Μια μικρή λεπτομέρεια

P
Νίκος Ψαρρός

Μια μικρή λεπτομέρεια

Πρόσφατα δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του αρχαιότερου περιοδικού εντύπου των ΗΠΑ The Nation ένα άρθρο της Lydia Wilson, ερευνήτριας στο Κέντρο Επιλύσεως Δυσεπίλυτων Συγκρούσεων (Centre for the Resolution of Intractable Conflict) του πανεπιστημίου της Οξφόρδης με τον τίτλο «Τι διαπίστωσα μιλώντας με φυλακισμένους μαχητές του ISIS» («What I Discovered From Interviewing Imprisoned ISIS Fighters»). Το συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι οι λόγοι που εξώθησαν και εξωθούν τους περισσότερους ανθρώπους να συνταχθούν με την οργάνωση γνωστή ως ISIS ή IS δεν έχουν να κάνουν κατά κύριο λόγο με την πίστη τους στο φονταμενταλιστικό Ισλάμ αλλά με την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική τους κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τραυματικά αισθήματα ανασφάλειας, απώλειας της αξιοπρέπειας και της υλικής βάσης διαβίωσης, ως συνέπεια της διάλυσης του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, και συνδυάζεται με μια δίψα για περιπέτεια, συντροφικότητα, δύναμη και πνευματική αναγέννηση. Οι περισσότεροι μαχητές του IS, διαπιστώνει η Wilson, είναι άντρες σουνιτικής καταγωγής που μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν μέσα στο χάος της αμερικανικής κατοχής και της σιιτικής δικτατορίας που ακολούθησε.

Το αντικείμενο του επιστημονικού έργου της Wilson είναι οι λόγοι που κάνουν «κανονικούς» ανθρώπους να πάρουν ξαφνικά την απόφαση να υπερασπιστούν ορισμένες αφηρημένες «άγιες αξίες» μέχρι θανάτου, θυσιάζοντας, όχι μόνο τη δική τους ζωή, αλλά και τις ζωές των οικογενειών τους. Η μέθοδος που χρησιμοποιεί έγκειται στη διεξαγωγή συνεντεύξεων σύμφωνα με ένα ειδικό ερωτηματολόγιο, το οποίο περιγράφεται στο άρθρο. Η Wilson εξιστορεί στο άρθρο της μία συνέντευξη που πήρε στο Κιρκούκ από έναν αιχμάλωτο μαχητή του IS λίγο μετά την καταδίκη του σε θάνατο από το τοπικό στρατοδικείο και λίγο πριν οδηγηθεί στο ικρίωμα ή στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η συγγραφέας του άρθρου επισημαίνει ότι ήταν μια σπάνια ευκαιρία να εξετάσει έναν μαχητή του IS, γιατί συνήθως οι αντίπαλοί τους, ο τακτικός ιρακινός στρατός και οι Κούρδοι πεσμέργκα, δεν τους αιχμαλωτίζουν αλλά τους εκτελούν αμέσως, κυρίως επειδή φοβούνται ότι οι μαχητές του IS φέρουν ζώνες με εκρηκτικά τα οποία πυροδοτούν μόλις αιχμαλωτιστούν. Από την άλλη μεριά, το IS δεν ενδιαφέρεται για τους μαχητές του που αιχμαλωτίζονται γιατί τους θεωρεί μάρτυρες που θυσιάζονται για τον άγιο σκοπό.

Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση διαβάζοντας το άρθρο, αυτό που πραγματικά με σοκάρισε και που θεωρώ πως μειώνει —ίσως και απαξιώνει— ηθικά όλη τη συνέντευξη και τους υψηλούς στόχους της ερευνήτριας είναι μια μικρή λεπτομέρεια που, όπως φαίνεται, ούτε καν η ίδια φαίνεται να αντιλήφθηκε. Περί τίνος πρόκειται; Ας πάρουμε τα πράγματα χρονολογικά, όπως μας τα διηγείται η Wilson, η οποία περιγράφει τη συνέντευξη ως εξής:

Μετά από τη συνάντησή της με τον στρατιωτικό διοικητή του Κιρκούκ, οι δυνάμεις του οποίου εξάρθρωσαν ένα δίκτυο βομβιστών, περιμένει σε ένα σχετικά άνετο δωμάτιο μαζί με άλλους συναδέλφους της να της προσαχθεί ο αιχμάλωτος μελλοθάνατος, στον οποίο αρχίζει αμέσως μετά την εμφάνισή του, χωρίς καμία άλλη εισαγωγή, να υποβάλλει στις ερωτήσεις της. Μόνο λίγο αργότερα, όταν οι ερωτήσεις διακόπτονται γιατί πρέπει να του βγάλουν τις χειροπέδες για να μπορέσει να συνεργαστεί καλύτερα στην όλη διαδικασία, της δίνεται η ευκαιρία να του κάνει μερικές προσωπικές ερωτήσεις.

