Το κουρδιστό πορτοκάλι

D
Ρωμανός Γεροδήμος

Το κουρδιστό πορτοκάλι

Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Βράδυ Σαββάτου προς Κυριακή. Ο Αντώνης κι εγώ φεύγουμε από πάρτι γενεθλίων σε σπίτι φίλων στο Shad Thames — ένα ατμοσφαιρικό σύμπλεγμα πρώην αποθηκών και νυν πολυκατοικιών πάνω στον Τάμεση. Η νύχτα είναι γλυκιά —ένα αρκετά σπάνιο φαινόμενο— και προτείνω να γυρίσουμε με τα πόδια. Μια απόσταση περίπου δυόμισι χιλιομέτρων. Σε 25-30 λεπτά θα είμαστε σπίτι. Το να περπατάω βράδυ στο κέντρο της πόλης είναι κάτι που μου αρέσει πολύ και το κάνω σε κάθε πόλη που επισκέπτομαι, όχι όμως τόσο συχνά στο Λονδίνο. Θέλω να του δώσω άλλη μία ευκαιρία.

Ο δρόμος για το σπίτι είναι ουσιαστικά μία ευθεία: η Jamaica Road, ένας αρκετά κεντρικός δρόμος, όσο βέβαια μπορεί να υπάρξει κεντρικός δρόμος σε μία πόλη που σχεδιάστηκε για κάρα και άλογα, και που οι περισσότερες «λεωφόροι» το πολύ-πολύ να έχουν μία λωρίδα κυκλοφορίας για τα αυτοκίνητα, συν άλλη μία για λεωφορεία, ταξί, ποδήλατα κλπ. Κατά τη διάρκεια της ημέρας η Jamaica Road φρακάρει, αφού αποτελεί τον μόνο βασικό δίαυλο κίνησης μεταξύ του κεντρικού/νότιου Λονδίνου και των Docklands. Κατά τις 3-4 το απόγευμα στην κίνηση της ώρας αιχμής προστίθενται σχολικά και γονείς που μαζεύουν τα παιδιά τους από τις απογευματινές δραστηριότητες. Για να διασχίσεις μία απόσταση 500 μέτρων, μπορεί να σου πάρει μέχρι και ολόκληρη ώρα.

Η Jamaica Road είναι ένα καλό παράδειγμα της εξέλιξης πολλών γειτονιών του Λονδίνου: μεγάλες εργατικές πολυκατοικίες (council estates) δεσπόζουν και από τις δύο πλευρές του δρόμου. Το Bermondsey και το Rotherhithe ήταν κακόφημες φτωχογειτονιές με τρώγλες δίπλα στις παλιές αποβάθρες —τα «χωράφια» του υπόκοσμου—, που τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 υποδέχτηκαν μαζικά κατοίκους της εργατικής τάξης στα νέα τότε συγκροτήματα πολυκατοικιών. Σε αντίθεση με άλλες γειτονιές του Λονδίνου στις οποίες εγκαταστάθηκαν δεύτερης και τρίτης γενιάς μετανάστες από τις πρώην αποικίες της Καραϊβικής, της Αφρικής και της Ασίας, το Bermondsey έχει παραμείνει μία σχετικά ομοιογενής κοινότητα λευκών Βρετανών. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, με την επέκταση της γραμμής Jubilee του μετρό, και ειδικά τα τελευταία 5 χρόνια με την ανάπλαση τμημάτων του δημόσιου χώρου και την ταχύτατη εμφάνιση ακριβών και πολυτελών συγκροτημάτων πολυκατοικιών, η περιοχή είναι ένα μείγμα βιοπάλης του 20ού αιώνα και χιπστερισμού του 21ου.

Οι σκέψεις αυτές διακόπηκαν απότομα όπως ένιωσα κάτι να χτυπάει το πόδι μου. Μέχρι να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς συμβαίνει —και από πού έρχεται—, το τρίτο αυγό σκάει πάνω στο παλτό μου με δύναμη. Μία ομάδα δέκα νεαρών (αυτό που λέμε yobs) μαζεμένοι στο απέναντι πεζοδρόμιο εξασκούν το σημάδι τους. Το τέταρτο αυγό με βρίσκει στα γυαλιά. Ο Αντώνης σε αντίστοιχη κατάσταση. Έναντι του διλήμματος «τρέξε ή πάλεψε», αποφασίζουμε να καλέσουμε την αστυνομία, δεδομένου άλλωστε ότι δεν ξέρουμε ούτε ποιές είναι οι προθέσεις τους, ούτε πού θα καταλήξει το επεισόδιο. Όσο το κάνουμε αυτό, οι νεαροί αρχίζουν να τρέχουν προς το μέρος μας διασχίζοντας τον δρόμο και το διάζωμα ασφαλείας, φωνάζοντας και πετώντας όσα αυγά τούς έχουν απομείνει. Από απόσταση αναπνοής, περνώντας δίπλα μας, και χωρίς απολύτως κανέναν τρόπο άμυνας, είναι φυσικό τα περισσότερα να βρουν τον στόχο τους. Οι νεαροί επιστρέφουν στη βάση τους — την απέναντι γωνία. Μέχρι να έρθει η αστυνομία, υποχωρούν σε μία από τις γειτονικές εργατικές πολυκατοικίες. Δεν κάνουν καν προσπάθεια να τρέξουν ή να ξεφύγουν. Ξέρουν ότι είναι στο γήπεδο τους και ότι κανείς δεν μπορεί να τους κάνει τίποτα.

