Μεταναστεύστε

P
Κυριάκος Αθανασιάδης

Μεταναστεύστε

Η απάντηση είναι γνωστή:

Δεν πηγαίνουμε πουθενά. Δεν θα τους χαρίσουμε τη χώρα. Η Ελλάδα είναι και δική μας, έχουμε ρίζες αιώνων εδώ, εδώ είναι τα σπίτια μας, εδώ μας μεγάλωσαν οι γονείς μας και οι παππούδες μας, ιδρώσαμε και πονέσαμε και κλάψαμε και ματώσαμε για να κάνουμε αυτό το κάτι που φτιάξαμε, δεν θα υποχωρήσουμε. Δεν θα πάμε πουθενά, εδώ θα μείνουμε.

Είναι γνωστή αυτή η απάντηση —και είναι προφανής και η ερώτηση που προηγήθηκε— και είναι λάθος. Κανείς δεν είναι δεμένος με καμία χώρα. Και κανείς δεν είναι ταμένος εκ Θεού ή εκ προφήτου να υποφέρει σε έναν τόπο που όχι απλώς δεν έχει να του προσφέρει τίποτε, αλλά που του τρώει κάθε μέρα την ψυχή και του γρατσουνάει τη σάρκα.

Η λύση για όποιον αισθάνεται να ποδοπατείται στην Ελλάδα είναι μία: η μετανάστευση. Ο κόσμος, η Δύση, είναι εκεί, και περιμένει.

Αν είναι εύκολο; Καθόλου! Χρειάζεται χρήματα για να φύγεις, χρειάζεται τρέξιμο, δουλειά, άνθρωποι που θα σε βοηθήσουν, μηχανισμοί και δομές που θα σε συνδράμουν, εμπόδια που πρέπει να υπερπηδήσεις. Δεν είναι εύκολο: είναι όμως δυνατόν, και το ’χουν κάνει κι άλλοι, και είναι και απαραίτητο — και επείγον.

Η Ελλάδα δεν μας ανήκει, όποιοι κι αν υποτίθεται ότι είμαστε κλεισμένοι σ’ αυτό το «μας». Για την ακρίβεια, ανήκει πολύ λιγότερο σε όλους όσους αντισταθήκαμε στη λαίλαπα του εθνικολαϊκισμού, αριστερού και ακροδεξιού. Γιατί μετρηθήκαμε μαζί του, και χάσαμε. Είναι περισσότεροι, πολύ περισσότεροι, κάπου 5 προς 1 αν με ρωτάτε, άρα τους «ανήκει» και περισσότερο. Μη γελιέστε. Κι άμα θέλουν, σε αυτό το αμεσοδημοκρατικό περιβάλλον που φτιάχνεται μέρα με την ημέρα, της βάζουν φωτιά και την καίνε.

Δεν συζητώ εδώ, ούτε θα παραθέσω εκτενώς (είναι γνωστά), τα εγγενή θετικά τού να ζεις σε μια ανεπτυγμένη χώρα: το άνοιγμα των οριζόντων σου, τις περισσότερες και καλύτερες ευκαιρίες για σοβαρές δουλειές σοβαρά αμειβόμενες, τη γνωριμία με άλλους πολιτισμούς, που είναι πλούτος καθαυτή, ή το απλούστατο: το να μάθεις καλά μια άλλη γλώσσα, δηλαδή έναν άλλο κόσμο — για να αναφέρω ελάχιστα μόνο, και πολύ πρόχειρα.

Μιλώ εδώ για την ανάγκη.

Μιλώ εδώ για την ανάγκη να γλιτώσεις από τον βόρβορο.

Δεν μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερο βασανιστήριο για έναν νέο άνθρωπο από το να ζει σ’ αυτή την Ελλάδα αυτή την περίοδο, ενώ θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να ζει στο εξωτερικό — και από εκεί να ψηφίσει και τις επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις, ίσως σωστά αυτή τη φορά, ίσως και πάλι (πιθανότατα) λάθος. Και, μολονότι συμμερίζομαι τον φτωχό που δεν μπορεί να μαζέψει τα αναγκαία χρήματα για να φύγει, ή που δεν είναι αρκετά φτωχός ώστε να τα βροντήξει όλα και να πάρει των ομματιών του αύριο τα χαράματα, όμως, και να με συμπαθάτε, δεν μπορώ να συμμεριστώ την αγωνία ενός ανθρώπου που έχει μικρά παιδιά. Αυτός υποχρεούται να τα βγάλει έξω από τη χώρα, να τα απομακρύνει από το πιο τοξικό περιβάλλον που έζησε ποτέ η Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο. Ας μην περιορίσει, ας μην κουτσουρέψει το μέλλον των παιδιών του χάρη στην πιθανή παρουσία εδώ μιας γιαγιάκας και ενός κυριακάτικου οικογενειακού τραπεζιού: αυτά όλα είναι εκλογικεύσεις, ήτοι ανοησίες — ανοησίες περιωπής. Φενάκες και παγίδες: φάκες. Και δεν μετράνε.

Η κατάσταση είναι χυδαία, και, ό,τι και να κάνει μία οικογένεια δύο σοβαρών νέων παιδιών, να είναι σίγουρη πως δεν θα τα καταφέρει. Το περιβάλλον θα νικήσει. Κι αυτοί θα χάσουν. Και τα παιδιά τους θα χάσουν.

Το δηλητηριασμένο περιβάλλον θα νικήσει εύκολα.

[ Εικονογράφηση: Marvin Hill, Family values (2011) ].