Μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση

P
Θανάσης Κοντογεώργης

Μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση

Έξι χρόνια τώρα ο ελληνικός λαός έχει δει τις προσδοκίες του να ματαιώνονται. Το εισόδημα μειώνεται, οι νέοι δεν έχουν δουλειά, και όσοι από αυτούς μπορούν μεταναστεύουν. Λίγοι πλέον αισθάνονται ότι μπορούν να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα. Η κρίση, όμως, αποκάλυψε και πτυχές της συλλογικής μας συνείδησης. Πλειοψηφικές ή μειοψηφικές, ίσως να μην έχει και τόσο σημασία. Σημασία έχει ότι τελικά υπάρχουν. Λαϊκισμός, διαίρεση, ιδιοτέλεια, απομονωτισμός, ισοπέδωση. Όσα λέγονται για εμάς, υπήρξαν περίοδοι που επιβεβαιώθηκαν. Χύναμε την καρδάρα με το γάλα. Πέθαινε η δική μας κατσίκα και θέλαμε να πεθάνει και του γείτονα. Τα όσα μεγαλοπρεπή και «εθνικά υπερήφανα» πιστεύαμε για τη χώρα μας αποδείχτηκαν μία φενάκη. Η κρίση ανέδειξε τις υστερήσεις και τις παθογένειες της κοινωνίας μας, τις αδυναμίες και τις σοβαρές ατέλειες της Πολιτείας μας. Όμως, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, που η κούραση και η απογοήτευση περισσεύουν, η αυτοκριτική δεν πρέπει να αναιρεί την αυτοπεποίθηση για τις δυνατότητές μας. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η αλαζονεία είναι συμπτώματα ενός λαού χωρίς πυξίδα και αυτογνωσία. Χρειάζεται να αποφεύγονται και τα δύο.

Χρειαζόμαστε μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση.             

Για να την κατακτήσουμε, θα πρέπει να κοιτάξουμε λίγο πίσω και να διδαχτούμε από τα λάθη του παρελθόντος αλλά και από τις καλές στιγμές. Η κρίση κατέδειξε ότι τίποτε δεν γίνεται με τον αυτόματο πιλότο, χωρίς σχέδιο και σοβαρότητα σε κάθε έκφανση των δημόσιων πολιτικών. Η πρόχειρη και μοιρολατρική αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων και η διαχείρισή τους με πνεύμα προσωρινότητας αποδείχτηκαν καταστροφικές. Οφείλουμε συλλογικά να συνειδητοποιήσουμε, και γρήγορα, ότι οι πραγματικές επιτυχίες είναι στο χέρι μας και εξαρτώνται από την οργάνωση και τη σκληρή δουλειά. Εμείς έχουμε τη μοίρα στα χέρια μας. Κανένας άλλος δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα ούτε να μας βοηθήσει, ούτε να μας καταστρέψει. Η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων και να μη συμμετέχει ενεργά και παραγωγικά στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Ο φόβος, η καχυποψία και η άμυνα δεν μπορούν να αποτελούν στρατηγική αντίληψη για μια χώρα σύγχρονη και παραγωγική. Μπορούμε, όμως, πολιτικοί και πολίτες, να συνδιαμορφώσουμε μια κοινή συνείδηση: ότι ο ελληνικός λαός έχει δυνατότητες να χτίσει μια κοινωνία δυνατοτήτων και ευκαιριών, ανοιχτή στις νέες προκλήσεις, έτοιμη να τις αντιμετωπίσει.

Υπάρχουν στοιχεία που να μας κάνουν να αισιοδοξούμε ότι μπορούμε να κατακτήσουμε μια τέτοια αυτοπεποίθηση; Αδιαμφισβήτητα, ναι. Παραθέτω ενδεικτικά δύο.