Δυο-τρεις περαστικοί μάς πλησιάζουν και μας ρωτάνε αν είμαστε καλά. Προθυμοποιούνται να μας καλέσουν ταξί. Η αστυνομία —δύο περιπολικά— φτάνει μέσα σε τρία λεπτά. Το ένα περιπολικό φεύγει κατευθείαν για να τους αναζητήσει (ματαίως, όπως ήταν αναμενόμενο). Οι δύο —ευγενέστατοι— αστυνομικοί στο άλλο περιπολικό, αφού μας πάρουν κατάθεση, μας δίνουν μία κάρτα φροντίδας θύματος που σου εξηγεί τη διαδικασία, και μία κάρτα με την διεύθυνση στο Ίντερνετ όπου μπορείς να αξιολογήσεις την υπηρεσία που σου προσφέρουν. Μετά μας λένε να μπούμε στο περιπολικό για να μας πάνε σπίτι, όπου και μας αφήνουν. Στον δρόμο μαθαίνουμε ότι οι (πάμπολλες) κάμερες ασφαλείας που έχει η αστυνομία στη Jamaica Road δεν κατάφεραν να καταγράψουν τα πρόσωπα τους γιατί ήταν στραμμένες αλλού.

Όλα αυτά ακούγονται μάλλον ουτοπικά σε σχέση με τη συμπεριφορά κάποιων αστυνομικών (και πολλών περαστικών) στην Ελλάδα. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι το βρετανικό σύστημα νόμου και τάξης είναι βαθιά προβληματικό και ελλειμματικό. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά έχει επιτρέψει στα κέντρα των βρετανικών πόλεων να μετατραπούν σε εστίες εγκληματικότητας, βίας και ανομίας. Έχοντας ζήσει σ’ αυτή τη χώρα σχεδόν 20 χρόνια, έχοντας επισκεφτεί τις περισσότερες μεγάλες πόλεις της, και έχοντας ταυτόχρονα ταξιδέψει, περπατήσει και ζήσει σε άλλες πόλεις στην Ευρώπη και την Αμερική, ομολογώ ότι πουθενά και σε καμία άλλη χώρα δεν έχω παρατηρήσει τόσο εκτεταμένη, τόσο καθημερινή, τόσο νομιμοποιημένη και πολιτισμικά αποδεκτή άσκηση επιθετικότητας και αντικοινωνικής συμπεριφοράς όσο στους δημόσιους χώρους των βρετανικών πόλεων.

Η συμπεριφορά αυτή εκδηλώνεται κυρίως τα βράδια —ειδικά τις Παρασκευές και τα Σάββατα— και συνδέεται σαφώς με την κατανάλωση αλκοόλ (πρωτίστως) και ναρκωτικών (δευτερευόντως). Φορείς της δεν είναι μόνο ένας μικρός αριθμός περιθωριακών στοιχείων, αλλά οποιοσδήποτε θέλει να εκτονωθεί δημοσίως, σε οποιοδήποτε λεωφορείο, βαγόνι του μετρό ή πεζοδρόμιο πόλης. Αν παρκάρεις το αυτοκίνητό σου στις λάθος γειτονιές, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι μέσα σε λίγες μέρες θα το βρεις σπασμένο ή λεηλατημένο. Αν περπατάς μόνος σου στους λάθος δρόμους, είναι πιθανόν να πέσεις θύμα κλοπής ή απειλής με μαχαίρι. Τα λεωφορεία και τα βαγόνια του μετρό σφύζουν με μεθυσμένους που απελευθερώνουν σωματικά υγρά και με νεαρούς που βρίζουν, φωνάζουν και ακούνε δυνατά μουσική. Οι δρόμοι του Λονδίνου, του Μάντσεστερ και άλλων μεγάλων πόλεων θυμίζουν τους πίνακες του Hogarth, με πλήθη μεθυσμένων να σέρνονται από τη μία παμπ στην άλλη και να παίζουν ξύλο έξω από τα μπαρ. Όσο συνεσταλμένοι και τυπικοί είναι πολλοί Βρετανοί στις καθημερινές συναλλαγές και διαδράσεις τους, τόσο ανεξέλεγκτη είναι η επιθετικότητα πολλών άλλων τα βράδια. Μία κοινωνία «Δόκτωρ Τζέκιλ και Κύριος Χάιντ».

