Το κραγιόν

L
Σοφία Χριστοφορίδου

Το κραγιόν

«Να πάμε στην Κούβα πριν πεθάνει ο Φιντέλ!» μου έλεγε συνέχεια. Δεν ήταν μόνο η αγάπη της για τα ταξίδια και η επιθυμία της «να κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα Νοέμβρη μήνα, στα ζεστά νερά της Καραϊβικής». Ήταν και η προίκα που κουβαλούσε από την ΕΚΟΝ - Ρήγας Φεραίος (και αργότερα τη Β΄ Πανελλαδική). Για μένα, που ήμουν μαθήτρια δημοτικού όταν επήλθε το τέλος του Ρήγα, το ταξίδι στην Κούβα δεν είχε κανένα ιδιαίτερο συμβολικό βάρος. Ήταν ένα εξωτικό ταξίδι, σε μια χώρα όπου «όλοι είναι χαμογελαστοί και χορεύουν σάλσα στους δρόμους», όπως μου έλεγε η συνάδελφος στο διπλανό γραφείο, που μόλις είχε επιστρέψει από την Αβάνα.

Το ταξίδι αναβλήθηκε στο παρά πέντε. Μεταστατικό μελάνωμα. Προηγούνταν η δική της ζωή από αυτή του Φιντέλ. Μετά από χειρουργικές επεμβάσεις, πειραματικές θεραπείες και νύχτες αγωνίας, όταν φάνηκε ότι ο άμεσος κίνδυνος είχε μάλλον περάσει, άρχισε ξανά να μου μιλά για την Κούβα. «Τώρα, πρέπει οπωσδήποτε να πάμε», μου έλεγε. Ίσως ήταν μια από τις τελευταίες σταθερές ενός κόσμου που άλλαζε, κι εκείνη την περίοδο χρειαζόταν τη σταθερότητα όσο τίποτε. Εμένα μου έλεγε ότι ήθελε να δει την πατρίδα του Φιντέλ Κάστρο και το πεδίο δράσης του Τσε Γκεβάρα πριν τη μελλοντική της μεταμόρφωση σε απέραντο τουριστικό θέρετρο, αποικία των Βορειοαμερικανών. Ήθελε να γνωρίσει τους Κουβανούς πριν γίνουν τα «γκαρσόνια της Αμερικής».

 

Φύγαμε Πρωτομαγιά του 2010. Μέχρι να ολοκληρώσουμε το υπερατλαντικό ταξίδι, η Τρόικα είχε συμφωνήσει να δώσει στην Ελλάδα το δάνειο του πρώτου Μνημονίου, των 120 δισεκατομμυρίων ευρώ, με τον όρο να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα οικονομικά της.

Ταξιδέψαμε οι δυο μας χωρίς την ασφάλεια του τουριστικού πρακτορείου. Στο αεροδρόμιο του Βαραδέρο πέρασα μια μίνι ανάκριση — έκανα, βλέπεις, το λάθος να απαντήσω «δημοσιογράφος» όταν ρώτησαν τι δουλειά κάνω. «Και ποιος είναι ο σκοπός του ταξιδιού σας; Ποιους θα συναντήσετε;» και άλλα παρόμοια. Το προπληρωμένο ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο που κλείσαμε από την Ελλάδα απλώς δεν υπήρχε, και η απόδειξη που δείξαμε έκανε απλώς τους Κουβανούς να σηκώσουν τους ώμους. Νοικιάσαμε ένα άλλο αυτοκίνητο και είπαμε, «Δε βαριέσαι». Αρχίζαμε να προσαρμοζόμαστε στη νοοτροπία του νησιού.

