδικτύου· ωστόσο, είκοσι χρόνια έρευνας στην πολιτική κοινωνιολογία με έχουν πείσει ότι αυτός ο «εκτοπισμός» στην ψηφιακή σφαίρα είναι προβληματικός από πολλές απόψεις, σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο.

Σημαντικό κομμάτι αυτής της τάσης είναι η αλλαγή της σχέσης δημοσιογράφων-πολιτικών. Εδώ και δύο δεκαετίες, θεωρητικοί της πολιτικής επικοινωνίας, όπως ο Στίβεν Μπάρνετ, προειδοποιούν ότι η κρίση της δημοσιογραφίας και ο απαξιωτικός τρόπος με τον οποίο πολλοί δημοσιογράφοι απευθύνονται στους πολιτικούς μπορεί να οδηγήσει σε κρίση της δημοκρατίας. Από την εποχή του σεβασμού –κατά την οποία οι δημοσιογράφοι αντιμετώπιζαν τους πολιτικούς ηγέτες με δέος– περάσαμε στην εποχή του ισότιμου διαλόγου, μετά σε αυτή του σκεπτικισμού και, πλέον, της περιφρόνησης. Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά μπορούμε να διακρίνουμε τρία «κύματα» τροφοδότησης της δυσπιστίας στη δημόσια σφαίρα των ΗΠΑ, που επηρέασαν και τις υπόλοιπες φιλελεύθερες δημοκρατίες:

  1. Οι δολοφονίες των Τζον και Ρόμπερτ Κένεντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην Αμερική της δεκαετίας του 1960, ο καταστροφικός πόλεμος στο Βιετνάμ και το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ στις αρχές της δεκαετίας του 1970 άλλαξαν δραστικά τη σχέση πολιτών-δημοσιογράφων-πολιτικών· μετά τα τραγούδια, τα λουλούδια, την απελευθέρωση του ατόμου και τη χειραφέτηση της νεολαίας ως πολιτικού δρώντα, ακολούθησαν η απομάγευση, η απογοήτευση, ο σκεπτικισμός, η ιδιώτευση.
  2. Το δεύτερο κύμα ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 με την ενδυνάμωση αντισυστημικών φωνών και θεωριών συνωμοσίας μέσω του διαδικτύου, και τη στρατηγική απομάκρυνση των Ρεπουμπλικάνων από τις αρχές της διακομματικής συνεργασίας. Η εκστρατεία δεξιών και ακροδεξιών κύκλων εναντίον του Μπιλ Κλίντον, η καταιγιστική και συχνά κτηνώδης κάλυψη ειδήσεων και σκανδάλων επί 24ώρου βάσεως με εκτόξευση λάσπης και δολοφονία χαρακτήρων, και η εμφάνιση «εναλλακτικών» διαδικτυακών μέσων όπως το Drudge Report ήταν οι σπόροι της παρακμής του μιντιακού και πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ.
  3. Αυτό ακριβώς το νήμα –το χειραγωγούμενο χάος του διαδικτύου και το πολωμένο δυσλειτουργικό πολιτικό σύστημα– από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μάς οδηγεί απευθείας στο σήμερα: στον Τραμπ, στο Twitter και στις ψευδείς ειδήσεις· σε ένα τρίτο κύμα αμφισβήτησης το οποίο σε συνδυασμό με άλλα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά κύματα δεκαετιών –όπως η κρίση ταυτότητας στη Δύση– δημιουργεί ένα τσουνάμι δυσπιστίας και απαισιοδοξίας.

