Las Incantadas

C
Amagi

Las Incantadas

Γράφει η συγγραφέας Μαίρη Κόντζογλου:

Μόλις είχα αρχίσει να γράφω την τριλογία τα Παλιά Ασήμια όταν ο γιος μου, από το διπλανό δωμάτιο –ακόμη έμενε μαζί μας τότε– μου έστειλε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα. Ήταν ένα άρθρο για «Τις άγνωστες Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης» ή κάπως έτσι. Ομολογώ πως δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά για τα «Είδωλα», τις «Μαγεμένες», «Las Incantadas», τους «Αγγέλους», όπως αποκαλούσαν οι κάτοικοι της Σαλονίκης, ανάλογα με το θρήσκευμά τους, τις μυθολογικές ανάγλυφες μορφές που απεικονίζονται στους τέσσερις πεσσούς της Στοάς των Ειδώλων.

Όσο διάβαζα το άρθρο, τόσο πιο ενδιαφέρον μού φαινόταν. Όταν τέλειωσα την ανάγνωση, ενθουσιασμένη και συγκινημένη μαζί, πήγα στο δωμάτιο του γιου μου και αντί να του πω «Τι ωραία ιστορία, τι ωραίο άρθρο!» όπως είχα σκοπό, του είπα «Τι ωραίο θέμα!».

Το κατέγραψα σε μια άκρη του μυαλού μου και όταν στα τέλη του Αυγούστου του 2015 παρέδωσα το τρίτο μέρος της τριλογίας Τα Παλιά Ασήμια, αφού ξεκουράστηκα δυο τρεις μέρες, όχι παραπάνω, τόσο συνήθως κρατάει η κόπωση –και από μια τριλογία είναι τεράστια–, νιώθοντας και πάλι μόνη και έρημη χωρίς τους ήρωές μου, άρχισα να σκαλίζω τα υποψήφια θέματα που έχω καταγραμμένα.

Οι «Μαγεμένες» μού τράβηξαν την προσοχή αμέσως, όχι πως τις είχα ξεχάσει. Επειδή όμως εδώ και κάμποσα χρόνια έχω στο μυαλό μου να γράψω κάτι σαν αστυνομικό, και επειδή ασφαλώς και δεν είχα αποφασίσει με ποιο θέμα να ασχοληθώ, άρχισα να γράφω και τα δυο συγχρόνως. Δέκα σελίδες στο ένα, δέκα για το άλλο.

Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά τις «Μαγεμένες», έγραψα τον λαϊκό θρύλο με τον Μεγαλέξανδρο και τη βασίλισσα από τη Θράκη, με το οποίο αρχίζει και το βιβλίο. Ύστερα τα άφησα και τα δύο και είπα πως τώρα το σύμπαν θα μου στείλει το σήμα για το ποιο από τα δύο θα συνεχίσω.

Την άλλη ακριβώς μέρα, μπαίνοντας το πρωί στο ίντερνετ για να μάθω τα νέα, διάβασα πως στην 80ή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (Σεπτέμβριος 2015) θα εξέθεταν τα αντίγραφα των «Μαγεμένων». Το σήμα είχε δοθεί από το σύμπαν, πολύ νωρίτερα είναι η αλήθεια απ’ ό,τι περίμενα.

Επισκέφθηκα τις «Μαγεμένες» ένα απόγευμα Τρίτης, το θυμάμαι σαν τώρα. Είχε πολύ κόσμο έξω από το περίπτερο που δέσποζαν, έκανε και τρομακτική ζέστη. Όταν μπήκα στον χώρο, αισθάνθηκα σαν να έμπαινα σε ναό –αδιάφορο τίνος Θεού– και παρά το πλήθος νόμισα πως ήμουν μόνη μου. Εγώ κι Αυτές!

Τις παρατήρησα πολλή ώρα, ίσως παραπάνω από όσο επιτρεπόταν όταν από πίσω μου περίμεναν και άλλοι.

«Τι θέλετε από μένα;» ρώτησα τη Λήδα – μου φάνηκε η πιο θλιμμένη.

«Να πεις την ιστορία μας» και μειδίασε κάπως. «Μας ξέχασαν».

«Μπορώ;» δεν ήμουν σίγουρη, ήταν ένα άλλο μονοπάτι, εδώ είχαμε ένα αληθινό γεγονός.

«Μπορείς να προσπαθήσεις πάντως» μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του ο Διόνυσος.

Ο κύβος είχε ριφθεί και για μένα άρχιζε ένα ακόμα μαγικό ταξίδι.

Το βιβλίο

Οι Μαγεμένες: Las Incantadas καταρχήν είναι ένα βιβλίο για τη Σαλονίκη και τους κατοίκους της. Τους εβραίους, τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους, όμως και όλους όσοι κατοικούσαν στην περίφημη πόλη της εποχής εκείνης που, όπως θα δείτε και κατά πάσα πιθανότητα ήδη γνωρίζετε, ήταν πολλοί και πολύ διαφορετικοί.

Οι Μαγεμένες: Las Incantadas είναι ένα βιβλίο για το άγνωστο στους περισσότερους μνημείο και για την απαγωγή του, που είναι η πρώτη καταγραμμένη αρχαιοκαπηλία στην ιστορία της Ελλάδας.

Όσες μαρτυρίες υπάρχουν προέρχονται από τον ίδιο τον απαγωγέα, τον αρχαιοκάπηλο, αν μιλήσουμε με σημερινούς όρους, τον επιγραφολόγο Εμμανουέλ Μιλλέρ και τις επιστολές που έστελνε το διάστημα εκείνο στη σύζυγό του. Οι επιστολές περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Le mont Athos, Vatopedi, l' ile de Thassos και από αυτές άντλησα όλες τις πληροφορίες.

Τις περισσότερες τις έχω συμπεριλάβει αυτούσιες, γιατί πρόκειται για μοναδικά ντοκουμέντα. Καθώς όμως εγώ έγραφα μυθιστόρημα και όχι χρονικό, ορισμένες φορές τις «επέκτεινα» κρατώντας όμως το πνεύμα του γράφοντα. Μέσα από αυτά τα κείμενα προκύπτει πως οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης σαν ραγιάδες που ήταν δεν είχαν κανένα δικαίωμα στην ιστορική τους κληρονομιά, της οποίας την αξία στην πλειοψηφία τους αγνοούσαν. Επίσης πως οι Δυτικοί είχαν κάθε δικαίωμα να πάρουν τις αρχαιότητες στις πατρίδες τους, γιατί μόνο εκείνοι αντιλαμβάνονταν τη σημασία τους και μόνο εκείνοι γνώριζαν πώς να τις προστατεύσουν.

[ Φωτογραφία: η εβραϊκή συνοικία Ρογκός, το σχέδιο Εμπράρ και η περίφημη Πλατεία Δικαστηρίων ].