Λεξικό αποδημίας [2]

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Λεξικό αποδημίας [2]

Στο προηγούμενο, στο παρόν και σε επόμενα σημειώματα, χτίζουμε ένα λεξικό όρων σχετικών με τα σύνορα, την προσφυγιά και τη μετανάστευση.

Άδεια διαμονής: Η διοικητική πράξη με την οποία κάποιος αλλοδαπός, υπήκοος κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει το δικαίωμα να διαμένει νομίμως στην Ελλάδα. Η άδεια διαμονής κατά κανόνα έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια (συνήθως πενταετή) και ανανεώνεται. Προϋπόθεση για τη χορήγηση και την ανανέωσή της είναι συνήθως η οικονομική δραστηριότητα, που συνδέεται με την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Η άδεια διαμονής αποτυπώνεται στο ομώνυμο έγγραφο, που μερικές φορές ονομάζεται «πράσινη κάρτα» από το χρώμα του αντίστοιχου εγγράφου που χορηγείται στις ΗΠΑ.

Ιθαγένεια: Ένας δεσμός δημοσίου δικαίου που συνδέει ένα πρόσωπο με ένα κράτος. Λέγεται και υπηκοότητα (παραπέμποντας σε σχέση βασιλέως-υπηκόου — ο κάτοχος της ιθαγένειας μίας χώρας αποκαλείται υπήκοος και όχι ιθαγενής της χώρας αυτής). Ο δεσμός αυτός περιλαμβάνει, κατά κανόνα, τα εξής ειδικότερα δικαιώματα: δικαίωμα ελεύθερης εισόδου στην επικράτεια του κράτους ιθαγένειας, δικαίωμα διπλωματικής προστασίας και, στις δημοκρατικές χώρες, τη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες, δηλαδή το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Η ιθαγένεια απονέμεται είτε βάσει του δικαίου της καταγωγής (ή δικαίου του αίματος, του ius sanguinis: δηλαδή αποκτά κάποιος την ιθαγένεια των γονέων του ή των μακρινών του προγόνων) είτε βάσει του τόπου γεννήσεως (ius soli: κάποια κράτη, όπως οι ΗΠΑ, απονέμουν την ιθαγένεια σε όποιον γεννιέται εντός της εδαφικής τους επικράτειας). Τα περισσότερα κράτη ακολουθούν ένα συνδυασμό των δύο κριτηρίων, αλλά συνήθως επικρατεί το δίκαιο της καταγωγής.

Νόμος Ραγκούση: Νόμος που για πρώτη φορά αποσυνδέει σε πολλές περιπτώσεις την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από την καταγωγή, επιτρέποντας σε παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα να αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια με κάποιες προϋποθέσεις φοιτήσεως σε ελληνικά σχολεία. Ο νόμος αυτός κρίθηκε αντισυνταγματικός από το Συμβούλιο της Επικρατείας, με αποτέλεσμα να αυστηροποιηθούν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας σε μετανάστες πρώτης γενιάς στη χώρα μας.

Βίζα: Διοικητική πράξη, αποτυπωμένη συνήθως σε διαβατήριο, που επιτρέπει στον κάτοχο του διαβατηρίου να εισέλθει σε μία χώρα της οποίας δεν έχει την ιθαγένεια ούτε αντίστοιχο δικαίωμα νόμιμης διαμονής. Συνηθέστατα χορηγείται για βραχυχρόνια παραμονή (τουρισμός) ή για ειδικές κατηγορίες εισερχομένων στη χώρα (φοιτητές).

Hotspots: Σημεία στα οποία γίνεται η υποδοχή και καταγραφή των αιτούντων άσυλο που εισέρχονται μαζικά σε μία χώρα και η ταχεία επεξεργασία του αιτήματός τους, συνήθως εντός ενός ή δύο εικοσιτετραώρων.

Επαναπροώθηση: Η διοικητική διαδικασία με την οποία κάποιος που έχει εισέλθει σε μία χώρα χωρίς να έχει το σχετικό δικαίωμα, ή που παραμένει σε αυτήν παραβιάζοντας τους όρους υπό τους οποίους εισήλθε, εξαναγκάζεται να επιστρέψει στη χώρα από το έδαφος της οποίας εισήλθε παράνομα.

Μειονότητα (εθνική): Μία ομάδα πολιτών μιας χώρας, η εθνική-φυλετική καταγωγή των οποίων διαφέρει από αυτήν της πλειονότητας. Συχνά η διαφορά επεκτείνεται στη γλώσσα, τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα. Κατά κανόνα, μία εθνική μειονότητα χαρακτηρίζεται από γεωγραφική συγκέντρωση σε συγκεκριμένο μέρος της επικράτειας του κράτους στο οποίο βρίσκεται. Αρκετά συχνά επίσης, η μειονότητα βρίσκεται στα σύνορα με κράτος όπου η ίδια εθνική ομάδα είναι πλειοψηφούσα, οπότε και το γειτονικό αυτό κράτος αναλαμβάνει το ρόλο άτυπης προστασίας της μειονότητας.

[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]                                                                                                         

[ Εικονογράφηση: Jacob Lawrence, One-Way Ticket —Migration Series and Other Visions of the Great Movement North (1951) ].