Εκτός από συγκολλητική ουσία, η στοιχειώδης εμπιστοσύνη στο σύστημα –με άλλα λόγια η συνειδητή και εθελούσια υποταγή στην αυθεντία των ειδικών και σε πλαίσια ορθολογικών κανόνων και διαδικασιών– είναι απαραίτητη για τη λειτουργία και επιβίωση της κοινότητας: όταν οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους γιατρούς για τον εμβολιασμό των παιδιών τους ή για τη δική τους θεραπεία επειδή διάβασαν κάτι διαφορετικό στο ίντερνετ· όταν δεν εμπιστεύονται τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων για τη μόλυνση και την κλιματική αλλαγή· όταν δεν εμπιστεύονται την ικανότητα της αστυνομίας να τους προστατέψει και το δικαστικό σύστημα να αποδώσει δικαιοσύνη· όταν δεν εμπιστεύονται το κράτος για τη δίκαιη και αποτελεσματική είσπραξη φόρων και κατανομή επιδομάτων· όταν δεν εμπιστεύονται καν την ίδια την ανάγκη είσπραξης φόρων για τη συντήρηση υποδομών και δικτύων· όταν δεν εμπιστεύονται τους αντιπροσώπους που οι ίδιοι εξέλεξαν για να διασφαλίσουν το κοινό συμφέρον· όταν δεν πιστεύουν καν ότι υπάρχει κοινό συμφέρον· όταν δεν εμπιστεύονται τους άλλους ανθρώπους ώστε να δομήσουν μαζί τους υγιείς κοινότητες· τότε το σύστημα αρχίζει να πιέζεται, καταρρέει και εντέλει άνθρωποι πεθαίνουν. Το κόστος της δυσπιστίας μπορεί να είναι εξίσου τεράστιο με αυτό της ευπιστίας. Εννοείται φυσικά ότι για όλα αυτά δεν φταίνε μόνο οι δύσπιστοι πολίτες· οι συστημικές υποδομές της Δύσης αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα, εν μέρει λόγω του τρόπου με τον οποίο οι κυβερνήσεις απεμπόλησαν την ευθύνη και την ισχύ τους. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν αποδυθεί σε μία δημοπρασία αμεσοδημοκρατίας παραχωρώντας σταδιακά φωνή και ισχύ –δηλαδή ευθύνη– στον πολίτη, καθιστώντας τον μέτοχο, χωρίς όμως να έχουν διασφαλίσει ότι ο πολίτης μπορεί και θέλει να ενημερωθεί και να συμμετάσχει μέσα στον κυκεώνα των υποχρεώσεων και των ερεθισμάτων που τον περιβάλλουν.

Αυτές τις σκέψεις ετοιμάζομαι να μοιραστώ σε λίγες εβδομάδες με φοιτητές από πέντε ηπείρους στο πλαίσιο της 13ης Ακαδημίας του Σάλτσμπουργκ για τα ΜΜΕ και την Παγκόσμια Αλλαγή που φέτος έχει αυτόν ακριβώς τον τίτλο: «Το Κόστος της Δυσπιστίας». Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος μού ζητήθηκε να συνεπιμεληθώ τον κύκλο προβολών που θα γίνουν κατά τη διάρκεια των τριών εβδομάδων της Ακαδημίας. Διδάσκοντας τόσα χρόνια σε σχολή δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, μπορώ να σκεφτώ άπειρα παραδείγματα ταινιών που μιλούν για το κόστος της ευπιστίας και την ανάγκη της δυσπιστίας: μεγάλα σκάνδαλα και προσπάθειες συγκάλυψης, παράλογοι πόλεμοι, παράνομοι πόλεμοι, διεφθαρμένοι πολιτικοί και λομπίστες, πολιτικές δολοφονίες, κακές πολιτικές, κακές αποφάσεις κακά εφαρμοσμένες, κακώς διαχειρισμένες κρίσεις, φυσικές καταστροφές και συστημικές αποτυχίες, άδικες καταδίκες, λογοκρισία, προπαγάνδα, καταπίεση, κατάχρηση εξουσίας. Έχουμε απεριόριστο υλικό στη διάθεσή μας το οποίο θα προειδοποιεί τους φοιτητές για τα δεινά του συστήματος και την ανάγκη ενεργού αντίδρασης.

Έτσι βάλθηκα να βρω ταινίες που θα μιλούν για το κόστος της δυσπιστίας· για το όφελος της πίστης σε πρότυπα, θεσμούς, διαδικασίες· για την ανάγκη πολιτικής κοινωνικοποίησης, δηλαδή ένταξης σε συλλογικές κοινότητες που απαιτούν ειρηνική σύγκρουση ιδεών, συμβιβασμό και συνύπαρξη με το διαφορετικό. Ταινίες που θα επιβεβαιώνουν αυτό που γνωρίζουμε καλά όλοι όσοι έχουμε ζήσει εκ των έσω το «σύστημα» ή έστω όσοι έχουμε έρθει ποτέ σε επαφή με ανθρώπους στην καρδιά του: πολιτικούς, επιχειρηματίες, διανοούμενους, διπλωμάτες, επιστήμονες. Αυτό που γνωρίζουμε καλά είναι ότι, παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες, τα λάθη, τα ιδιοτελή συμφέροντα, τις συστημικές αποτυχίες και τους ηθικούς συμβιβασμούς, στην πολιτική και στη διακυβέρνηση υπάρχουν και πολλοί καλοί άνθρωποι· άνθρωποι με καλές προθέσεις, που εργάζονται αδιάκοπα και σιωπηρά θυσιάζοντας την προσωπική ζωή τους· κάνοντας αυτό που θεωρούν ότι είναι το σωστό με παραμέτρους, περιορισμούς και πιέσεις, αδιανόητες για όσους δεν έχουν αντίστοιχη εμπειρία· άνθρωποι που θα «καούν» από μία κοινωνία τόσο κυνική, διασπασμένη και τοξική ώστε είτε να μην ασχολείται μαζί τους εάν δεν προκαλέσουν, είτε τους κατασπαράζει ασύμμετρα για κάτι που έγραψαν ή έκαναν πριν από είκοσι χρόνια.

