Μεγαλώνοντας

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Μεγαλώνοντας

Οι ηλικιωμένοι επιβάτες έχουν μια ηρεμία. Συνήθως δεν βιάζονται, έχουν χρόνο στη διάθεσή τους, μιλούν γλυκά, κινούνται με άλλους ρυθμούς. Θυμίζουν τον παππού και τη γιαγιά που δεν έχεις πια, δίνουν ευχές, διηγούνται αναμνήσεις, ανασύρουν εικόνες της πόλης που μοιάζουν σαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες.

Παρασκευή βράδυ με ψιλόβροχο στη βασανίσης Σοφίας (Παρασκευή, βράδυ και με ψιλόβροχο, παύει να είναι βασίλισσα). Ηλικιωμένος κύριος μου κάνει νεύμα να σταματήσω. Γυρίζω να τον ρωτήσω πού πηγαίνουμε και τον παρατηρώ: γύρω στα 75, κομψότατος, καλοξυρισμένος, μοσχοβολά σαπούνι και άρωμα. Μου θυμίζει τον Επτανήσιο παππού μου που, ακόμη και κοντά στο τέλος της ζωής του, έχοντας χάσει σχεδόν την όρασή του, ζητούσε να είναι πάντα καλοντυμένος, ξυρισμένος και μυρωδάτος. Σιωπηλός σε όλη τη διαδρομή, μόνο πού και πού λέει, «Πολύ ωραία, πολύ ωραία».

Φτάνουμε σε μια κατάφυτη γειτονιά με θαυμάσιες μονοκατοικίες.

«Οδηγείτε τόσο ήρεμα, ούτε που κατάλαβα πώς φτάσαμε. Πολύ ωραία, πολύ ωραία», επαναλαμβάνει και φεύγει χαμογελαστός.

 

Άνοιξη στο κέντρο της πόλης. Ο κύριος που με σταματά περπατά αργά, δυσκολεύεται να μπει στο αυτοκίνητο. Κρατά δερμάτινο χαρτοφύλακα.

«Εμένα που με βλέπετε, είμαι 87 χρονών και ακόμη έρχομαι στη δουλειά, δεν θέλω να μείνω στο σπίτι».

«Εγώ», του απαντώ, «άμα φτάσω τα 87, μια χαρά θα θέλω αλλά δεν θα μπορώ γιατί δεν θα έχω συμπληρώσει τα συντάξιμα».

Το αυτοκίνητο τρέχει στην παραλιακή, ο κύριος, μάλλον εξουθενωμένος, αποκοιμάται. Γέρνει μπροστά, φοβάμαι μη χτυπήσει σε κάποιο φρενάρισμα. Κοιμάται όμως σαν μωρό, δεν μου κάνει καρδιά να τον ξυπνήσω. Φτάνουμε στον προορισμό μας, ξυπνά ήσυχα.

«Καιρό είχα να κάνω τέτοιον ύπνο. Δεν κοιμάμαι καλά τα βράδια. Να έρχεσαι να με παίρνεις, να με κάνεις βόλτα να κοιμάμαι»

«Ομολογώ ότι αυτό δεν μου το έχουν ξαναζητήσει, τώρα που το λέτε θα το συμπεριλάβω στις υπηρεσίες μου».

 

Κλήση από την εφαρμογή. Ο επιβάτης τηλεφωνεί για να με ενημερώσει ότι βρίσκεται στην άλλη πλευρά του δρόμου από αυτήν που εμφανίζεται στην οθόνη μου.

«Θα δείτε έναν θεό στο φανάρι». Σταματώ μπροστά στον κύριο, «Με βρήκατε εύκολα», μου λέει.

«Ε αφού μου είπατε θεός, δεν ήταν δύσκολο».

Γέλια τρανταχτά.

«Πάμε να πάρουμε τη μητέρα μου και να συνεχίσουμε νότια. Σας προειδοποιώ, θα σας πεθάνει στις ερωτήσεις, θα με προξενέψει, οπλιστείτε με υπομονή».

Μας περιμένει μία ηλικιωμένη κυρία βγαλμένη από άλλη εποχή: καλοραμμένο ταγιέρ, άψογο μανικιούρ, μαλλί κομμωτηρίου, θαυμάσιες γόβες. Κάθεται δίπλα μου, σηκώνει τα γυαλιά της για να με δει καλύτερα και αρχίζει να δικαιώνει την προειδοποίηση του γιου της.

«Αυτό τώρα δικό σας είναι;»

«Μάλιστα, δικό μου».

«Μπράβο, μπράβο… ε, να πάρετε κι ένα σπιτάκι τώρα, να φτιάξετε τη ζωή σας, να βρείτε κι ένα καλό παιδί…»

Κοιτάζω τον γιο από τον καθρέφτη, να το διασκεδάζει στο πίσω κάθισμα.

«Εμείς έχουμε σπίτι ωραιότατο στην Ύδρα. Τα είπες, παιδί μου, στην κυρία;»

«Όλα, όλα».

Φτάνοντας στην παραλιακή, η κυρία γλυκαίνει, κοιτάζει με νοσταλγία από το παράθυρο.

«Αχ… έτσι με έφερνε βόλτα ο άντρας μου στη θάλασσα. Σε τι κέντρα πηγαίναμε, τι Φάληρα, τι Τζιτζιφιές… εξοχή ήταν εδώ, όνειρο. Καλή ζωή περάσαμε, με αγάπη πολλή», για να αλλάξει αμέσως μετά τον τόνο της φωνής της: «Ο γιος μου να δω τι θα κάνει!» κατακεραυνώνοντας τον μάλλον συνηθισμένο σε αυτά γιο.

Κατεβαίνουν, το αυτοκίνητο θα μυρίζει για ώρα το κάπως βαρύ αλλά υπέροχο άρωμα της κυρίας.

Άρωμα άλλης εποχής.