Πριν φύγω από την Ελλάδα, προσπάθησα να βρω τρόπο για να κάνω συνεντεύξεις με Κουβανούς: με μια διάσημη blogger που ήταν υπό περιορισμό από το καθεστώς, με έναν αρχιτέκτονα που ανέλαβε την αναστύλωση των κτιρίων στην Αβάνα, και με μια γιατρό που είχε συνεργαστεί με μια ελληνική οργάνωση εθελοντών στην Κούβα. Κατάφερα να συναντήσω μόνο τη γιατρό. Δέχτηκε να με δει στο περίφημο ξενοδοχείο Nacional de Cuba, όπου έμενα. Την ώρα της συνέντευξης, μου έρχονταν SMS στο κινητό για τα μέτρα που έπαιρνε η κυβέρνηση Παπανδρέου και για τις διαδηλώσεις. Όταν διάβασα ότι είχαμε τρεις νεκρούς στη Marfin, πάγωσα. «Μη στενοχωριέσαι», μου είπε η γιατρός. «Κι εμείς τα περάσαμε αυτά, όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση και ο κόσμος έκανε πλιάτσικο στα σουπερμάρκετ, αλλά μετά ηρέμησαν τα πράγματα», προσπάθησε να με καθησυχάσει. Αυτό θα είναι το μέτρο σύγκρισης από εδώ και πέρα; σκέφτηκα. Ποτέ δεν έκανα απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης, γιατί, όταν επέστρεψα, η Ελλάδα ήταν μια άλλη χώρα και οι προτεραιότητες είχαν αλλάξει.

Εκείνο το δεκαήμερο στην Κούβα το πέρασα μεταξύ ελληνικής κρίσης και κουβανικής πραγματικότητας. Στην πλατεία του Καθεδρικού Ναού, ένας πλανόδιος ζωγράφος μάας άφησε άφωνες: «Από την Ελλάδα; Μα εκεί είστε τεμπέληδες, δεν δουλεύετε αρκετά, γι’ αυτό έχετε κρίση!» Τα δορυφορικά πιάτα φαίνεται πως είχαν κάνει τη δουλειά τους. Στον συνεταιρισμό παραγωγής πούρων, μας ρωτούσαν πώς καταφέραμε να ταξιδέψουμε μέχρι την Κούβα: «Έχετε τόσα λεφτά; Δεν είναι φτωχοί οι Έλληνες;» Ένας οδηγός coco-taxi, κάνοντας επίδειξη των γνώσεών του για την Ελλάδα, μας είπε, "«Αυτή δεν είναι η χώρα που πάντα κυβερνά ένας Καραμανλής ή ένας Παπανδρέου;» Κι όταν του είπαμε πως αυτούς τούς κυβερνά πάντα ένας Κάστρο, Φιντέλ ή Ραούλ, γέλασε κι απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Ναι! Η Αβάνα είναι μια πόλη με ένα εκατομμύριο κατοίκους και ένα εκατομμύριο χαφιέδες».

Χορούς σε κάθε γωνιά του δρόμου δεν είδαμε — για την ακρίβεια, δεν είδαμε πουθενά στην Κούβα. Ίσως γιατί δεν ακολουθούσαμε το πρόγραμμα ενός ταξιδιωτικού πρακτορείου, ίσως απλώς να ήμασταν άτυχες. Όμως νιώσαμε κάπως το περίφημο ταμπεραμέντο των Κουβανών, όταν βρεθήκαμε καλεσμένες στο σπίτι μιας γυναίκας που μας είδε στον δρόμο και μας φώναξε να μας κεράσει. Στο ψυγείο της δεν είχε σχεδόν τίποτα εκτός από την μπίρα που έφτιαχνε η ίδια — μπίρα, τρόπος του λέγειν. Μας είπε πώς γνώρισε έναν Βούλγαρο μηχανικό που είχε έρθει να δουλέψει εθελοντικά σε μια μπριγάδα, τον ερωτεύτηκε και τον παντρεύτηκε, και πώς τον παράτησε αυτόν και τα παιδιά τους στη Βουλγαρία γιατί δεν άντεχε μακριά από την Κούβα, χωρίς ήλιο και σάλσα… Ήταν ευτυχισμένη. Στο βάθος, από την ανοιχτή τηλεόραση, βλέπαμε τις πρωταγωνίστριες μιας μεξικάνικης σαπουνόπερας να ζουν το δικό τους δράμα.

