Μια θέση στον ήλιο
Η αλήθεια είναι ότι το Ρώτα τη Σκόνη του John Fante (Εκδόσεις Μεταίχμιο, ωραία μετάφραση από τον Γιάννη Λειβαδά) το αγόρασα για τους «λάθος» λόγους. Μία προσεγμένη έκδοση, ένα μεθυστικό εξώφυλλο, η μοναδική λιακάδα της Πόλης των Αγγέλων, διθύραμβοι και πρόλογος από τον Τσαρλς Μπουκόβσκι, μία προσδοκία –ή έστω κάποιες νύξεις– για ατμόσφαιρα νουάρ, επίμονες ομοιότητες με την πιο αγαπημένη και ιδιαίτερη πολιτισμική εμπειρία της ζωής μου. Με λίγα λόγια, για να είμαι απολύτως ειλικρινής, ο πραγματικός λόγος για τον οποίο αγόρασα το Ρώτα τη Σκόνη ήταν ότι απλώς ήθελα μία γρήγορη δόση από Λος Άντζελες. Είναι σίγουρο ότι τη δόση αυτή την πήρα, αλλά ήταν ταυτόχρονα πικρή, ξινή και γλυκιά, σαν τον καλύτερο εσπρέσο στη Δυτική Ακτή.
Το Ρώτα τη Σκόνη δημοσιεύτηκε το 1939, και πολλοί εστιάζουν στο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που περιγράφει (τη μεγάλη οικονομική ύφεση της δεκαετίας του ’30 και τις απαρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου). Ωστόσο, η ιστορία του Αρτούρο Μπαντίνι (ο ήρωας – alter ego του Φάντε) είναι η ιστορία όλων όσων άφησαν τον τόπο τους και πήγαν στη μεγαλούπολη με ένα όνειρο και μερικές δεκάρες στην τσέπη. Η ιστορία αυτή ταυτίζεται χρονικά και γεωγραφικά με την αρχετυπική μετακίνηση, από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 και για τα επόμενα 20 χρόνια, χιλιάδων ψυχών από τις κωμοπόλεις των κεντρικών και ανατολικών Πολιτειών, μέσω του θρυλικού Route 66 που διασχίζει τις αχανείς ερήμους των δυτικών Πολιτειών, στην Πόλη των Αγγέλων, σε αναζήτηση ελπίδας, εργασίας, ταυτότητας, μέλλοντος.
Η ιστορία αυτή θα μπορούσε να έχει γραφτεί –και να έχει απολύτως την ίδια δύναμη– στη Νέα Υόρκη του 1979, στο Σαν Φρανσίσκο του 2009 ή στην Αθήνα του 2019. Στο βιβλίο αυτό βλέπεις τους σπόρους αμέτρητων πασίγνωστων έργων που ακουλούθησαν, από το Πρόγευμα στο Τίφφανυς του Τρούμαν Καπότε και τους Σκλάβους της Νέας Υόρκης της Τάμα Τζάνοβιτς μέχρι τα διηγήματα του Ρέιμοντ Κάρβερ και τα σενάρια του Τσάρλι Κάουφμαν. Ιστορίες αποτυχημένων κλοσάρ στο κέντρο της πόλης. Ιστορίες ξεχασμένων συνταξιούχων σε αραχνιασμένες πανσιόν. Ιστορίες συγγραφέων και καλλιτεχνών που φυτοζωούν και πάλλονται ανάμεσα στον δημιουργικό οργασμό και την παραλυτική αμφιβολία.
