Μικρό ημερολόγιο για την κατάθλιψη [4]

L
Λία Σκλαβενίτου

Μικρό ημερολόγιο για την κατάθλιψη [4]

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ] [ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ] [ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ]

9 Αυγούστου [α΄]

Σας έχει τύχει να νιώθετε στο κέντρο του στήθους, ανάμεσα στην καρδιά και σε ό,τι την ακουμπάει, να έχει γεμίσει ο τόπος με κλάμα και να μην κυλά ούτε ένα δάκρυ; Νομίζω πως τώρα δα σαν να πήγε να τρέξει ένα και σταμάτησε. Αυτός εδώ ο κόμπος με συντροφεύει… για να δούμε… είμαι 59… 24 χρόνια μετά τη βούλα και ποιος ξέρει πόσα προ βούλας! Κατά διαστήματα μεγαλώνει, κατά διαστήματα μικραίνει. Λοιπόν, το ζητούμενο είναι να αυξήσουμε τα διαστήματα που μικραίνει. Ένα άλλο επίσης ζητούμενο είναι να μην πάρουν τα μυαλά μας αέρα και το ξεχάσουμε γιατί θα μεγαλώσει. Και αυτό όταν μεγαλώνει εκρήγνυται σαν την αποθήκη με το νιτρικό αμμώνιο και σκορπίζει θάνατο και οδύνη. Και ακόμη ένα που (φταίω και εγώ για αυτή την παρεξήγηση) πρέπει να υπογραμμίσω με κόκκινο: οι φίλοι δεν φτάνουν, ο ψυχίατρος είναι απαραίτητος, οι φίλοι είναι επικουρικοί, πολύτιμοι αλλά επικουρικοί. Ο γιατρός έχει ένα μαγικό ραβδάκι, κατέχει την επιστήμη, τη φυσιολογία και την παθολογία του εγκεφάλου, τη φαρμακολογία και φυσικά την εμπειρία τόσων και τόσων τραυματισμένων ψυχών. Κουνάει σαν μάγος το ραβδάκι και διορθώνει βήμα-βήμα το μέγεθος του κόμπου — και ενίοτε τον λύνει! Χρειάζεται βέβαια και λίγη τύχη, όπως σε όλα τα επαγγέλματα άλλωστε. Δεν είμαστε όλοι οι αρχιτέκτονες καλοί. Σας φιλώ και σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου εκεί δίπλα στον κόμπο που έχει αρχίσει να μικραίνει… αλλά που σήμερα λίγο αντιστέκεται.

9 Αυγούστου [β΄]

