Μια μπουκιά ελευθερία

P
Κυριάκος Αθανασιάδης

Μια μπουκιά ελευθερία

Το σύνθημα «Ή εμείς ή αυτοί» ήταν ωραίο και αποτελεσματικό. Όπως και το «Ή τους τελειώνουμε, ή μας τελειώνουν». Ο κόσμος, οι οπαδοί, χαίρονται να ακούν τέτοιες ξεκάθαρες κουβέντες, που στην άκριά τους, εκτεινόμενες, γίνονται πολεμικές ιαχές. Ο πόλεμος είναι μέσα στο αίμα του ανθρώπου, και μια «παγκόσμια ειρήνη» είναι ανέφικτη ― ευτυχώς: το αντίθετο θα σήμαινε πως η ανθρωπότητα αποφάσισε να στραφεί πίσω στον εαυτό της, να γίνει ένα κουβάρι, και να πεθάνει, να σβήσει χωρίς καν να ματώσει. Ο πόλεμος, και μόνο αυτός, γεννά τα πάντα. Όπως άλλωστε γεννά και την ειρήνη. Και δεν εννοούμε βέβαια μόνο τον πόλεμο που γίνεται με αντιμέτωπες στρατιές ή με βομβαρδισμούς. Υπάρχουν λογιών-λογιών πόλεμοι, και ο οικονομικός, ή ο «πόλεμος τιμών» ας πούμε, είναι ένας-δυο από αυτούς. Στη μέση ενός συμπιλήματος τέτοιων ακριβώς πολέμων, εκλεπτυσμένων και μη, ζούμε ανέκαθεν. Έτσι πάνε αυτά ― η ζωή έχει σκληράδα.

Το σύνθημα της μίας παράταξης, μαζί με όλα τα άλλα ―τις υποσχέσεις, τα ωραία λόγια, τα χρυσαφιά και μελωμένα ψέματα, τα βλοσυρά βλέμματα, το πεζοδρόμιο, τις συμμαχίες με μελανοχίτωνες ομοϊδεάτες άλλων ταγμάτων, την πυγμή, την αποφασιστικότητα, το ταμπεραμέντο του ανθρώπου που τον πνίγει το δίκιο, την προστυχιά και τις απειλές: όλα, όλα αυτά―, πέτυχαν τον σκοπό τους, η μάχη δόθηκε, ξεκίνησε μια άλλη, τέλειωσε κι αυτή, η παράταξη των βλοσυρών και των αποφασισμένων κατήγαγε περιφανή νίκη, και όλοι μαζί οι νικητές μπόρεσαν, με τα πολλά ―και αφού χάρη στις Μεγάλες Προστάτιδες Δυνάμεις αποφεύχθηκε στο παρά πέντε ένας γενικευμένος εμφύλιος, ένοπλος αυτή τη φορά, που σαν πρώτο θύμα του θα είχε τον ίδιο τον υποκινητή της επαπειλούμενης ποντικοανταρσίας―, να απολαύσουν εκείνα ακριβώς για τα οποία πολέμησαν με όλες τους τις δυνάμεις ― την εξουσία, τι άλλο; Και την ειρήνη. Είναι ωραία η ειρήνη μετά τις μάχες: η ησυχία σού χαϊδεύει τα αυτιά, η ανάμνηση των πολεμικών τυμπάνων και της τρομπέτας που καλεί στη μάχη, που παρακινεί και χαρίζει με απλοχεριά θάρρος στους λιγόψυχους, είναι γλυκιά, μεθυστική. Και τα λάφυρα του ωραίου πολέμου παίζουν εξαίσια μουσική στην τσέπη και στο καρνέ σου. Για να μη μιλήσουμε για τις γνωριμίες που κάνεις, για τα υψηλά πρόσωπα που καταδέχονται να σου σφίξουν το χέρι σπρωγμένα από το πρωτόκολλο, ή για τα ελικόπτερα που επιτρέπεις στον εαυτό σου να καβαλικεύεις, γελώντας στον αέρα σαν τον Τζόκερ της Γκόθαμ Σίτι ― ή μάλλον, σαν τον Πιγκουίνο.