Σκόνη, παλιά κτίρια και γερασμένοι άνθρωποι καθισμένοι στα παράθυρα, γερασμένοι άνθρωποι έβγαιναν σερνάμενοι από πόρτες, γερασμένοι άνθρωποι προχωρούσαν πονώντας μέσα σ’ εκείνον τον σκοτεινό δρόμο. Γέροι από την Ιντιάνα, την Άιοβα και το Ιλινόις, από τη Βοστόνη και το Τέξας Σίτι και το Ντε Μόιν, είχαν πουλήσει τα σπίτια και τα καταστήματά τους, και είχαν έρθει εδώ πέρα με το τρένο ή με το αυτοκίνητο, στη γη του ήλιου, για να πεθάνουν στον ήλιο, με τα λεφτά τους να φτάνουν ίσα-ίσα ώς τη μέρα του θανάτου τους μες στη λιακάδα, ξεριζώνονταν για να ζήσουν εδώ τις τελευταιές τους μέρες, εγκαταλείποντας την ψωνισμένη ευημερία του Κάνσας Σίτι και του Σικάγου και της Πιόρια για να αποκτήσουν μια θέση στον ήλιο [σελ. 94].
Το Ρώτα τη Σκόνη είναι ένα σημαντικό βιβλίο, όχι επειδή έθεσε τα θεμέλια μιας ολόκληρης σχολής κοινωνικού νεορεαλισμού ή επειδή διαμόρφωσε τη σκέψη σημαντικών δημιουργών, αλλά επειδή δεν θυσίασε τη ροή του λόγου και την εμπλοκή του αναγνώστη, δηλαδή την τομή της αλήθειας, στον βωμό κάποιου λογοτεχνικού πειράματος ή θεωρητικού σχήματος. Όσο κι αν μοιάζει να επιχειρείται κάτι τέτοιο, στην πραγματικότητα ο Μπαντίνι/Φάντε δεν προσπαθεί να αποδείξει τίποτα· γράφει επειδή μόνο αυτό ξέρει και μπορεί να κάνει· μόνο επειδή έτσι μπορεί να κοροϊδέψει τον θάνατο· επειδή μόνο τότε είναι πραγματικά ζωντανός.
Η γκριζωπή ανατολή έγινε φωτεινότερη, μεταμορφώθηκε σε ροδαλή, ύστερα σε κόκκινη και μετά σε μια γιγαντιαία σφαίρα από φωτιά που τινάχτηκε πίσω από τους σκοτεινούς λόφους. Κατά μήκος εκείνης της ερημιάς υπήρχε η υπέρτατη αδιαφορία, η ρουτίνα της εναλλαγής από νύχτα σε μέρα, κι όμως η μυστηριακή οικειότητα αυτών των λόφων, το σιωπηλό τους παρηγορητικό θαύμα, έκανε τον θάνατο να φαντάζει ασήμαντη λεπτομέρεια. Μπορούσες να πεθάνεις, η έρημος όμως θα έκρυβε το μυστικό του θανάτου σου, θα παρέμενε μετά από σένα για να σκεπάσει τη μνήμη σου με τον αέναο άνεμο και τη ζέστη και την παγωνιά [σελ. 331].
Το Ρώτα τη Σκόνη δεν είναι ένα βιβλίο που το «απολαμβάνεις», εκτός εάν απολαμβάνεις τα εμμονικά εγωπαθή παραληρήματα ενός λούζερ. Είναι όμως ένα βιβλίο που δεν μπορείς να το ακουμπήσεις κάτω, ειδικά όταν αρχίζεις να νιώθεις το άβολο συναίσθημα ότι αυτός ο εμμονικός εγωπαθής λούζερ είσαι εσύ. «Ακόμη μία σελίδα…» και, πριν καλά-καλά το καταλάβεις, έχεις ήδη φτάσει στο (εξαιρετικό) τέλος.
[ Εικονογράφηση: το θρυλικό Roy’s Motel στην Έρημο Μοχάβε της Καλιφόρνιας, όπου διαδραματίζεται μέρος της δράσης του βιβλίου. Το Roy’s Motel –καφέ, ξενοδοχείο και βενζινάδικο– άνοιξε το 1938, ένα χρόνο πριν την έκδοση του Ρώτα τη Σκόνη, και ήταν ο βασικός σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών στις αχανείς και ερημικές εκτάσεις που διέσχιζε ο Route 66 πριν καταλήξει στην ευρύτερη περιοχή του Λος Άντζελες ].