Καλά, τώρα δεν θα σας γράψω για κάποια ανακάλυψη, απλά θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω γιατί δυσκολεύονται τόσο οι καταθλιπτικοί με τις γιορτές και τα πανηγύρια, και με τις κοινωνικές συναναστροφές. Γιατί δεν είναι χαρούμενοι και δεν θέλουν να το καταλάβετε και να τους κάνετε πέρα. Αν ρωτήσετε για εμένα, θα σας πουν πως ήμουν η ψυχή της παρέας, όπου γλέντι και χορός, μπαχτσές και άλλα καταπληκτικά. Ήμουν σαν εκείνους τους κωμικούς ηθοποιούς που, προς έκπληξη των πάντων, μαθαίνουμε ότι αυτοκτόνησαν από κατάθλιψη. Ναι, κάπως έτσι πάει. Γιατί ο άνθρωπος πρέπει να επιβιώσει και γιατί, για να επιβιώσει, πρέπει να μη ζει στα σπήλαια όπως ίσως θα το ήθελε, άλλωστε δεν το έχει καταλάβει ότι εκεί του αρέσει, γιατί δεν είναι φυσιολογικό να ζεις στα σπήλαια και κανείς δεν αποκαλύπτει μία επιθυμία που όλοι οι άλλοι δεν θεωρούν φυσιολογική. Έτσι πάει. Κανείς δεν θέλει θλιμμένους και μοναχικούς γύρω του. Ο εφιάλτης των σκελετών της ντουλάπας δεν είναι προνόμιο καμίας ομάδας που ζει στο περιθώριο, δυστυχώς! Στα αμφιθέατρα στο πανεπιστήμιο έμπαινα από τις πρώτες κι αν αργούσα έχανα το μάθημα, αλλά επ’ ουδενί δεν διέσχιζα την αίθουσα με τα μάτια όλων επάνω μου. Μέχρι και στην κηδεία του πατέρα μου όλη η οικογένεια μπήκε από την κεντρική πόρτα, κι εγώ τούς κοιτούσα να έρχονται από τα πλάγια. Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό ότι δεν ήμουν ντροπαλή, γιατί δεν είμαι. Το ανέφερα σε αρκετούς, αλλά κανείς δεν το αντιμετώπισε σαν σύμπτωμα. Χόρεψα πρώτη φορά στα 35 μου, όταν ήδη έμαθα πως έπασχα από κατάθλιψη, κατεβάζοντας το πρώτο μου ουίσκι και το δεύτερο και μετά προχώρησα στο πέμπτο, στο έκτο, σε βάθος χρόνου μιας σκοτεινής δεκαετίας όπου μεταλλάχθηκα, από θηλυκός Βούδας και βαρύ πεπόνι, στην ψυχή της παρέας. Και όλα αυτά γιατί ένιωθα τόσο τρομερά ξένη μέσα σε τόσο πολλούς, αλλιώτικη, αταίριαστη, απορριπτέα. Δεν άντεξα ΠΟΤΕ κανενός είδους απόρριψη, και την έφαγα με το κουτάλι, όσο και αν δεν το διακινδύνευα. Μετά μεγάλωσα και όλα αυτά τα άφησα πίσω, τα νίκησα ώς ένα βαθμό, έγινα πιο σοφή, ολιγαρκής, ρουφούσα τις στιγμές με λαιμαργία. Άρχισα να απολαμβάνω την ουσία της ύπαρξής μου μαζί με τη μοναξιά της. Αναπολούσα τις όμορφες στιγμές και τα ωραία πράγματα, τις μουσικές και τα ταξίδια, και χαμογελούσα… ώσπου με πλάκωσε πάλι το Άλιεν και τις ξέχασα. Σας φιλώ, σας ευχαριστώ που με ακούτε, δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο για τα αυριανά μου γενέθλια από όλους εσάς και φυσικά εκτός από το παιδί μου, τον άντρα μου και την οικογένειά μου.

11 Αυγούστου [α΄]

Σας ευχαριστώ πολύ για τις ευχές σας και υπόσχομαι να τις διαβάσω όλες μόλις ξεπεράσω αυτή την τυραννία. Τώρα αυτό θα είναι πολύ σουρεαλιστικό για εμένα. Δεν έχω καμία όρεξη να ζήσω πολλά χρόνια. Το πλήθος όμως και η έκταση των μηνυμάτων σας ήταν σαν χέρια που κρατούσαν το χέρι μου στο σκοτάδι. Το μόνο που θα ήθελα τώρα είναι να μπορούσα να ζαρώσω και να ρίξω ένα ανακουφιστικό γοερό κλάμα, μα δεν μπορώ να βγάλω ούτε δάκρυ. Αυτό το καινούργιο με τα δάκρυα που κάνουν ό,τι θέλουν και όποτε το θέλουν έχει αρχίσει να μου τη δίνει. Πήγε έξι, οι άνθρωποι ξυπνούν να πάνε στις δουλειές τους και εγώ δεν έχω καν ξαπλώσει. Σας φιλώ, ευχαριστώ που υπάρχετε!

11 Αυγούστου [β΄]

Μου φαίνεται αδιανόητο να φέρεσαι σκληρά σε έναν άνθρωπο που είναι στα πατώματα ή μάλλον κάτω από τα πατώματα, όταν είναι άχρηστο ακόμη και άμα είναι όρθιος. Κι αυτή τη βεβαιότητα για την καλή έκβαση και τις καλές προθέσεις και τις τρίχες τις κατσαρές καλύτερα να τις σκεφτόμαστε δύο και τρεις φορές, γιατί η αλήθεια είναι αυτή που είπε ο Σωκράτης. Ώωω, ναι, αυτός ο Σωκράτης που το λέει τόσο απλά, σαν παραμυθάκι για μικρά παιδιά, μπας και ξεστραβωθούμε: Ένα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτα. ΟΧΙ εγώ, ο Σωκράτης! Μου κόστισε εχθές πολύ το να τα κλείσω όλα για να μην ακούω το γκλιν-γκλιν με τα μηνύματα. Υπέφερα πολύ και σήμερα υποφέρω, ακόμα χτυπάει το κινητό και το έκλεισα πάλι. Σας φιλώ και σας ευχαριστώ που δεν θα μου στείλετε άλλα χρόνια πολλά!

