«Η Νυχτερινή Βάρδια του Καλλιγράφου»

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

«Η Νυχτερινή Βάρδια του Καλλιγράφου»

Έχοντας ήδη διαβάσει τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά της, το «Rewind» (2009) και το «Πώς Τελειώνει ο Κόσμος» (2012, ) ανυπομονούσα για το τρίτο της βιβλίο. Μόλις λοιπόν εμφανίστηκε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, από τις Εκδόσεις Καλέντης όπως και τα προηγούμενα, το αγόρασα αμέσως. Μέσα μου τη Μαρία Ξυλούρη την είχα κατατάξει ως μια συνοδοιπόρο του αστικού τοπίου και των κλειστών γκρίζων χώρων. Σε αυτό όμως το βιβλίο, μου επιφύλαξε μια έκπληξη: με έστειλε σε ένα ταξίδι στην εξοχή. Σε ηφαιστειογενή νησιά και σε ένα χωριό της ηπειρωτικής χώρας φαινομενικά ίδιο με τόσα άλλα που πάμε διακοπές.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία κομμάτια. Στο πρώτο πρωταγωνιστεί η οικογένεια Ραγκούδη, μια οικογένεια μοιραία όσο και οι Ατρείδες, που σέρνει μια κατάρα πάνω της. Ο Λουκάς Ραγκούδης, πατριάρχης και πρότυπο οικογενειάρχη, κρύβει ένα φοβερό μυστικό που φτάνει πίσω στον Εμφύλιο. Ένα μυστικό που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τον γενέθλιο τόπο, το Νιόφυτο, και να μετοικήσει σε ένα νησί με την οικογένειά του. Ένα νησί περίεργο, χωρίς ακριβές στίγμα, μια και συχνά μετακινείται πάνω στη θάλασσα, με αποτέλεσμα τα καράβια να μην το βρίσκουν εύκολα. Ο πρωτότοκος Λουκάς μαθαίνει το παρελθόν του πατέρα του, τον ακρωτηριάζει κόβοντας δύο δάχτυλα από κάθε χέρι, και αποφασίζει την επιστροφή στο χωριό, κάπου στη βόρεια Ελλάδα, για να εξιλεωθεί. Όλη η οικογένεια εγκαθίσταται στο πατρογονικό σπίτι. Σε λίγες ημέρες θα ξεκινήσει μια βροχή, μια βροχή που θα κρατήσει δεκατρία μερόνυχτα, και που, μόλις θα σταματήσει, το ορεινό χωριό θα αρχίσει να ολισθαίνει προς τη θάλασσα. Μόνο το σπίτι των Ραγκουδαίων θα σωθεί από την καταστροφή. Ένα καινούργιο Νιόφυτο θα χτιστεί εκεί δίπλα στην παραλία, και οι κάτοικοι από αγρότες θα βιοπορίζονται πια από τον τουρισμό. Μόνο οι Ραγκουδαίοι θα κρατήσουν επαφή με το παλιό χωριό. Εκεί, ο Λουκάς θα στήσει ένα εργαστήριο γλυπτικής φτιάχνοντας τις βρύσες του νέου χωριού, εννιά όσες και οι ψυχές που πήρε ο πατέρας του, εκεί θα γεννηθεί ο γιος του Αδαμάντιος, εκεί θα αρχίσει να κατασκευάζει τα πουλιά — πουλιά απαράμιλλης ομορφιάς.

Στο δεύτερο μέρος παρακολουθούμε τη ζωή του γιου Αδαμάντιου, του «φτερωτού αγοριού», που η ζωή του ξεπληρώθηκε με αίμα στην μαυρομπλέ γυναίκα. Όμορφος και ατσαλάκωτος, τέλειος γλύπτης πουλιών, «αρχιτέκτων κανενός κτιρίου, μονίμως υποψήφιος κι ουδέποτε εκλεχθείς, διάπυρος υποστηρικτής τής διά νόμου δολοφονίας —ή έστω τής θεσμικά επιβεβλημένης αυτοκτονίας— όσων υπερέβαιναν τα σαράντα πέντε», ο καλλιγράφος του τίτλου σκορπά γύρω του το μυστήριο της ύπαρξής του, φέρνοντας με τα λεγόμενά του σε δύσκολη θέση τους κατοίκους του χωριού, που τον έχουν βαφτίσει τρελό, αφήνοντάς τους να αναρωτιούνται για το πού πηγαίνει και τι κάνει τους χειμώνες που λείπει.

