Το λεξιλόγιο της βούλησης

P
Ρωμανός Γεροδήμος

Το λεξιλόγιο της βούλησης

Με αφορμή τόσο τη δημοσίευση του βίντεο της Χρυσής Αυγής όσο και την επέτειο της καταστροφής του κέντρου της Αθήνας το 2012 πριν από ακριβώς πέντε χρόνια, καλό είναι να αναλογιστούμε ότι τα άκρα στην Ελλάδα (και, ναι, είναι δύο τα άκρα, πάντα δύο ήταν, ασχέτως του ότι συγκλίνουν σε πολλά και ασχέτως του ότι διαφέρουν σε άλλα τόσα) είχαν και έχουν τόσο αυτοβουλία (agency) όσο και επίγνωση της αποτελεσματικότητάς τους (efficacy) — δηλαδή παράγουν ρητορική μίσους και ασκούν πολιτική ισχύ, λεκτική και φυσική βία.

Αρκετοί καλοί συνάδελφοι, δημοσιογράφοι και ερευνητές έχουν ασχοληθεί εκτενώς και έχουν καταγράψει και αναλύσει συστηματικά τη δράση της Άκρας Δεξιάς στην Ελλάδα (π.χ. Ψαρράς 2012, Ellinas 2013, Χαλικιοπούλου & Βασιλοπούλου 2015, Dinas, Georgiadou, Konstantinidis & Rori 2015 μεταξύ πολλών άλλων). Δυστυχώς, η πρόσφατη βιβλιογραφία για το άλλο άκρο είναι εξαιρετικά φτωχή (Andronikidou & Kovras 2012, Gerodimos 2015, Κασιμέρης 2015). (Η σημαντική ανισορροπία παίζει κι αυτή τον ρόλο της στο να συντηρεί εμμέσως μύθους, όπως το «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς»).

Στα 34 χρόνια ανάμεσα στη Μεταπολίτευση (1974) και την Κρίση (2008), τα δύο αυτά άκρα εκκολάφθηκαν (ιδεολογικά, ρητορικά, ταυτοτικά, λειτουργικά/πελατειακά) σχεδόν σαν sleeper cells εντός και εκτός όλων των κομμάτων (με εξαίρεση ελάχιστα μικρά κόμματα του φιλελεύθερου κέντρου και της φιλοευρωπαϊκής Αριστεράς) και απέκτησαν σχέση συνύπαρξης με το κράτος, το οποίο τα ανέχεται, όταν δεν τα συντηρεί. Οι θεσμοί του κράτους και οι μηχανισμοί κοινωνικοποίησης —τα πανεπιστήμια, ο στρατός, η αστυνομία, τα ΜΜΕ— παράγουν ασύλληπτες ποσότητες θεωριών, λόγου και σχέσεων ισχύος, που λειτουργούν σαν λίπασμα για τον εξτρεμισμό. Από τον Δεκέμβριο του 2008 και μετά τα άκρα ομαλοποιούνται, βγαίνουν στις πλατείες, τις λαϊκές και τις παιδικές χαρές, τα σπάνε, τα καίνε, δέρνουν μετανάστες, στήνουν κρεμάλες, χτυπάνε πολιτικούς, επιτίθενται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ανήμερα εθνικής εορτής, μπαίνουν στη Βουλή, συνομιλούν με υπουργούς, αναλαμβάνουν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό κ.ο.κ.

Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας (από τους «νοικοκυραίους» και τους καταστηματάρχες του κέντρου μέχρι τους τεχνοκράτες, και από τους πολλούς «ήρεμους» δυσαρεστημένους μέχρι τους αδύναμους κάθε κατηγορίας που είναι —πάντα— τα πρώτα θύματα του χάους) αντιτίθεται στην κουλτούρα της βίας,  της ανομίας, της εμφύλιας σύγκρουσης. Πολλοί έχουν πολλά παράπονα με το «σύστημα» (λιγότεροι αντιλαμβάνονται ότι το «σύστημα» είμαστε εμείς), αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζουν τα αγαθά που απλόχερα μας προσέφερε για τέσσερις δεκαετίες και δεν επιθυμούν να τα γκρεμίσουν όλα.

Ένα πρώτο ερώτημα είναι: πότε και γιατί αυτό το μεγάλο —μάλλον πλειοψηφικό— κομμάτι της κοινωνίας έχασε την αυτοβουλία και την αυτοπεποίθησή του; Ίσως όταν οι ίδιοι οι εκπρόσωποι και ταγοί του (βουλευτές, ΜΜΕ, ακαδημαϊκοί), αντί να επιβάλλουν τις αρχές του κράτους δικαίου φλέρταραν με τα άκρα αυτά· όταν, αντί να νομιμοποιήσουν τη συντεταγμένη δράση της Πολιτείας, νομιμοποίησαν την ανομία· όταν, αντί να υπερασπιστούν τα σωστά κεκτημένα, κοιτούσαν παραιτημένοι, υπερασπιζόμενοι τα λάθος κεκτημένα. Κι όμως, υπάρχουν λίγες περιπτώσεις (εξάρθρωση 17Ν το 2002, δίωξη ΧΑ το 2013) στις οποίες το κράτος οργανωμένα και συνειδητά αμύνθηκε και προστάτεψε τους πολίτες — και, όταν το έκανε σωστά, η ισχύς και κοινωνική επιρροή των άκρων συρρικνώθηκε. Ωστόσο, ακόμη και τότε οι αντιδράσεις ήταν θυελλώδεις , αφού η ιδεολογική επιρροή του εξτρεμισμού είναι σαφώς μεγαλύτερη τον στενών ορίων των δύο άκρων. Η βίαιη αντίδραση είναι δωρεάν και θελκτική στη θεωρία, ενώ στην πράξη μάς φέρνει αντιμέτωπους με την πραγματικότητα και την αυτοκαταστροφή.

Ένα δεύτερο ερώτημα είναι το πώς η φαινομενικά άβουλη πλειοψηφία μπορεί να ανακτήσει τη χαμένη πολιτική ισχύ της. Είναι προφανές ότι αυτό απαιτεί αρκετές προϋποθέσεις — όπως, π.χ., κατάλληλους ηγέτες που θα είναι προετοιμασμένοι να επιμείνουν στην επιβολή του νόμου. Ωστόσο απαιτείται ταυτόχρονα και η ανάπτυξη (ή, για την ακρίβεια, υπενθύμιση) ενός λεξιλογίου που θα περιγράφει και θα νοηματοδοτεί αντίστοιχες λύσεις και πολιτικές.

Όταν επί 40 χρόνια αποδεχόμαστε άκριτα αμάσητες και ανιστόρητες θεωρίες συνωμοσίας (Εβραίων, Μασόνων, διεθνούς κεφαλαίου, Αμερικάνων κ.ο.κ.) και αναπαράγουμε το λεξιλόγιο της αυτοθυματοποίησης —τους «κακούς ξένους», το «ανάδελφο έθνος», το «επονείδιστο χρέος», τις «διεφθαρμένες ελίτ», τη «λαϊκή αντίσταση» και άλλα πολλά—, δεν μπορούμε ούτε να φανταστούμε, ούτε να εκφράσουμε, ούτε να στοιχηθούμε πίσω από πρωτοβουλίες, λύσεις, προγράμματα και πολιτικές που θα μας πάνε μπροστά. Όταν προτάσσουμε τη μονιμότητα, την εύκολη λύση, την ασφάλεια, την απεργία, την άρνηση και τη σύγκρουση, δεν μπορούμε ξαφνικά να στραφούμε στον μόχθο, στο ρίσκο, στην καινοτομία, στον συμβιβασμό, στην συνύπαρξη, στον διάλογο. Όταν το πολιτισμικό και δημοσιογραφικό «καύσιμο» που καίμε σαν κοινωνία δεν επιδιώκει να ανυψώσει τον πολίτη και να του δώσει ερμηνευτικά εργαλεία και πρακτικές λύσεις για να βελτιώσει τη ζωή του, αλλά του χαϊδεύει τ’ αυτιά και του χορταίνει τα κατώτερα ένστικτα με την ωμή σάρκα τού εκάστοτε θύματος, τότε είναι δύσκολο ο πολίτης αυτός να ξαναπάρει τη ζωή στα χέρια του και να αποφασίσει ελεύθερα το μέλλον του.

Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι ιδέες και ο λόγος —ένα συγκεκριμένο λεξιλόγιο λαϊκισμού και αποδυνάμωσης τόσο του πολίτη όσο τελικά και του ίδιου του κράτους— έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην παρακμή της Ελλάδας και στο ότι δεν κατάφερε να διαχειριστεί την Κρίση με τρόπο που θα της επέτρεπε μία σύντομη και ομαλή ανάκαμψη. Η δεύτερη αξιολόγηση, η ποσοτική χαλάρωση, η συμμετοχή του ΔΝΤ, οι όροι του τέταρτου Μνημονίου, ο ΕΝΦΙΑ, ο ΕΦΚΑ και ο ΦΠΑ — όλα παίζουν τον ρόλο τους και όλα μπορούν να οδηγήσουν στην κατάρρευση. Η οικονομική διαχείριση της κρίσης είναι αναγκαία, όχι όμως από μόνη της ικανή, συνθήκη επιστροφής της προοπτικής στην Ελλάδα. Η μητέρα όλων των μαχών θα δοθεί στην αρένα των ιδεών, του λόγου, των αξιών, της (εθνικής) ταυτότητας. Η Ελλάδα —όπως και κάθε χώρα άλλωστε— είναι ένα οικοσύστημα και εμείς είμαστε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό οργανισμοί του, ο καθένας με την αυτοβουλία και την πολιτική ισχύ του — ταυτόχρονα απειροελάχιστη στο ατομικό επίπεδο και συντριπτική στο συλλογικό. Και μόνο η συνειδητοποίηση της ισχύος αυτής, της βούλησης —της βουλής— ακυρώνει αυτομάτως την επιχειρηματολογία και το ταυτοτικό κατασκεύασμα των εξτρεμιστών.