11 Αυγούστου [γ΄]

Μία μικρή μεγάλη εξομολόγηση θα λάβει χώρα. Άσχετο, αλλά θα έχετε παρατηρήσει πόσο μου αρέσει να χρησιμοποιώ εκφράσεις της καθαρεύουσας ανακατεμένες με την καθομιλουμένη, που ελπίζω η δική μου τουλάχιστον να μην είναι μαλλιαρή. Μεγάλη παρένθεση που οφείλεται σε ένα ανακουφιστικό μεγάλο κλάμα με τον αδελφό μου, τηλεφωνικό ευτυχώς, γιατί αν ήμασταν κοντά μάλλον θα ήμασταν ακόμη αγκαλιά και ποιος τον χέζει τον κορονοϊό, η ψυχή προηγείται του θανάτου… Αυτό λοιπόν που θα ομολογήσω και ας προσπάθησα εντέχνως να το καθυστερήσω 8 γραμμές τώρα είναι το εξής: Εμείς οι καταθλιπτικοί και λοιποί σάικο σας στήνουμε συνέχεια παγίδες. Δύσκολες δοκιμασίες, άλλα λέμε και άλλα θέλουμε. Θέλουμε να μας ερμηνεύσετε, όπως ερμηνεύετε το κλάμα των μωρών: άλλο για την πείνα, άλλο για τη νύστα κ.ο.κ., και όμως, όποιος ξέρει το μωρό τα ξεχωρίζει. Δεν είμαστε μωρά, δεν είναι παλιμπαιδισμός, είναι ανάγκη για αγάπη χωρίς όρια, όση είναι και η έλλειψη, η απουσία. Θέλουμε να κοπιάσετε, δεν θα σας το κάνουμε εύκολο, ή μάλλον όχι δεν θέλουμε, είμαστε αποφασισμένοι, θα κοπιάσετε τόσο όσο μεγάλος είναι και ο πόνος ή ο θυμός. Όσοι ενδιαφέρεστε και μπορείτε. Ναι, η αρρώστια μας κάνει εγωιστές, τόσο όσο δεν ήμασταν και αρρωστήσαμε. Κάποτε ο γιατρός μου είπε: Δεν είναι αυτό που σου έκανε, Λία, είναι αυτό που δεν σου έκανε. Ευχαριστώ, αδελφέ, τα κατάφερες χωρίς να το ξέρεις να με σηκώσεις. Μακάρι να κατάλαβες το τρικ που δούλεψε… μία λέξη στο μήνυμα ήταν. Σας φιλώ. Και όχι άλλα χρόνια πολλά, παρακαλώ.

12 Αυγούστου

Σήμερα μοιάζει να είναι μία καλή μέρα. Θαρρείς και μου τη χρωστάει η μοίρα γιατί πολύ με βασάνισε τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Γιατί; Πώς; Έγινε κάτι; ΟΧΙ! Τίποτα! Έτσι έρχονται οι καλές μέρες, αυτονομήθηκαν και αυτές όπως τα δάκρυα, όπως και οι κακές! Ό,τι θέλουν κάνουν, όποτε θέλουν έρχονται και φεύγουν όπως έρχονται, χωρίς ειδοποίηση. Αγενέστατες! Κάποια στιγμή, κάποια μαγική στιγμή, καταφέρνεις να ελέγξεις το πήγαινε και το έλα, αλλά κι αυτή όλο τη φωνάζω κι όλο κρύβεται — με αποφεύγει. Δεν είσαι έτοιμη, σε λίγο! Εν τω μεταξύ, ξέχασα να σας πω, ήρθε και μία ωραία ημικρανία. Χρόνια είχα να τη δω, δεν την επιθύμησα καθόλου, αλλά μάλλον μπήκαμε στην περίοδο της σωματοποίησης… Χμμ… Πολύ καλύτερα, πολύ καλύτερα. Οι πόνοι που περπατάνε επέστρεψαν με θάρρος και ορμή. Όμως καλύτερα να πονάει το σώμα παρά η ψυχή. Σας φιλώ! Δικό μας κατόρθωμα αυτό, συνεταιράκια. Να είστε καλά που υπάρχετε και με ακούτε!

