Μια καλύβα θαμμένη στο χιόνι

C
Σαπφώ Καρδιακού

Μια καλύβα θαμμένη στο χιόνι

«Κα δο κραξαν λγοντες τί μν κα σοι, ησο, Υἱὲ το Θεο; λθες, δε πρ καιρο βασανσαι μς; ν δ μακρν π’ ατν γλη χοίρων πολλν βοσκομένη. Ο δ δαμονες παρεκλουν ατν λγοντες ε κβλλεις μς, πιτρψον μν πελθεν ες τν γλη τν χοίρων». Κατά Ματθαίον, 8:29-31.

1974, Νότιο Τιρόλο. Η νεαρή Μαρλέν, σύζυγος-τρόπαιο του μαφιόζου Χερ Βίγκαναρ, κλέβει ένα σακουλάκι με ζαφείρια από τον άντρα της και επιχειρεί να βγει από την Ιταλία. Όμως, το αυτοκίνητο γλιστράει στον παγωμένο δρόμο και καταλήγει σε μια από τις χιονισμένες πλαγιές των ιταλικών Άλπεων. Λίγο πριν ξεψυχήσει από την υποθερμία, η Μαρλέν σώζεται από τον Ζίμον Κέλαρ.

Για τον μεσήλικο Βίγκαναρ τα ζαφείρια δεν είναι συσσώρευση πλούτου· είναι η καταξίωση μέσα στο Καρτέλ. Γιος αγρότη που κατετάγη στα SS για να επιβιώσει η οικογένειά του, με τον θάνατο του πατέρα του στη Σιβηρία έγινε πληροφοριοδότης των Ναζί. Ένα ισχνό αγόρι που έδειχνε στα τάγματα τα δυσπρόσιτα περάσματα του βουνού, ένα «κομπόλντ» που ξέρει τα κατατόπια αλλά δεν πρέπει να το εμπιστεύεσαι — όπως τα ξωτικά της γερμανικής μυθολογίας από τα οποία πήρε το παρατσούκλι του. Το Καρτέλ πρέπει να πάρει πίσω τα πετράδια και ο Βίγκαναρ πρέπει να αποκαταστήσει το στάτους του. Οπότε, είναι απαραίτητο να βρεθεί η Μαρλέν και να πληρώσει. Αυτό θα το αναλάβει ο Άνθρωπος Εμπιστοσύνης, εκτελεστής του Καρτέλ, με τις ιδιαίτερες μεθόδους του.

Ο Ζίμον Κέλαρ ζει στο βουνό, σε μια καλύβα χωρίς νερό, χωρίς ηλεκτρισμό. Οι Κέλαρ έχτισαν αυτή την καλύβα και ζουν απομακρυσμένοι εκεί εδώ και αιώνες. Ο Ζίμον, όπως οι προηγούμενοι Κέλαρ, είναι μπάουερ.

Ο μπάουερ ήταν χωρικός αλλά και βοτανοθεραπευτής, κυνηγός, ξυλοκόπος, μάγειρας, ξυλουργός, κτηνοτρόφος, γιατρός, μερικές φορές αθλητής, μέχρι και παπάς. Κυρίως έπρεπε να είναι παπάς. Χωρίς πίστη, εκεί πάνω πέθαινες από τη μοναξιά και τη σιωπή. H πίστη γέμιζε με απαντήσεις τα άσπρα κενά του μεγάλου ατέλειωτου χειμώνα. Ο μπάουερ ήταν ο κύριος του βουνού.

Κατά την παράδοση των μπάουερ επιβιώνει από το κυνήγι και τους καρπούς του βουνού, τα φάρμακά του είναι τα βότανα που του έμαθε να αξιοποιεί ο πατέρας του, φόταρ Λουίς. Είναι μόνος, με τις Βίβλους που παρέδωσε ο κάθε πατέρας Κέλαρ στην επόμενη γενιά και τα γουρούνια του. Αντιγράφει τη Βίβλο που παρέλαβε από τον πατέρα του, συμπληρώνει τα δικά του σχόλια, όπως έκαναν οι προηγούμενοι Κέλαρ, και κρατά ζωντανή την ανάμνηση της Ελίζαμπετ, της μικρής αδελφής που έζησε λίγο και πέθανε από το χέρι του φόταρ Λουίς.

Το καμάρι του είναι η Λίσι, η γουρούνα με την ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους υπόλοιπους χοίρους. Είναι η πιο ιδιότροπη, η πιο καλοταϊσμένη, η πιο κανακεμένη. Πήρε το υποκοριστικό από την αγαπημένη Ελίζαμπετ και χρειάστηκαν αρκετές διασταυρώσεις με αγριόχοιρους για να επιτευχθεί ο όγκος και το ταπεραμέντο της. Όσο η Μαρλέν αναρρώνει από το ατύχημα, η έβδομη διάδοχος της πρώτης Λίσι ορίζει τη ζωή των κατοίκων της καλύβας.