Το δικό μας δραματικό έργο το είδαμε μερικές μέρες μετά, στην παραλία. Ένα κορίτσι, θα ’ταν δε θα 'ταν δεκαέξι-δεκαεφτά ετών, κρατούσε την πετσέτα θαλάσσης για να αλλάξει σώβρακο ένας συνταξιούχος ασπρομάλλης Ιταλός. Έπειτα έφυγαν αγκαλιά, αυτός τη χούφτωνε στη διαδρομή κι αυτή χαμογελούσε. «Είναι διαφορετική η νοοτροπία εκεί. Οι Κουβανοί δεν είναι πουριτανοί όπως οι Ευρωπαίοι, βλέπουν τον έρωτα σαν πηγή χαράς, κι αν μπορούν να βγάλουν λεφτά με αυτό τον τρόπο για να βοηθήσουν και την οικογένειά τους, τόσο το καλύτερο», μας είχαν πει, αλλά άντε να το καταπιείς αυτό.

Στις καθημερινές βόλτες μας είχαμε σχεδόν πάντα συνεπιβάτες. Μπουλούκια σε κάθε στροφή του δρόμου έκαναν οτοστόπ. Ήταν περίπου αυτονόητο για τους Κουβανούς ότι, αφού εμείς είχαμε κάτι που αυτοί δεν είχαν, θα το μοιραζόμασταν. Έβγαινε ο ένας, έμπαινε ο άλλος. Συνταξιδέψαμε με μια νεαρή υπάλληλο του αεροδρομίου που ζήλευε τη δυνατότητά μας να ταξιδέψουμε, με μια δασκάλα με μεταπτυχιακό από ρωσικό πανεπιστήμιο που περίμενε τέσσερις-πέντε ώρες κάθε μέρα να περάσει το λεωφορείο αλλά ήταν περήφανη για την πατρίδα της, πήραμε έναν απαιτητικό «πελάτη» στο «ταξί» μας που ήθελε να τον πάμε ακριβώς στον προορισμό του αλλά και έναν ευγενέστατο, που μας βοήθησε όταν άναψε η μηχανή του αυτοκινήτου στη μέση του πουθενά και μας κάλεσε στο σπίτι του να ξεκουραστούμε.

Χωρίς Google Maps ή TripAdvisor, μόνο με ένα χάρτη στο χέρι και κυνηγώντας τις άφαντες πινακίδες στους δρόμους, βρεθήκαμε μια μέρα σε ένα χωριό όπου έμεναν μερικές εκατοντάδες οικογένειες. Οι παράγκες του χωριού έμοιαζαν με κάτι πρόχειρα κοτέτσια που φτιάχνουν με λαμαρίνες στην ελληνική ύπαιθρο. Σε κάθε αυλή υπήρχε —σαν σήμα κατατεθέν— μια ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα, όπου ο μακάριος ιδιοκτήτης λικνιζόταν νωχελικά. Στους λασπόδρομους κυκλοφορούσαν μόνο κάτι σκελετωμένα γουρούνια, να τα λυπάται η ψυχή σου.