13 Αυγούστου [α΄]

Το σώμα και η ψυχή ξέρουν καλύτερα να προφυλάγονται από μόνα τους. Μόνο που δεν τα ακούμε και τα καταπονούμε. Όταν βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο, πέφτουν σε νάρκη. Από αυτή τη νάρκη είναι που προσπαθείτε να τα βγάλετε για να σταματήσετε να ενοχλείστε με το θέαμα που ίσως είναι και αποκρουστικό; Γιατί δεν αντέχετε να βλέπετε το αγαπημένο σας πρόσωπο να υποφέρει; Γιατί τρέμετε στην ιδέα του τι μπορεί να σας συμβεί άμα το πάθετε; Γιατί αναλογίζεστε τη συμμετοχή σας στο προκείμενο θλιβερό αποτέλεσμα; Δεν λέω, ΔΥΣΚΟΛΑ, ήρθε όμως η ώρα να δείξετε την αγάπη σας — ή ακόμη και να φύγετε: ανθρώπινο πολύ ανθρώπινο. Αυτήν τη νάρκη όμως να τη σεβαστείτε, όπως και αν εμφανίζεται. Η δική μου είναι η απομόνωση: που ίσως να είναι αγοραφοβία, ίσως και όχι, μπορεί να λέγεται αλλιώς. Τις ελάχιστες φορές που προσπάθησα να την αγνοήσω και να παραβιάσω την ασφάλειά της, τραυματίστηκα. Τα τραύματα δεν περνούν εύκολα, ιδίως όταν είναι παλιά και κακοφορμισμένα. Σας φιλώ και σας ευχαριστώ που είστε ακόμη εδώ και με ακούτε!

13 Αυγούστου [β΄]

Σήμερα με επισκέφτηκε ο αδελφός μου. Με τη μασκούλα του, στα λευκά, ακόμη και τα μαλλιά του ολόλευκα και η μάσκα μαύρη, σαν του Ζορό, και φυσικά με δύο πανέμορφα λουλούδια, κλεμμένα από τους αγρούς, όχι αγοραστά, πάντα! Είμαστε των συμβολισμών οι Αφοί Σκλαβενίτη. Δεν αντέξαμε το πρωτόκολλο κι αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Ήταν που μου είχε πει: Φοβάμαι ότι δεν θα σε ξαναδώ ποτέ. Άλλωστε ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του, οι αποφάσεις του, και δεν μπόρεσα να μη δώσω μία σφαλιάρα στον φόβο. Μου μετέφερε το πόσο λίγος κόσμος πήγε στην κηδεία του Χριστιανόπουλου, δεν τον τίμησε η πόλη είπα, και σιωπήσαμε και οι δύο. Κατόπιν είπαμε πολλά, κυρίως όμως μιλήσαμε για τη θλίψη και για τον Χριστιανόπουλο. Σας φιλώ, ευχαριστώ που με ακούτε! Σήμερα νομίζω θα σας μιλώ συνέχεια!

13 Αυγούστου [γ΄]