Μεγαλωμένη σε φτωχική αγροικία, η Μαρλέν δεν είναι η bimbo/αξεσουάρ του Βίγκαναρ. Κατέληξε, κυριολεκτικά, από τα αλώνια στα σαλόνια, αλλά δεν ξέχασε τις καταβολές της. Προσαρμόζεται αμέσως στη σκληρή ζωή της καλύβας και βρίσκει στον Ζίμον ένα ανδρικό πρότυπο που είχε ξεχάσει. Όμως, όσο περνούν οι μέρες και η απόσταση μεταξύ της προηγούμενης ζωής της και της διαφυγής από τη χώρα μεγαλώνει, ο Ζίμον και η απομονωμένη καλύβα φαίνονται σαν να ξεπήδησαν από τα παραμύθια που διάβαζε μικρή η Μαρλέν.

Ο συγγραφέας περιστοιχίζει τη Μαρλέν από φαινομενικά δυνατούς και ανεξάρτητους άντρες, κομμένους από το ίδιο πατρόν. Πάσχουν από την παθογένεια που μαστίζει μεγάλο ποσοστό του ανδρικού φύλου. Φαινομενικά ακλόνητοι και στιβαροί, ο Βίγκαναρ και ο Ζίμον ζουν αποφεύγοντας το πρότυπο των πατεράδων τους για να ξαναγυρίσουν σε αυτό την ώρα του αυτοπροσδιορισμού. Όταν η ζωή τους θα κριθεί από τη σωστή ή λάθος επιλογή, εκείνοι θα καταρρεύσουν υπό τις αμαρτίες των γονέων τους, με το βάρος που κουβαλούν από παιδιά να τους καταπλακώνει.

Για ποιο λόγο η Λίσι στον τίτλο, όμως; Γιατί ένας χοίρος;

Ακόμα και αν δεν αναφέρεται συχνά, στον Χριστιανισμό οι χοίροι έχουν «κατηγορηθεί» ως ζώα του διαβόλου· ίσως γιατί το ίχνος της οπλής τους είναι αυτό που μερικοί θεωρούν το «σημάδι του Σατανά», ενδεχομένως επειδή οι δαίμονες στην Καινή Διαθήκη ζητούν από τον Ιησού να τους στείλει να κυριεύσουν ένα κοπάδι χοίρων στον εξορκισμό του δαιμονισμένου των Γαδαρηνών. Μπορεί τυχαία, μπορεί όχι, η ονομασία του χοίρου στα Παλαιά Αγγλικά (eofor) να προσφέρει εξυπηρετική αφορμή, χωρίς η ετυμολογία να αποδίδεται στον Εωσφόρο.

Από την Αρχαία Αίγυπτο, όπου οι χοίροι θυσιάζονταν στο θεό Σετ και απεικονίζονταν σε τοιχογραφίες να ταΐζονται με το στόμα από τους χοιροβοσκούς, στην κέλτικη και αρχαία ελληνική παράδοση που επέβαλλε τη θυσία των χοίρων για την εξασφάλιση καλής σοδειάς, το γουρούνι συμβολίζει την ευημερία και την αφθονία. Η λατρεία του χοίρου εδραιώθηκε επειδή ένα μόνο γουρούνι έφτανε να συντηρεί μία οικογένεια ολόκληρο τον χειμώνα. Οι αγροτικές/κτηνοτροφικές κοινωνίες εκμεταλλεύονταν κάθε μέλος του ζώου που έσφαζαν, το κρέας και το λίπος για τη συντήρηση τροφίμων, τα πόδια, την ουρά, τα αυτιά — τα πάντα. Συνέπεια της σχέσης χοίρου και αφθονίας, αλλά και λόγω της ευκολίας στην εκτροφή, ήταν αναπόφευκτος ο συσχετισμός του ζώου με την απληστία και την αδηφαγία. Απόβλητα στον Ιουδαϊσμό —κατά το Λευιτικό— και τον Ισλαμισμό, τα γουρούνια είναι μιαρά και η κατανάλωση χοιρινού κρέατος απαγορευμένη. Την ίδια στιγμή, η χοιροκεφαλή πρωτοστατεί ως σύμβολο στις αντισημιτικές εκδηλώσεις βίας και τις επιθέσεις μίσους κατά μουσουλμάνων.