Δυστυχώς η αναζήτησή μου ήταν μάταιη. Τέτοιες ταινίες μάλλον δεν υπάρχουν ή ίσως δεν είναι αρκετά καλές· άλλωστε, η πολυπλοκότητα της σύγχρονης διακυβέρνησης, η καλοσύνη και η ελπίδα δεν αποτελούν κατάλληλο δραματικό υλικό. Με τι θα έμοιαζε μια τέτοια ταινία; Ποιος άνθρωπος θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο της εμπιστοσύνης αρκετών από εμάς; Όταν ο ιστορικός και πολιτισμικός αναθεωρητισμός αποκαθηλώνει τους πάντες (και καλά κάνει, αυτή είναι η δουλειά του), ποια πρότυπα μπορούν να επιβιώσουν; Η σύγχρονη πολιτική της απομυθοποίησης, της εξονυχιστικής επικοινωνιακής κάλυψης, της σύγκρουσης με μία δύσκολη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, δεν έχει σχεδόν ποτέ καλό τέλος για τη φήμη ενός πολιτικού. Είναι το πεπρωμένο των σύγχρονων πολιτικών να ματαιώνουν πικρά τα εφήμερα όνειρα και τις προσδοκίες των πολιτών (μα και το ότι έφτασαν να τις δημιουργήσουν κατόρθωμα είναι, εδώ που έχουμε φτάσει).

Μία εξαίρεση στον δραματουργικό αυτό «κανόνα» είναι η Δυτική Πτέρυγα, ίσως η καλύτερη τηλεοπτική σειρά όλων των εποχών, με τη σαιξπηρικής ποιότητας γραφή του Άαρον Σόρκιν. Ακόμη και αυτή όμως φαντάζει πλέον ως προϊόν άλλης εποχής. Η πίστη σε ευγενείς ιδέες, σε ευγενείς ανθρώπους, σε ευγενή έθιμα μοιάζει αφελής. Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να περάσει τα τεστ ιδεολογικής και αξιακής αγνότητας που θέτουμε. Η ελπίδα δεν είναι κουλ. Άλλωστε η ανθρωπότητα θα φτάσει στο τέλος της το 2050...

Αυτό που όντως φαίνεται να συμβαίνει είναι ότι οι πολίτες της Δύσης –μετά από μία παρατεταμένη περίοδο ηγεμονίας του ατομισμού– αναζητούν απελπισμένα ένα πλαίσιο αξιών, έναν ηθικό κώδικα· δηλαδή δομές, ερμηνείες και περιορισμούς που θα πηγάζουν πέρα και πάνω από το άτομο. Αυτή η αναζήτηση βρίσκεται στον πυρήνα όλων των ερωτημάτων και προβλημάτων της ύστερης νεωτερικότητας. Το άτομο δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί την ελευθερία που απέκτησε ξαφνικά· πώς να διαμορφώσει την ταυτότητά του και να γεμίσει το κενό που άφησε η παρακμή μεγάλων συλλογικών αφηγημάτων. Ο άνθρωπος θέλει να πιστέψει· σε κάτι, σε οτιδήποτε· αρκεί αυτό το κάτι να είναι μεγαλύτερο από το άτομο.