Στο σπίτι μας μία σκάλα με οκτώ σκαλιά, χωρίς τοίχους και πόρτες, με χωρίζει από την τηλεόραση που αναμεταδίδει τις ειδήσεις. Έχω και μία μικρή στο γραφείο-υπνοδωμάτιο με το τεράστιο παράθυρο που βλέπει την ακακία. Τη μικρή την άνοιγα μαζί με τον υπολογιστή σαν ραδιόφωνο, δεν έβλεπα, άκουγα μόνο τις ειδήσεις, και τη νύχτα τη χρησιμοποιούσα αντί για τα χάπια που παίρνω τώρα, σαν υπναγωγό. Άρχισα να την αποφεύγω στα τέλη Φεβρουαρίου που ξέσπασε η πανδημία και την έκλεισα οριστικά στις 5 Απριλίου, όταν έφυγε ο Ζαχαρίας. Μία μόλις εβδομάδα μετά τον Φίλιππο τον γιο της Λουίζας, τον ανιψιό της Θάνης του αδελφού μου, χάθηκε και ο Ζαχαρίας, ο βαφτισιμιός του αδελφού μου, ο συνομήλικος με τον γιο μου, ο γιος του φίλου μου του Σωτηράκη και της φίλης μου της Ελένης. Δεν έμεινε τίποτα να ακούσω. Άλλωστε την άνοιγες και άκουγες μόνο γιατρούς, κορονοϊό, μοναχικούς θανάτους με αριθμό π.χ. 89, κηδείες ανώνυμες και μοναχικές… Δεν υπήρχε τίποτα, μόνο θάνατος, κι από αυτόν δόξα τω θεώ φάγαμε με το κουτάλι. Όλοι οι δικοί μου άνθρωποι σε κίνδυνο… το παιδί μου ωκεανούς μακριά σε κίνδυνο… κι εγώ που μία έξοδο για τον γιατρό να έκανα ή μία επίσκεψη στο εξάμηνο στα αδέλφια μου την άλλη μέρα ήμουν άρρωστη με πυρετό, από πού να προφυλαχτώ; Όλα αυτά τα μέτρα εγώ τα έπαιρνα ήδη τόσα χρόνια, τώρα τι; Με κατέταξα στους χαμένους από χέρι. Λάθος, τεράστιο λάθος! Κανείς δεν χάνεται άμα δεν θέλει να χαθεί. Τώρα έχω αρχίσει να ακούω στα κλεφτά από τις σκάλες τις ειδήσεις των οκτώ, κάποιες φορές μάλιστα κατάφερα να κατέβω και να κάτσω στην πολυθρόνα μου για κανένα τέταρτο… Προχωράμε, μπρος-πίσω, αλλά προχωράμε συνεταιράκια! Σας φιλώ, σε εσάς τα χρωστώ όλα!

14 Αυγούστου [α΄]

Ο κολλητός φίλος της άυπνης κατάθλιψης είναι το Facebook. Έκανα δύο ώρες μία βόλτα και για να πω την αλήθεια διάβασα τόσο σοβαρά πράγματα να σας απασχολούν, που αισθάνθηκα σχεδόν ντροπή με τον εαυτό μου. Και δεν φτάνει που μιλώ συνέχεια και περιαυτολογώ, σας τα ρίχνω και στη μούρη. Είναι πραγματική αυτή η αμηχανία, αλλά ακόμη και με αυτήν, αφού καλά-καλά δεν μπορώ να ασχοληθώ ούτε με τα στοιχειώδη, καθαριότητα, μαγείρεμα, ντύσιμο, πόσο θα μπορούσα να ασχοληθώ με τα ουσιαστικά; Ίσως και ο πραγματικός λόγος που έκοψα την επικοινωνία με το μέσο να ήταν κι αυτός, η ντροπή δηλαδή για την αδιαφορία που ένιωθα για όσα σάς απασχολούν. Είναι τέτοιος ο κατακλυσμός ανάμεικτων συναισθημάτων, τόση η σύγχυση, που όταν είσαι διαυγής όπως είμαι εγώ τώρα νιώθεις πως είσαι δύο άνθρωποι: ο ένας που αντιλαμβάνεται και ο άλλος. Κι όπως σε όλα όσα σάς περιέγραψα μέχρι στιγμής από την εμπειρία μου, το ζητούμενο είναι πάλι θέμα αύξησης του χρόνου που ζεις στην πραγματικότητα όλων των άλλων και μείωση του χρόνου που ζεις στα έσω του εαυτού σου. Όλα δύσκολα, και της κατάθλιψης δυσκολότερα… Σας φιλώ, ξημέρωσε και αισθάνομαι τούρμπο ακόμη. Θα προσπαθήσω να μην κοιμηθώ τέτοια ώρα. Πρέπει να αρχίσω να μπαίνω σε ρυθμούς ανθρώπινους, πραγματικούς.

14 Αυγούστου [β΄]