Ο Ζίμον, όμως, είναι χριστιανός. Έχει ζυμωθεί στον κληρονομημένο από τους πρώτους Κέλερ Χριστιανισμό, στη θρησκεία που υπαγορεύτηκε από τις Βίβλους κάθε προγόνου. Βίβλους που αντιγράφηκαν στο χέρι, ενώ τα σχόλια του καθενός, οι αλλαγές και οι ερμηνείες χωρίων παραπέμπουν σε αιώνες μακριά από την εποχή που εκτυλίσσεται η πλοκή του βιβλίου. Ο Ζίμον ζει στις συνθήκες που κληρονόμησε μαζί με τις οικογενειακές Βίβλους. Όπως οι Κέλερ πριν, έτσι και εκείνος τώρα, παρέλαβε αυτό το κληροδότημα και το επεξεργάστηκε σύμφωνα με τη δική του ιδιοσυγκρασία, χωρίς αυτή η αναφορά να περιορίζεται στη χειρόγραφη Βίβλο που αντέγραψε, κατά την οικογενειακή παράδοση, στην εφηβεία. Ο Ζίμον κληρονομεί από τον πατέρα του την ψυχασθένεια που έκανε έναν οικογενειάρχη και σεβαστό μέλος τής τότε κοινωνίας μέθυσο, ναρκομανή και παιδοκτόνο. Ο γιος που δεν έχει αλλάξει τίποτα στο πατρικό σπίτι, που επιβιώνει από το ίδιο λειτούργημα που τον ανέθρεψε, αποδίδει το νόσημα που τον ωθεί να αναζητά αίμα στη Φωνή που πηγάζει από τη δολοφονημένη αδελφή του, την οποία κρατά ζωντανή με τη λατρεία της Λίσι και των απογόνων της. Η γραμμή αίματος της νεκρής αδελφής συνεχίζεται στην αναπαραγωγή των θηλυκών χοίρων που βαφτίζονται Λίσι και συντηρείται με τον φόρο αίματος που «απαιτούν» η Ελίζαμπετ/Λίσι στο μυαλό του Ζίμον. Για να εξευμενίσει τη Λίσι/Φωνή, ο Ζίμον κάνει θυσίες (μια ευθεία παραπομπή στις βιβλικές διδαχές που έχει αφομοιώσει) και εκείνη δεν απογοητεύει, κατά τα πρότυπα της Παλαιάς Διαθήκης: ζητά περισσότερες.

Η πλοκή του βιβλίου τοποθετείται σκόπιμα στο Τιρόλο, μια περιοχή που διασκελίζει τα σύνορα Αυστρίας-Ιταλίας. Η δράση εκτυλίσσεται, μεν, στο Νότιο Τιρόλο, την ιταλική πλευρά, αλλά τους χαρακτήρες και το ύφος του κειμένου διαπερνά το φάντασμα-πνεύμα της βαυαρικής μεριάς. Ο Ντ’ Αντρέα ανασκάπτει τη δομή του τευτονικού φολκλόρ, των ιστοριών που προκαλούσαν τρόμο στους αποδέκτες —ακροατές και αναγνώστες—, με τα μηνύματα που περνούσαν για παραδειγματισμό και τα ηθικά διδάγματα για αποφυγή άσχημων καταστάσεων και συμπεριφορών.

Όπως στα Παραμύθια των Αδελφών Γκριμ που τόσο αγαπά να διαβάζει η Μαρλέν, οι ήρωες αυτού του βιβλίου δεν μαθαίνουν παρά μόνο αφού πάθουν. Η Μαρλέν δεν αντιλαμβάνεται σε τι κίνδυνο έβαλε τον εαυτό της με την κλοπή των ζαφειριών, μέχρι που καταλήγει στην παγωμένη πλαγιά των Άλπεων, σε μια καλύβα θαμμένη στο χιόνι. Ο Βίγκαναρ δεν συνειδητοποιεί την ύβρη που διέπραξε με την άνοδο στα κλιμάκια του υποκόσμου, με τη συγκέντρωση περισσότερων ζαφειριών για απόκτηση μεγαλύτερης ισχύος στο Καρτέλ, παρά μόνο όταν δεν καταφέρνει να αναιρέσει το μη αναστρέψιμο.

Ο νόμος των ιστοριών φολκλόρ απαιτεί την τιμωρία του παραβάτη, του ασεβή. Τον άπληστο, τον τεμπέλη, τον λαίμαργο θα τον βρει κακό. Όμως, στις ίδιες ιστορίες υπάρχουν και οι καπάτσοι ήρωες, αυτοί που ξεγελούν το δύστροπο ξωτικό ή την κακιά μάγισσα και ξεφεύγουν, επιβιώνουν και ζουν με τη επίγνωση της νέας ευκαιρίας που τους δόθηκε — ή που άρπαξαν την τελευταία στιγμή.