Διαβάζοντας το τρίτο και τελευταίο μέρος, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από την οικογένεια στους νέους του χωριού, που γύρισαν λόγω κρίσης στα πατρώα εδάφη. Χαμένοι, γυρίζουν στους δρόμους του χωριού —ενός χωριού εκτρώματος από την άναρχη δόμηση στο όνομα του τουρισμού—, κάνοντας φάρσες για να κρύψουν τους καημούς από ανεκπλήρωτα όνειρα και φιλοδοξίες. Ένας από αυτούς, ο Άλκης, θα γίνει κοινωνός του μυστικού του Αδαμάντιου, ενώ στο χωριό αρχίζει πάλι η βροχή κάνοντάς το γλιστρά πάλι προς τη θάλασσα — για πού; Ίσως να αποκοπεί εντελώς από τη στεριά και να αρχίσει να ταξιδεύει μαζί με τους κατοίκους του, όπως στην ταινία «Underground« του Εμίρ Κουστουρίτσα — κανείς δεν ξέρει.

Ο πραγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι το ίδιο το Νιόφυτο με τα ρήγματά του, τα κενά και τις υπόγειες σπηλιές του. Η οικογένεια των Ραγκουδαίων χρησιμεύει σαν όχημα για να δούμε τις αλλαγές που υφίσταται, από ένα ξεχασμένο χωριό της δεκαετίας του ’60 με νωπές ακόμα τις μνήμες του Εμφυλίου, σε τουριστικό προορισμό Γιουγκοσλάβων στις αρχές της δεκαετίας του ’80, στην υπερανάπτυξη των ‘90s και των ’00s, και στην κρίση του 2012. Η ποικιλία της ανθρωπογεωγραφίας του χωριού και οι επιμέρους ιστορίες που αναπτύσσονται γύρω από την οικογένεια είναι θαυμαστές. Αλληλοσυμπληρούμενες, όπως τα κομμάτια ενός περίπλοκου παζλ, που μόλις τις ταιριάξεις θα σου αποκαλύψουν μια θαυμαστή εικόνα . Οι άντρες που κάθονται στο καφενείο, οι γυναίκες που διαφεντεύουν τα σπίτια, οι νέοι που στο τέλος του καλοκαιριού μετρούν τις τουρίστριες που έριξαν, όπως εμείς τα παγωτά όταν ήμασταν παιδιά. Ο Κλοντ και η Μάγκι. τουρίστες από τους πρώτους που έφτασαν στο χωριό, ο ταβερνιάρης Βετέξ, οι Ματθαίοι, ο Γιώργος, η Κατερίνα με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και η κόρη της Ευαγγελία, η Ελένη, η βιβλιοπώλης Αλεξία, ο Μύρωνας Ξυδάκης, ο τεμπέλης που είχε αυτοβαφτιστεί συγγραφέας, όλοι τους τραβούν την προσοχή σου.

Μια μαγεία διατρέχει το βιβλίο από το μέλι που φέρνει προικώο από το νησί της η γυναίκα του Ραγκούδη, ίαμα σώματος και ψυχής, μέχρι τη μαυρομπλέ γυναίκα — και πάνω από όλα τα πουλιά που παρακολουθούν, τα αληθινά, που γράφουν πετώντας καλλιγραφικές λέξεις στον ουρανό, και τα ψεύτικα, που δίνονται σαν δώρα, κτερίσματα και φύλακες των τάφων, αιώνιοι ψυχοπομποί. Ακόμα και το πιο απλό καθημερινό γεγονός αφήνει μια μεταφυσική υπόνοια που σε κάνει να αναρωτιέσαι, να μην είσαι σίγουρος για τίποτα.

Όπως όλα τα μυθιστορήματα της Μαρίας Ξυλούρη, και αυτό διακρίνεται για τη στέρεη δομή του, την ευφάνταστα ευφυή γραφή, την ευρηματική γλώσσα, το ψυχολογικό βάθος των ηρώων, τη λεπτοκεντημένη δουλειά στο ταίριασμα όλων των ιστοριών. Η ατμόσφαιρα του βιβλίου σε παρασέρνει σε ένα γαϊτανάκι αισθήσεων από όπου δεν θες να ξεφύγεις.

Σίγουρα ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων.