Με κομμένη την ανάσα

C
Έλενα Χουσνή

Με κομμένη την ανάσα

«Όλοι φοράνε τις μάσκες τους, το φως υποχωρεί. Όλοι εκτός από έναν, που πάντα παραμένει αθέατος». [Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου].

Δύο στοιχεία κυριαρχούν στον «Δύτη» του Μίνου Ευσταθιάδη: ο θάνατος και το οξυγόνο. Αντιθετικό ζεύγος εξ ορισμού, αφού η απουσία ανάσας προοικονομεί το τέλος της ζωής. Όμως το οξυγόνο σε αυτό το βιβλίο είναι κάτι περισσότερο από προαπαιτούμενο ζωής. Είναι και μια κατάσταση ενδιάμεση, μεταβατική, από το είναι στο «μη είναι». Και, εκεί που θα έπρεπε να θεωρείται βέβαιο ότι ενδιάμεση κατάσταση δεν υπάρχει, νά που οι ήρωες τα καταφέρνουν να ζουν στη χώρα τής «μη ζωής». Να αιωρούνται ανάμεσα στο παρελθόν και το σήμερα, με ανεκπλήρωτη την επιθυμία η ιστορία να ολοκληρωθεί και κυρίως να εξηγηθεί.

Ποια ιστορία; Είναι μία; Είναι του καθενός; Μπορεί και να είναι τελικά. Όμως η κοινή συνιστώσα (συνισταμένη δεν υπάρχει) θα αποκαλυφθεί βίαια και καταιγιστικά μόνο στο τέλος. Ακόμη και τότε όμως θα αφήσει φυσαλίδες να αιωρούνται στο βυθό. Εκεί που ο δύτης βουτά και ανασύρει… ή βουτά και θάβει. Τι; Ιστορίες, ενοχές, κατηγορούμενους, θύτες και θύματα. Στον βυθό της θάλασσας, στον βυθό της ανθρώπινης αγριότητας, της λήθης που δεν έρχεται αν πρώτα δεν επουλωθούν τα τραύματα, της μνήμης που βασανιστικά απαιτεί πισωγυρίσματα για να κλείσουν οι πόρτες που έμειναν ανοιχτές.

Ο Μίνως Ευσταθιάδης γράφει ένα μυθιστόρημα σαν τη θάλασσα, δίπλα στην οποία άλλωστε ζει, όπως αναφέρει και στο βιογραφικό του. Φιλόξενη μα και επικίνδυνη, ναι· δεν θέλει πάντως πανικό. Και, είτε έτσι είτε αλλιώς, δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί «πτώματα» χωρίς να ξέρει την ιστορία ολόκληρη.

Διαβάζοντας το βιβλίο, νιώθεις πώς κλείνεσαι σε ένα δωμάτιο με θέα, αλλά χωρίς παράθυρα. Από το Αμβούργο τού σήμερα στο Αίγιο τού χθες και από το Αίγιο τού σήμερα στο Αμβούργο τού χθες. Ανάμεσα, οι ιστορίες των ανθρώπων —σαν θραύσματα μετάλλου μετά από έκρηξη— πετιούνται μακριά και περιμένουν τον μαγνήτη που θα τις έλξει προς τον πυρήνα του, που δεν είναι άλλος από την ίδια τη φρίκη. Πόσα μπορεί να αντέξει η ανθρώπινη φύση; Πόσα μπορεί να επινοήσει για να πληγώσει, να ματώσει, να εξαφανίσει; Δεν έχει πάτο το πηγάδι αυτό, ούτε και τέρμα.

Αδάμ, Εύα, Αγαμέμνων, φιγούρες που ζωντανεύουν σε μια σύγχρονη τραγική μυθιστορία. Στη δική τους τραγωδία, χορός είναι οι νεκροί που σαν υποφωτισμένες φιγούρες κυριαρχούν όλο και περισσότερο και κατακτούν τη σκηνή. Τα λόγια τους βωβά, οι κινήσεις τους απελπισμένες ιαχές «μετά πνευμάτων αδίκων». Οι αρμοί γίνονται ξέφτια από μια κουρελού, φτιαγμένη από τα κουρέλια ζωών που χάθηκαν. Και η υφάντρα ζωή πρέπει να τα ξαναφτιάξει στον αργαλειό της. Ο Μίνως Ευσταθιάδης το κάνει αυτό με τον δικό του κλειστοφοβικό, αριστοτεχνικό τρόπο. Έτσι που να μη θες να φτάσεις στο τέλος της διαδρομής και την ίδια στιγμή να το λαχταράς φρενιασμένα. Αλλά πάντα με τον φόβο της τελικής λύσεως. Λύτρωση; Ή μήπως ένας νέος αφανισμός;

Και πάλι το οξυγόνο ως βασικός πρωταγωνιστής. Αυτό που τελειώνει, αυτό που σώζει, αυτό που καταδικάζει. Μοναδικό εύρημα να μπορείς να κάνεις ένα στοιχείο άλλοτε ζωοδότη και άλλοτε ζωο-αφανιστή.

Ο δύτης στο τέλος θα αποκαλυφθεί. Ή μήπως όχι; Και άραγε έχει όνομα; Ή μήπως είναι μια ιδιότητα, μια αόριστη ταυτότητα ανθρώπινης κτηνωδίας; Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η κατάδυση στον φρικώδη κόσμο του. Με τα βαρίδια άλλοτε να βοηθούν και άλλοτε να σκοτώνουν. Και τις φιάλες άλλοτε να σώζουν και άλλοτε να καταδικάζουν. Το οξυγόνο σώζει μόνο όταν δεν είναι μολεμένο από το διοξείδιο της ατέλειωτης ιστορίας. Όμως η ιστορία πρέπει να τελειώσει, οι νεκροί πρέπει να αναπαυθούν, και τα μνήματα να κλείσουν.

Ο δύτης θα βουτήξει σε όλα τα φρικώδη απομεινάρια, στο καλειδοσκόπιο ατελών ιστοριών και βασανισμένων ανθρώπων. Θα απαντήσει στη φρίκη; Ποιος μπορεί να το κάνει; Θα την καταγράψει όμως με όλους τους δυνατούς κυματισμούς, κλυδωνισμούς, με όλες τις τρικυμίες. Στο τέλος, ο δύτης χωρίς μπουκάλες οξυγόνου θα αναδυθεί, αργά, με κομμένη την ανάσα. Όπως και ο αναγνώστης.

Ένα βιβλίο που θα σας καθηλώσει…