Mare magica

C
Άντζη Κουνάδη

Mare magica

Όταν ο Δημήτρης Σίμος αποκάλυψε τον τίτλο του νέου βιβλίου της σειράς «Σκοτεινά Νερά», δεν μπόρεσα παρά να σκεφτώ ότι αυτό το παιδί (γιατί περί παιδιού πρόκειται, είναι νεότατος) έχει κόλλημα με τους παράξενους τίτλους. «Τυφλά Ψάρια» λοιπόν και, σε αντίθεση με το πρώτο του βιβλίο που αγοράστηκε με ιδιαίτερη επιφύλαξη, το συγκεκριμένο αποκτήθηκε μετά από συνεχή πίεση και προπαραγγελία από τις Εκδόσεις BELL, σε σημείο που έγινα φορτική (ενοχλητική μέχρι αηδίας, αν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους), εξ ου και στα χέρια μου βρέθηκε το πρώτο αντίτυπο που αγοράστηκε στην Αθήνα.

Το επόμενο πρόβλημα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ήταν αν θα μου άρεσε, αν θα ήταν καλύτερο από τα «Βατράχια», το πρώτο του εξαιρετικά επιτυχημένο αστυνομικό μυθιστόρημα. Μπορούσε να γράψει κάτι καλύτερο; Και, αν δεν μου άρεσε, πώς θα έλεγα σε έναν νέο άνθρωπο, τον οποίο είχα γνωρίσει προσωπικά και είχα συμπαθήσει, ότι έγραψε μία πατάτα; Πώς του κόβεις χωρίς καμία ενοχή τα φτερά και τη φόρα που έχει πάρει; Αφήστε δε που απεχθάνομαι από τη φύση μου τα ψεύτικα χαμόγελα και κομπλιμέντα. Ευτυχώς για εκείνον, αλλά και για μένα, δεν ισχύει κάτι τέτοιο.

Το άψυχο κορμί μιας νεαρής μητέρας ανακαλύπτεται στα βράχια της θάλασσας, δίπλα στην αλάνα του Φάρου. Ο αστυνόμος Καπετάνος καλείται να ξεμπλέξει το κουβάρι ενός φόνου που θα εμφανίσει μπροστά του ένα στοιχειωμένο παρελθόν. Ο υπόκοσμος βγαίνει από το σκοτάδι αναζητώντας μια θέση στο φως με ανταμοιβή το χρήμα. Μυστικά αίματος μέσα στην οικογένεια. Αδελφικοί δεσμοί που καμουφλάρονται. Το φως μπορεί να δώσει τη λύση. Τα ψάρια πρέπει να τυφλωθούν, να χάσουν το πλεονέκτημα του καμουφλάζ. Μια παράνομη ερωτική σχέση οδηγεί στην καταστροφή. Η προσπάθεια αναρρίχησης στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα θα αποτελέσει την αρχή για το παιχνίδι. Ένα παιχνίδι χωρίς νικητή.

Τα «Τυφλά Ψάρια» είναι ένα καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα πάνω απ’ όλα. Ο συγγραφέας διηγείται παράλληλα δύο (ή και παραπάνω, για την ακρίβεια) ιστορίες που αλληλεπιδρούν μέχρι την κορύφωση στο τέλος-που-δεν-είναι-τέλος. Αρκετά plot twists, χωρίς να γίνονται κουραστικά (τα πάρα πολλά, προσωπικά μού φέρνουν ανία γιατί δείχνουν ότι ο συγγραφέας υπερπροσπαθεί να πει κάτι, να σου κρατήσει το ενδιαφέρον). Στρωτή, ανατρεπτική, απλή γραφή, χωρίς υπερβολές, μικρά, ευκολοδιάβαστα κεφάλαια. Έξυπνο εύρημα η όχι και τόσο τυχαία φράση κάποιου χαρακτήρα στην αρχή κάθε κεφαλαίου. Σκληροτράχηλοι αστυνομικοί και εγκληματίες, μοιραίες γυναίκες αλλά και μπατσίνες, διεφθαρμένοι επιχειρηματίες, ένας Καπετάνος που πραγματικά «πετάει» και ένας Ορέστης που λατρεύεις να μισείς και που μισείς να λατρεύεις (ομολογώ ευθαρσώς ότι αγαπώ τον συγκεκριμένο χαρακτήρα περισσότερο και από τον Καπετάνο). Και μέσα σ’ όλους αυτούς και μία ναρκομανής μάνα, θύμα ενός φονικού, και το ημερολόγιο που κρατά

Δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Συγγνώμη, αγοράκι μου. Ξέρω, μωρό μου, σου το είχα υποσχεθεί, αλλά δεν μπόρεσα. Είμαι φριχτή μάνα. Αποτυχημένη. Το σκέφτομαι συνέχεια. Αυτό το Μέκκα. Αυτή η σκατοσκόνη με έχει φλιπάρει.

Ο Σίμος φτιάχνει ήρωες ανθρώπινους πάνω απ’ όλα, σαν και εμάς. Είναι πλάσματα καμωμένα από αίμα και σάρκα και ούρα και δάκρυα και πόνο.

Και όλα αυτά συμβαίνουν εδώ δίπλα μας, στη Χαλκίδα, όχι σε κάποια απομονωμένη κωμόπολη των ΗΠΑ, ούτε σε κάποιο παγωμένο δάσος της Γερμανίας. Και γι’ αυτό μπορώ να ταυτιστώ, να νιώσω άνετα και να πω με ασφάλεια ότι ζω αυτό που διαβάζω,  γιατί η Χαλκίδα είναι ένα αντίγραφο της δικής μου πόλης, της γεμάτης ναρκωτικά, πορνεία, αστυνομική διαφθορά, πολιτικά σκάνδαλα, μάχη για την κοινωνική αναρρίχηση — ένα καλό παράδειγμα των ελληνικών πόλεων, επαρχιακών και μη.

Και κάτι ακόμη που μου άρεσε τόσο σ’ αυτό το μυθιστόρημα όσο και στα «Βατράχια». Ο Δημήτρης Σίμος προσπαθεί να δώσει και μία κοινωνική χροιά στα βιβλία του, με θέματα που έχουν να κάνουν με το bullying, για παράδειγμα, με τα ναρκωτικά, με το πώς βλέπουν οι κλειστές επαρχιακές κοινωνίες τους γκέι ή πώς αντιμετωπίζουν οτιδήποτε διαφορετικό. Κάποιοι ίσως θεωρήσουν κάπως επιδερμική ή ενίοτε υπερβολική όλη αυτή την προσπάθεια. Μπορεί να έχουν δίκιο, αλλά τα βιβλία αυτά είναι πρωτίστως αστυνομικά και ως τέτοια διαφημίζονται από τις Εκδόσεις Bell, που έκαναν πολύ καλή δουλειά όσον αφορά την εμφάνιση, την παρουσίαση και την επιμέλεια του βιβλίου (πανέμορφοι οι ακριβοθώρητοι σελιδοδείκτες τους, ξέρουν αυτοί).

Θα πω ότι ο Δημήτρης Σίμος ωρίμασε και μαζί με αυτόν ωρίμασαν και η γραφή του και ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα.

Για να το θέσω απλά, ας μιλήσω με κινηματογραφικούς όρους: αν τα «Βατράχια» ήταν ταινία, θα ήταν το «Φονικό όπλο» ας πούμε, μία ευχάριστη περιπέτεια που βλέπεις με φίλους. Τα «Τυφλά Ψάρια», τώρα, είναι εύκολα ένας «Συλλέκτης Οστών». Και είμαι σίγουρη ότι —αν συνεχίσει έτσι— το επόμενο βιβλίο του Δημήτρη θα είναι, διάολε, αντίστοιχο του «Seven»…