Τα αίτια και οι δυναμικές εκμάθησης τέτοιων συμπεριφορών ανάμεσα στους νέους είναι μία τεράστια και περίπλοκη συζήτηση με κοινωνικούς, εκπαιδευτικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς και πολεοδομικούς παράγοντες. Υπό κανονικές συνθήκες, αυτή η επιστημονική συζήτηση θα με ενδιέφερε πολύ. Αύριο μπορεί και πάλι να με ενδιαφέρει. Σήμερα όμως δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Εννοείται ότι αυτή δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η πιο βίαιη επίθεση ή εκδήλωση βίας που έχω ή έχουμε υποστεί όλα αυτά τα χρόνια σ’ αυτή τη χώρα. Κι όμως. Το μόνο που νιώθω είναι ασυγκράτητη οργή. Οργή για το γεγονός ότι δεν μπορούσα να αμυνθώ και να αντεπιτεθώ — ότι δεν μπορούσα να προκαλέσω σ’ αυτά τα άτομα τον εκφοβισμό και την ενόχληση που θέλησαν εκείνοι να μου προκαλέσουν ενώ γελούσαν και φώναζαν ανενόχλητοι. Οργή για το γεγονός ότι, αν τύχαινε να έχω πάνω μου μέσο αυτοάμυνας και το χρησιμοποιούσα, ο νόμος θα με αντιμετώπιζε ως θύτη. Οργή για το γεγονός ότι η αστυνομία, αντί να κάνει τη δουλειά της —δηλαδή να περιπολεί, να συλλαμβάνει, να αποτρέπει το έγκλημα—, έχει καταλήξει να περνά τη μέρα της συμπληρώνοντας άχρηστες φόρμες, κάνοντας τον ταξιτζή και τον ψυχολόγο, τρέχοντας και συγυρίζοντας δηλαδή αφού φύγουν οι θύτες, τους οποίους σχεδόν ποτέ δεν αγγίζει. Οργή για το ότι, λόγω των περιορισμένων πόρων της αστυνομίας, των λάθος προτεραιοτήτων διαδοχικών κυβερνήσεων και δημάρχων, της πολιτικής ορθότητας και των περικοπών, ένα επίπεδο βίας και εγκληματικότητας —όσο χαμηλό και να είναι— θεωρείται αναπόφευκτο. Οργή, δηλαδή, για το ότι εγώ πρέπει να αποδεχτώ ότι ζω σε μία κοινωνία στην οποία κάποιοι είναι υπεράνω του νόμου και θα μπορούν πάντα να ασκούν βία ατιμώρητοι επειδή ο άλφα ή ο βήτα δρόμος είναι το «χωράφι» τους ή επειδή λειτουργούν σε οργανωμένες ομάδες ή επειδή κρύβονται σε εργατικές πολυκατοικίες ή επειδή οι πράξεις τους δικαιολογούνται ηθικά από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στη ζωή τους.

Θα πει κάποιος, βέβαια, «Σιγά τ’ αυγά. Όλα αυτά τα λες για μία μικροεπίθεση, τη στιγμή ειδικά που λαμβάνουν χώρα τεράστια σκάνδαλα;» Και όμως. Η εφαρμογή του νόμου είναι το θεμέλιο της ισότητας και του κράτους δικαίου. Από τη στιγμή που μια κοινωνία ουσιαστικά αρχίζει να ανέχεται ένα επίπεδο συστηματικής εγκληματικότητας, που δημιουργεί ζώνες μη επέμβασης, που αποφασίζει να ασχοληθεί με τους θύτες με βάση τα προνόμια ή τις στερήσεις που είχαν στη ζωή τους, που για να αποφασίσει αν θα καταδιώξει το έγκλημα κάνει αναλύσεις κόστους ευκαιρίας (δηλαδή ποια εγκλήματα έχει περισσότερο πρακτικό νόημα να ψάξουμε), τότε παύει να είναι κράτος δικαίου και γίνεται ζούγκλα στην οποία υπερισχύουν οι ισχυροί και αυτοί που έχουν καλύτερη αντίληψη του πώς να χειραγωγήσουν το σύστημα.