Η ανάγκη αυτή για νόημα, για δομές, εξηγεί πολλά πράγματα. Εξηγεί την τεράστια και παγκόσμια επιτυχία του αμφιλεγόμενου ψυχολόγου και συγγραφέα Τζόρνταν Πίτερσον, ο οποίος στο μπεστ-σέλερ του με τίτλο «12 Κανόνες για τη Ζωή» προσπαθεί να αποκαταστήσει την αίσθηση ευθύνης και αξιοπρέπειας του χαμένου ατόμου – και ειδικά των νέων αντρών, οι οποίοι περνούν μία δεύτερη, παράλληλη κρίση ταυτότητας λόγω της αλλαγής των συσχετισμών ισχύος ανάμεσα στα δύο φύλα και στην αμφισβήτηση παραδοσιακών συμπεριφορών αρρενωπότητας. Ο υπότιτλος του βιβλίου: «Ένα αντίδοτο στο χάος». Εξηγεί επίσης το γιατί στη λαϊκή κουλτούρα κυριάρχησαν τα τελευταία 20 χρόνια αφηγήματα –βιβλία, ταινίες, games– με αντικείμενο τη μαγεία, τους υπερήρωες, το φανταστικό. Εξηγεί το γιατί επανεμφανίζονται στη Δύση πρακτικές όπως ο μυστικισμός, η αστρολογία και (ω, ναι) ο εξορκισμός. Στο αντίστοιχο αφιέρωμα του Atlantic δίνεται η απάντηση: όταν οι μεγάλες ιδεολογίες και τα αφηγήματα υποχωρούν, οι άνθρωποι ψάχνουν από μόνοι τους για τις απαντήσεις. Η ειρωνεία βέβαια είναι ότι αυτή η αναζήτηση –μέσω των παραφυσικών φαινομένων– μπορεί να τους οδηγήσει πίσω στη θρησκεία και τη δεισιδαιμονία, κλείνοντας έτσι έναν κύκλο αιώνων εξέλιξης, επιστημονικής σκέψης και διαφωτισμού: προ-νεωτερικότητα, νεωτερικότητα, μετα-νεωτερικότητα κ.ο.κ.

Σώζεται όμως το πρότζεκτ του διαφωτισμού και της νεωτερικότητας; Ήταν αυτή η ανάγκη υπενθύμισης και κριτικής υπεράσπισης κάποιων θεμελιωδών αξιών με βάση τις οποίες είναι οργανωμένες οι κοινωνίες μας που με οδήγησε στη δημιουργία της ταινίας Essence (Η Ουσία στη Ζωή). Ίσως η μόνη βιώσιμη πηγή εμπιστοσύνης τον 21ο αιώνα να είναι η ενσυναίσθηση· το τρίπτυχο πίστη-ελπίδα-αγάπη.

* * *

Ένα από τα πιο συγκλονιστικά πράγματα σε σχέση με το Τσερνομπίλ είναι το αστικό τοπίο μετά το ατύχημα (αφιερώστε τρία λεπτά από τον χρόνο σας για να δείτε αυτές τις εικόνες που τραβήχτηκαν με drone πριν λίγα χρόνια). Το Πρίπιατ –το χωριό δίπλα στο εργοστάσιο– μοιάζει σαν να έχει βγει από ένα παράλληλο σύμπαν· νιώθεις ότι είσαι σε ταινία επιστημονικής φαντασίας· κι όμως όλα αυτά συνέβησαν· συνέβησαν πριν λίγα χρόνια στην ήπειρο μας, εν μία νυκτί. Η ζωή συνεχίζεται κι εμείς θεωρούμε τον κόσμο μας δεδομένο, μέχρι να σταματήσει να λειτουργεί ή να υπάρχει.

Το πιο ανατριχιαστικό όμως –που ακόμη λίγοι γνωρίζουν– είναι το πόσο κοντά βρέθηκε η Ευρώπη σε μόνιμο και ολοκληρωτικό αφανισμό λίγο μετά το ατύχημα στο Τσερνομπίλ, αφού η λάβα του ουρανίου έλιωνε το τσιμέντο πλησιάζοντας τις δεξαμενές με το νερό, με κίνδυνο να σκάσουν όλοι οι αντιδραστήρες μαζί. Αυτό τελικά αποφεύχθηκε λόγω της επιστήμης, λόγω μιας κολοσσιαίας κινητοποίησης της σοβιετικής γραφειοκρατίας, και λόγω της αυτοθυσίας μερικών ανθρώπων.

Στη Δύση τα αεροπλάνα πετάνε ακόμα (σχεδόν πάντα), οι γέφυρες στέκονται (σχεδόν όλες ακόμα), το φαγητό, το νερό και ο αέρας δεν μας δηλητηριάζουν (ακόμα πολύ) και όλα αυτά γίνονται σε μεγάλο βαθμό γιατί το σύστημα λειτουργεί κουτσά-στραβά, γιατί αρκετοί άνθρωποι εξακολουθούμε έμπρακτα να πιστεύουμε σε αυτό και να αγωνιζόμαστε γι’ αυτό· ίσως όχι συνειδητά· ίσως μηχανικά· αλλά εν πάση περιπτώσει έμπρακτα. Εάν θέλουμε να αποφύγουμε μία μαζική πολιτισμική μεταστροφή σε πηγές πίστης που δεν εξυπηρετούν την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν τόσο το κόστος της ευπιστίας, όσο και αυτό της δυσπιστίας· και να δώσουμε πειστικές απαντήσεις για το γιατί αυτό το αξιακό σύστημα είναι καλύτερο από άλλα.