Στα έξι χρόνια των Μνημονίων, οι ελληνικές κυβερνήσεις και η δημόσια διοίκηση κλήθηκαν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν πολιτικές στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Κάποιες έμειναν ημιτελείς, άλλες υλοποιήθηκαν ατελώς ή και επιτυχώς. Σε υπηρεσιακό επίπεδο, οι περισσότεροι από όσους συμμετείχαν και εκπροσωπούσαν την ελληνική πλευρά δεν υστερούσαν σε τεχνοκρατική επάρκεια από στελέχη του ΔΝΤ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ακόμη περισσότερο, η επαφή των στελεχών της Διοίκησης (περιλαμβάνω σε αυτούς και ιδιώτες συνεργάτες των υπουργών και άλλων φορέων του δημοσίου) με το υψηλό επίπεδο τεχνοκρατικής προσέγγισης από την πλευρά των εταίρων μας οδήγησε σε μια σημαντική αναβάθμιση της ποιότητας των στελεχών μας και σε ένα τεχνοκρατικό απόθεμα εξαιρετικά χρήσιμο για την Ελλάδα. Οι όποιες αδυναμίες ή αποτυχίες οφείλονταν περισσότερο στις συστημικές παθογένειες της ελληνικής διοίκησης και στον ανοργάνωτο, πρόχειρο και καμιά φορά ράθυμο τρόπο με τον οποίο λειτουργεί, και λιγότερο στα στελέχη της, τουλάχιστον σε όσα είχαν τη διάθεση και τη δυνατότητα να συμβάλουν ενεργά και παραγωγικά σε μια εθνική προσπάθεια χωρίς αγκυλώσεις και μυωπικές αντιλήψεις. Τέτοια στελέχη υπάρχουν σήμερα και, παρόλο που η συνεισφορά τους πολλές φορές διακοπτόταν βιαίως λόγω της εναλλαγής κυβερνήσεων ή και των υπουργών της ίδιας κυβέρνησης, αποτελούν πλέον μια σημαντική δεξαμενή στελεχών της δημόσιας διοίκησης που μπορούν, εάν λειτουργήσουν σε ένα οργανωμένο, αξιοκρατικό και σταθερό περιβάλλον, να παραγάγουν πρόσθετη αξία για το κράτος και τη χώρα για να τη βοηθήσουν να ορθοποδήσει.

Η γενιά των σημερινών τριανταπεντάρηδων, που θεωρείται η δυναμική γενιά κάθε κοινωνίας, φαίνεται αυτή τη στιγμή ασύντακτη, αποπροσανατολισμένη και σκορπισμένη στις πέντε ηπείρους. Αρκετοί έφυγαν από τη χώρα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή και προκειμένου τα προσόντα τους να αποκτήσουν αξία στην ιδιωτική οικονομία, ενώ όσοι έχουν μείνει στην Ελλάδα ασφυκτιούν από την πίεση που ασκούν οι συμπληγάδες της ανεργίας, της ύφεσης, της διάψευσης των προσδοκιών, των χαμένων ονείρων, του καθημερινού άγχους της βιοπάλης που γίνεται ακόμα μεγαλύτερο από την υποχρέωση κάλυψης φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Όμως, αντέχουν. Αντέχουμε. Και είναι μια γενιά που βλέπει καθαρά ότι άλλοι δρόμοι δεν υπάρχουν παρά μόνο αυτοί της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, των έντιμων και ειλικρινών σχέσεων, της δουλειάς, της δυναμικής διεκδίκησης προς όφελος των πολλών και όχι κάθε οργανωμένης ομάδας. Είναι η γενιά που πλήττεται περισσότερο από κάθε άλλη, που τη λογαριάζουν λιγότερο αφού πληρώνει τώρα τα σπασμένα των προηγούμενων, αλλά που κινδυνεύει καθημερινά να μην πληρώνεται για τον κόπο της αλλά ούτε στο μέλλον για όσα ένσημα κολλάει σήμερα. Αλλά είναι η γενιά που προσπαθεί, καινοτομεί και ρισκάρει. Αναζητεί —αναγκαστικά ή μη— διεξόδους και νέους δρόμους. Παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις, αφού είχε το προνόμιο να έχει τον απαραίτητο κοσμοπολιτισμό, μιας και αρκετοί μπόρεσαν τα προηγούμενα χρόνια να σπουδάσουν στο εξωτερικό ή και να ταξιδέψουν, μια γενιά που επικοινωνεί με όλους εκείνους που τώρα βρίσκονται εκεί και δίνουν τη δική τους μάχη.

Αυτή η γενιά θα διαμορφώσει τις συνθήκες ώστε όλοι εκείνοι που έχουν φύγει να γυρίσουν πίσω σε μια χώρα που θα τους σέβεται. Σε μια χώρα όπου θα έχουν και θα τους δίνουν αξία. Σε μια χώρα με πραγματική αυτοπεποίθηση.

[ Εικονογράφηση, L.S. Lowry, Going to Work, 1959 ].