Αν και δεν πιστεύω στις βασκανίες σαν πιστός λάτρης των επιστημών, θα καταλήξω, όπως το πάω, στο ξεμάτιασμα. Οι ξεματιάστρες ισχυρίζονται πως μόνος σου ματιάζεσαι και φτύνουν στον κόρφο τους τρεις φορές για να γλιτώσουν. Κάθε φορά που κάνω δηλώσεις περί διαύγειας και πόσο καλή θα είναι η μέρα, τσουπ πάρε ένα 44ωρο αγρυπνία. Εκεί μετά τις 40 ώρες αρχίζεις να τα παίζεις. Γιατί γεμίζει εκείνη η περιοχή, που όπως είπαμε βρίσκεται δίπλα ή μέσα ή τέλος πάντων κάπου εκεί ανάμεσα στα στήθη, με δάκρυα που πέτρωσαν και έπηξαν. Ακατανόητο πράγμα, να τα παρακαλάς να πέσουν και αυτά κάνουν την επανάστασή τους και να λένε: Κυρά μου, σε σιχάθηκαν οι δακρυϊκοί πόροι, τελεία και παύλα. Βρες άλλο τρόπο να ξελαφρώσεις, εμείς απεργούμε. Μάλλον τα δάκρυά μου είναι ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο στραβό το κλήμα! Σας φιλώ, και σας θερμοπαρακαλώ: μην απογοητεύεστε, έτσι είναι η κατάθλιψη, αργό κάρο· γρήγορα έρχεται, αργά φεύγει. ΥΓ. Όποιος πάρει τηλέφωνο την έβαψε, γιατί εν τω μεταξύ μπορεί να ανοίξουν οι αγκάλες του Μορφέα και για εμένα και να μου τον διώξετε. Μη, κρίμα είμαι!

15 Αυγούστου

Ήρθε και η 15η του Αυγούστου. Τι καλά! Αυτό σημαίνει πως θα φύγει… ήδη είναι έντεκα και έντεκα πρώτα λεπτά! Εδώ στον ορεινό όγκο Χορτιάτη, που όταν ήρθα ήταν χωριό και τώρα έγινε προάστιο, επικρατεί νεκρική σιγή ή όπως είπε ένας ντόπιος όταν τον ρώτησαν πώς πάει από δουλειά (ταβέρνα είχε), «Πώς να πάει; Γαδάροι-λύκοι, μεδέν-μεδέν». Στα δικά μας λοιπόν για να μην ξεχνιόμαστε και για να τιμήσουμε και τη νεκρική σιγή που μας κάνει τη χάρη να μας κάνει παρέα θαρρείς από την ώρα που βγήκαμε από την κοιλιά της μάνας μας. Λέμε τώρα κοιλιά, από αλλού βγαίνουμε και είναι πολύ στενός ο δρόμος, ασφυκτικός, χωρίς οξυγόνο, γεμάτος βλέννες, κίτρινες, πράσινες, και αίμα για να μας προειδοποιήσει και αυτήν που σφάζεται και αυτήν που έρχεται, ότι όλα είναι όπως είναι, με τις νεκρικές σιωπές τους και με τις ακακίες Κωνσταντινουπόλεώς τους και με τα όλα τους. Να μην παραπονιόμαστε άδαρτοι, ας φάμε ξύλο να χορτάσουμε κλάμα και να το δικαιούμαστε. Κι άμα σταματήσουν να μας δέρνουν, άμα λέμε (αυτό δεν σταματάει ποτέ, μορφή αλλάζει), γιατί πλέον πετάξαμε και δεν έχει ενδιαφέρον, στο πάτωμα είναι που μετράει, ΤΟΤΕ μάνα μου, τότε δερνόμαστε μόνοι μας γιατί μάθαμε πια και χωρίς ξύλο δεν μπορούμε. Κατά τα άλλα κοιμήθηκα σαν μοσχάρι, ξύπνησα μέσα στην τρελή χαρά, λέμε τώρα, και φώναξα στον άντρα μου, «Κοιμήθηκαααααα», κατεβαίνοντας μάλιστα και τις σκάλες, χωρίς να σταθώ λεπτό, με τη Χλόη να χοροπηδάει δίπλα μου, και ούτε έπεσα, ούτε τίποτα. Έβαλα τον καφέ να γίνεται, έδωσα στο εκρού χάσκι Χλόη τα μπισκοτάκια της και βγήκα στην αυλή. Ο στρατηγός, που δεν θα τον πάρουμε μαζί μας, κούκλος ολάνθιστος, και η πικροδάφνη και αυτή κούκλα, και όλα τα λουλουδάκια μου μια χαρά, ή σχεδόν, δεν είμαστε δα και θεοί, και εκείνη η Ευθαλία που μεταφύτεψα και πήρε μπροστά, καλά και εκείνη. Μπήκα μέσα και αμέσως σάς έγραψα να προλάβω πριν φύγει, να χαρείτε λίγο… αλλά μέχρι να αρχίσω… έφυγε πάλι. Σας φιλώ. Ευτυχώς που υπάρχετε, όσοι υπάρχετε!

[ Εικόνα. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]