Οι νικημένοι, πάλι, μάζεψαν τους τραυματίες τους, έθαψαν ό,τι υπήρχε για να θαφτεί, και, άλλος με περισσότερη και άλλος με λιγότερη καπνιά στο πρόσωπο, και με διαφορετικούς βαθμούς του οριστικού γεγονότος της ήττας ο καθένας στο μυαλό του, ξεκίνησαν να ζουν υπό το νέο καθεστώς (ένα ειρηνικό καθεστώς πλέον, πρέπει να ξαναπούμε), δίκην υποτελών που υποχρεούνται να καταβάλλουν τακτικά ―και έκτακτα, γιατί όχι― τη δεκάτη τους στον νέο βασιλιά ―και στον Πιγκουίνο― και να του υποβάλλουν, εθιμικά και θεσμικά, τα σέβη τους. Έτσι πάνε αυτά, από τα πολύ παλιά χρόνια. Και δεν θα αλλάξουν φυσικά ποτέ.

Ο νέος αυτός βασιλιάς, τώρα, ο νικητής, έθεσε τους δικούς του όρους διακυβέρνησης, ριζικά αντίθετους με αυτούς του προηγούμενου καθεστώτος. Πολλοί, και πάλι, αντέδρασαν, με μία ποικιλία μουρμουρητών, γιατί είδαν πως ό,τι και να έκανε, χαζούλης ων και με συμβουλάτορες επιπέδου κακού πρεφαδόρου, δυσχέραινε τόσο τη θέση των ιδίων όσο και όλων των άλλων, από τους οποίους εξαρτώνται και αυτοί οι ίδιοι ― για να μην κάνουμε λόγο για την αλλοίωση και τον σφετερισμό των δομών του τόπου: άλλο κεφάλαιο αυτό. Τελικά, η χώρα φυσικά άρχισε να φυραίνει, να φτωχαίνει, να εκχερσώνεται και να πουλιέται κομμάτι-κομμάτι ― μολονότι αυτό το τελευταίο δεν έγινε ποτέ θέμα συζήτησης, αλλά είναι να φανεί στο μέλλον και να αφήσει τους πάντες, ακόμη και τους διανοητικά πελταστές, με το στόμα να χάσκει. Και πολλοί από τους ηττημένους ―από αυτούς που είχαν πολεμήσει και έχασαν, που είχαν πολεμήσει και συνετρίβησαν― μάζεψαν το βιος τους, υλικό και πνευματικό, και πήγαν να βρουν την τύχη τους αλλού. Στα «ξένα». Είναι κι αυτό κάτι που νιώθεται, πιο ανθρώπινο κι από ανθρώπινο. Κανείς έχει πάντα μέσα του μια μπουκιά πιονέρου, εξερευνητή, σκαπανέα ― ή απλώς τυχοδιώκτη, ή μετανάστη. Κανείς έχει πάντα μέσα του μια μπουκιά ελευθερία. Είναι κι αυτό στη στόφα του ανθρώπου, ο κυριότερος τρόπος για να συντηρηθεί στη ζωή, εφάμιλλος και αυτής της ίδιας της γεωργίας.

Εν πάση περιπτώσει, όσοι έφυγαν και όσοι εξακολουθούν να φεύγουν και τώρα που μιλάμε, ήταν λογιών-λογιών. Ανάμεσά τους και όσοι αποδέχτηκαν πλήρως την ήττα και δεν ήθελαν, απλώς, να βρίσκονται πια στον ίδιο τόπο με τους νέους άρχοντες. Αποδέχτηκαν την ήττα, και αποδέχτηκαν και το γεγονός ότι η γη ανήκε πλέον στον νέο μονάρχη ― και στον Πιγκουίνο. Οι φίλοι τους τους ήλεγξαν σκληρά, και δεν σταμάτησαν να τους ελέγχουν. «Όχι», τους έλεγαν με φωνή, «αυτός ο τόπος είναι και δικός μας, δεν θα τον αφήσουμε σε δαύτους».

Αυτοί οι φίλοι είναι οι ρομαντικοί της υπόθεσης. Και ως εκ τούτου λένε και καμιά κουβέντα παραπάνω. Τους ακούει κανείς με συγκατάβαση και χαμόγελο, και δεν τους πάει κόντρα. Απλώς μαζεύει την περιουσία του, υλική και πνευματική, και πηγαίνει να βρει την τύχη του αλλού. Στα «ξένα». Έτσι και ο υποφαινόμενος.

[ Εικονογράφηση, Jack Baumgartner, «Walking man» (2012) ].

Το κείμενο αυτό, #15 της στήλης Άλμπατρος, δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθερία του Τύπου (25.6.17), στη σ. 12 του ενθέτου Ελεύθερο Πνεύμα ].