Τις επόμενες μέρες, η φίλη μου ήταν σε κατάθλιψη. Σαν να κατέρρευσε κάτι μέσα της. «Αυτός ήταν ο σοσιαλιστικός παράδεισος του Φιντέλ; Ήξερα ότι ήταν φτωχοί λόγω του κομουνισμού και του αμερικανικού εμπάργκο, αλλά αυτό δεν το περίμενα», έλεγε και ξανάλεγε. «Και πού να δείτε την Τζαμάικα ή την Αϊτή. Η Κούβα είναι Παράδεισος», μας είπαν μια μέρα δυο Αμερικανίδες από το διπλανό τραπέζι ενός paladar (όπως λέγονται τα μικρά ιδιωτικό εστιατόρια που μπορούν να ανοίξουν ορισμένοι Κουβανοί στα σπίτια τους και απαγορεύεται να έχουν πάνω από δώδεκα πελάτες κάθε φορά). Αυτή η κουβέντα σαν να μετρίασε κάπως τη στενοχώρια της. «Ναι, είναι φτωχοί, αλλά είναι μορφωμένοι όλοι τους. Έχουν ιατρεία ακόμη και στα πιο φτωχά χωριά. Έχουν φοβερό σύστημα υγείας. Τα παιδιά τους είναι εμβολιασμένα. Τους τσάκισε το εμπάργκο των Αμερικανών», μου έλεγε και μου ξανάλεγε.

Φυσικά δεν ήταν όλοι οι Κουβανοί ίσοι στη φτώχεια τους. Μπορεί να σιτίζεσαι με ατομικό ή οικογενειακό δελτίο τροφίμων και, λόγω έλλειψης καταναλωτικών αγαθών, ακόμα κι αν έχεις λεφτά, να μην μπορείς να αγοράσεις γάλα έτσι και δεν έχεις παιδιά στο σπίτι, παρά ταύτα άλλες δυνατότητες είχε ο Κουβανός που ζούσε στο ξεχασμένο από τον χάρτη χωριουδάκι, και άλλες αυτός που δούλευε στο κοσμικό Βαραδέρο ή σ Αβάνα με τους χιλιάδες τουρίστες. Οι Κουβανοί έχουν για νόμισμα το πέσο, οι τουρίστες το πολύ ακριβότερο convertible peso. Αν ζεις σε τουριστικές περιοχές, μπορείς να ελπίζεις ότι θα πάρεις φιλοδώρημα σε τουριστικά πέσος (όπως έκανε η καμαριέρα μας στο Nacional που άφησε ένα ευχαριστήριο σημείωμα γραμμένο στα αγγλικά), να πουλήσεις πούρα στη μαύρη αγορά, να ποζάρεις για φωτογραφία έναντι αμοιβής ή απλώς να ζητιανέψεις. Άλλοι ζητούσαν χρήματα για να πάρουν γάλα, άλλοι ζητούσαν απλώς τα σαπουνάκια από το ξενοδοχείο, γιατί και το σαπούνι ήταν σε έλλειψη. Ένας τρομπετίστας που δήθεν με φλέρταρε στον δρόμο μού ζήτησε τουριστικά πέσος για να πάρει δώρο στη μητέρα του (ήταν η Γιορτή της Μητέρας, κάτι σαν εθνική εορτή στην Κούβα) κι όταν του είπα ότι στην τσάντα μου είχα μόνο λεφτά για το ταξί της επιστροφής και ένα κραγιόν, μου είπε, «Δεν πειράζει, δώσε μου το κραγιόν σου να της το πάω δώρο». Τελικά επέστρεψα με τα πόδια.

Στον δρόμο με πλησίασε και ένας άλλος νεαρός που παρακολούθησε την προηγούμενη σκηνή με τον μουσικό. «Δεν θέλω χρήματα. Μου αρέσει απλώς να μιλάω με ανθρώπους που ζουν έξω από την Κούβα», με καθησύχασε, βλέποντας το όλο καχυποψία βλέμμα μου. Σπούδαζε πληροφορική στο πανεπιστήμιο, αλλά ένιωθε να ασφυκτιά: στη σχολή δεν είχαν ίντερνετ όλες τις ώρες, δεν είχαν πρόσβαση όπου ήθελαν, δεν μπορούσε να ταξιδέψει εκτός Κούβας. «Ξέρεις κανένα πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών; Μπορείς να μου κάνεις πρόσκληση να έρθω στην Ευρώπη;» με ρώτησε όλο αγωνία, λίγο πριν φτάσω πίσω στο ξενοδοχείο και χωρίσουν οι δρόμοι μας.