Ο ερωτώμενος —το όνομά του δεν γίνεται γνωστό— είναι ένας νέος άντρας περίπου 26 ετών, απόφοιτος εξατάξιου δημοτικού, άνεργος για λόγους υγείας, πατέρας δύο παιδιών, ο οποίος όπως λέει αναγκάστηκε για οικονομικούς λόγους να συνεργαστεί με το IS παίρνοντας τη «θέση» του οργανωτή βομβιστικών επιθέσεων. Μετά τη σύλληψή του ομολόγησε —υποτίθεται αυτοβούλως και χωρίς να υποστεί βίαιο εξαναγκασμό— ότι συμμετείχε σε τουλάχιστον πέντε βομβιστικές επιθέσεις με πολλά θύματα. Δικάστηκε και, βάσει της ομολογίας του, καταδικάστηκε σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα σε θάνατο. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δηλώνει ότι δεν ασπάστηκε ποτέ ούτε την ιδεολογία του IS, ούτε τη φονταμενταλιστική του εκδοχή του Ισλάμ, παρόλο που φαίνεται να είναι θρησκευόμενος, και ότι υπέφερε από τη τρομοκρατία που επέβαλλε η οργάνωση στην περιοχή της. Όταν οι ερευνητές τού δίνουν την ευκαιρία να κάνει αυτός μια ερώτηση, ο αιχμάλωτος κάνει μια δήλωση-κατηγορία λέγοντας ότι επί καθεστώτος Σαντάμ επικρατούσε τουλάχιστον ειρήνη και ασφάλεια, κάτι που οι Αμερικανοί κατέστρεψαν χωρίς κανένα αντιστάθμισμα.

Πού είναι το πρόβλημα, αναρωτιέστε. Η Wilson και οι συνεργάτες της θέλουν να μάθουν πώς σκέφτονται οι «τζιχαντιστές της διπλανής πόρτας», θέλουν να ανακαλύψουν τα κίνητρα που εξωθούν κοινούς ανθρώπους στον εξτρεμισμό και το έγκλημα, θέλουν να βοηθήσουν ώστε να βρεθεί τρόπος να σταματήσουν εμφύλιοι σπαραγμοί και παράλογες συγκρούσεις, θέλουν να βρουν έναν τρόπο να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα σε εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για τη ζωή, τις δομές και τις αξίες της. Ο σκοπός της συγκεκριμένης επιστημονικής ομάδας είναι υψηλός γιατί δεν είναι μόνο θεωρητικός, αλλά έχει και μια πολύ σημαντική πρακτική πτυχή. Είναι ίσως τραγικό το ότι για να επιτύχουν τον στόχο τους είναι αναγκασμένοι να εργαστούν κάτω υπό αντίξοες και συχνά επικίνδυνες συνθήκες, και να συνομιλήσουν ήρεμα και «επιστημονικά» με μελλοθάνατους ή με επίδοξους φονιάδες. Όμως αυτό είναι το τίμημα της επιστημονικής αλήθειας. Ο επιστήμων πρέπει να είναι αντικειμενικός, απαθής, ψυχρός αναλυτής της κατάστασης.

Όμως —και εδώ βρίσκεται η μικρή, αλλά κατά τη γνώμη σημαντική, λεπτομέρεια, πάνω στην οποία βασίζεται όλο το «ηθικό πλεονέκτημα» των επιστημών του ανθρώπου, όπως αυτές αναπτύχθηκαν στον δυτικό κόσμο— ο επιστήμονας που ερευνά την ανθρώπινη ζωή δεν πρέπει, παρ’ όλη την αντικειμενικότητα και την «αποχή» του από την κατάσταση την οποία διερευνά, να λησμονεί ότι έχει να κάνει με ανθρώπους, με πρόσωπα, και όχι με γενικότητες, με μέλη ενός βιολογικού είδους, ή με μία φυσική κατάσταση. Και, εφόσον έχει να κάνει με ανθρώπους ως αντικείμενο της έρευνάς του, τους οφείλει τον βασικό σεβασμό που οφείλει κάθε άνθρωπος προς κάθε άνθρωπο. Στην περίπτωση του νεαρού ανώνυμου μελλοθάνατου εγκληματία, αυτός ο βασικός σεβασμός έπρεπε να είχε εκφραστεί τουλάχιστον ρωτώντας τον εάν θα ήθελε να περάσει ίσως μερικές, ίσως όλες τις τελευταίες ώρες της ζωής του συμμετέχοντας σε μία έρευνα, τον σκοπό της οποίας μάλλον δεν θα καταλάβαινε ποτέ — και που προφανώς δεν κατάλαβε. Όχι γιατί δεν του τον εξήγησε κανείς —κάτι για το οποίο κανείς δεν μπήκε στον κόπο—, αλλά γιατί θα του φαινόταν μάλλον παράλογο ότι κάποιος θα ενδιαφερόταν να μάθαινε τι εκτιμούσε στον κόσμο που έχασε, αφού τον έχασε και κανείς δεν μπορεί να του τον ξαναφέρει πίσω.

Η υπεροχή του δυτικού πολιτισμού, για τον οποίο αγωνιζόμαστε, έγινε πραγματικότητα όταν οι «άνωθεν» μοιράστηκαν με τους «κάτωθεν» τους ίδιους αστικούς τίτλους προσφώνησης: «κύριε», «κυρία», «εσείς», όταν οι εντολές τους προς τους υπηρέτες τους άρχισαν να προλογίζονται με το «παρακαλώ» και η αναγνώριση της εκτέλεσής τους με το «ευχαριστώ». Όταν έγινε κατανοητό ότι η αποδοχή της ποινής από τον καταδικασμένο τον εξυψώνει αντί να τον απογυμνώνει από κάθε ανθρώπινη αξία, όταν ο κατάδικος παρέμεινε ο «κύριος Α» στη φυλακή ή μέχρι τη θανάτωσή του. Όταν ο δικαστής έπαψε να βλέπει τον υπόδικο ως φορέα του εγκλήματος, ο αξιωματικός τον στρατιώτη ως απλό εκτελεστή διαταγών, ο δάσκαλος τον μαθητή ως δοχείο μάθησης, ο επιστήμονας τον άνθρωπο ως ένα ακόμα αντικείμενο έρευνας.

Χωρίς αυτόν τον βασικό σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, όλες οι αξίες για τις οποίες αγωνιζόμαστε θα παραμείνουν αφηρημένες και ευάλωτες σε εκείνους που θα έχουν την δύναμη να τις αλώσουν.