Μνήμη πάντα ζωντανή

C
Γιώργος Κυριαζής

Μνήμη πάντα ζωντανή

Τα Ρέκβιεμ, οι νεκρώσιμες λειτουργίες του τυπικού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, πάντοτε γεννούν συναισθήματα διαφορετικά από μια συνηθισμένη λειτουργία, καθώς υπάρχει πίσω τους η φόρτιση που προκαλείται από το γεγονός του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου. Αναπόφευκτα, δεν μπορείς να τα ακούσεις χωρίς να αναλογιστείς τους δικούς σου νεκρούς. Αυτό από μόνο του εξυψώνει αυτά τα έργα σε άλλο επίπεδο. Εδώ όμως θα αποφύγω μια τέτοια οπτική.

Σύμφωνα με την Wikipedia, όταν πέθανε ο Τζοακίνο Ροσίνι, το 1868, ο Τζουζέπε Βέρντι πρότεινε σε άλλους Ιταλούς συνθέτες της εποχής να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να συνθέσουν ένα Ρέκβιεμ στη μνήμη του. Ο ίδιος ανέλαβε να ξεκινήσει την όλη προσπάθεια γράφοντας το Libera me, το τελευταίο μέρος του έργου. Τους επόμενους μήνες, με τη συμμετοχή άλλων δώδεκα συνθετών, το έργο ολοκληρώθηκε, και προγραμματίστηκε η παρουσίασή του στις 13 Νοεμβρίου 1869, στην πρώτη επέτειο του θανάτου του Ροσίνι. Όμως η συναυλία ματαιώθηκε την τελευταία σχεδόν στιγμή, καθώς η επιτροπή που είχε αναλάβει τη διοργάνωση τα παράτησε, έτσι απλά. Το έργο αυτό παρέμεινε ανεκτέλεστο μέχρι το 1988, οπότε ο Χέλμουτ Ρίλινγκ το παρουσίασε για πρώτη φορά σε συναυλία στη Στουτγάρδη.

Ο Βέρντι, όμως, δεν εγκατέλειψε το μέρος του έργου που είχε συνθέσει ο ίδιος, και συνέχισε να το δουλεύει. Έτσι, το 1873, όταν πέθανε ο Ιταλός συγγραφέας και ανθρωπιστής Αλεσάντρο Μαντσόνι, ο Βέρντι αποφάσισε να συνθέσει μόνος του ένα Ρέκβιεμ για να τιμήσει τη μνήμη του. Σε αυτό συμπεριέλαβε σε νέα επεξεργασία και το Libera me που είχε συνθέσει για τον θάνατο του Ροσίνι. Το έργο παρουσιάστηκε στον ναό του Αγίου Μάρκου στο Μιλάνο, στις 22 Μαΐου 1874, με συμφωνική ορχήστρα, χορωδία και τέσσερις σολίστες της όπερας, υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Βέρντι. Σύντομα παρουσιάστηκε και στη Σκάλα του Μιλάνου και στην Οπερά-Κομίκ του Παρισιού. Την πρώτη παρουσίαση του έργου στο Λονδίνο την παρακολούθησε μεταξύ άλλων και ο γνωστός Ιρλανδός δραματουργός Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, ο οποίος μάλιστα αργότερα ζήτησε να παιχτεί στην κηδεία του το Libera me.

Γιατί ανέφερα συγκεκριμένα ότι οι σολίστες (σοπράνο, μέτζο, τενόρος και μπάσος) ήταν «της όπερας»; Μα γιατί ο Βέρντι έγραψε το Ρέκβιεμ στο ύφος που όλοι γνωρίζουμε από τις περίφημες όπερές του. Υπάρχουν σημεία, ιδίως στα σολιστικά μέρη, που με άλλο κείμενο θα μπορούσαν να αποτελούν αποσπάσματα από οποιαδήποτε καλογραμμένη όπερα. Η διαφορά είναι ότι εδώ πλαισιώνονται από άλλα μέρη, γραμμένα σε πιο παραδοσιακά χορωδιακό ύφος — χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι το έργο περιλαμβάνει όχι μία αλλά δύο φούγκες, κάτι όχι και τόσο συνηθισμένο εκείνη την εποχή.

Ξεκινώντας την ακρόαση, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με μια υποβλητικότατη και χαμηλών τόνων εισαγωγή (Requiem aeternam) που δείχνει ότι έχει φτιαχτεί από πραγματικό μάστορα. Παρεμβάλλεται ένα α καπέλα αντιστικτικό χορωδιακό (Te decet hymnus), όπου ο Βέρντι δείχνει ξανά (όπως είχε κάνει και στην αρχή της καριέρας του με το Ave Maria) ότι εκτός από όπερες ήξερε να γράφει και «κανονική» μουσική. Μετά ακολουθεί η πρώτη καθαρά οπερατική στιγμή με το Kyrie eleison, και η ενότητα αυτή κλείνει με απαλότατο τρόπο, θυμίζοντας το κλίμα της έναρξης, μια πολύ σοφή επιλογή προκειμένου να χαλαρώσει ο ακροατής και να πάθει το πρώτο σοκ.

Γιατί αμέσως μετά ξεκινά το Dies irae.

Αυτό το μέρος του ρέκβιεμ δίνει συχνά αφορμή στους συνθέτες να ξεσαλώσουν, μια που το κείμενο μιλά για την ημέρα της Κρίσεως, μια ημέρα οργής όπου με βίαιο τρόπο θα επιβληθεί η τελική νίκη του φωτός ενάντια στο σκοτάδι. Όπως καταλαβαίνετε, δεν ήταν δυνατόν να αφήσει ο Βέρντι μια τέτοια ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Έτσι, με ένα επικό κρεσέντο βάζει όλη την ορχήστρα να παίζει σε φορτίσιμο, βάζει να ηχούν μαζί οι σάλπιγγες της Αποκάλυψης, τα τυμπάνια να ακούγονται σαν βροντές και τη χορωδία να φωνάζει «Ημέρα οργής». Βέβαια, όντας (το ξαναλέω) πραγματικός μάστορας, ξέρει πολύ καλά ότι ένα διαρκές φορτίσιμο είναι πολύ κουραστικό και για τα αυτιά και για το συναίσθημα, κι έτσι βρίσκει αρκετές φορές την ευκαιρία να χαμηλώσει τους τόνους, ιδίως όταν το κείμενο αναφέρεται στον θάνατο που μένει εμβρόντητος μαζί με ολόκληρη τη φύση, και επιστρέφει στο επικό ύφος στο Rex tremendae majestatis.

Δεν θα αναφερθώ διεξοδικά στα υπόλοιπα τμήματα του Dies irae, που είναι, βέβαια, μουσικότατα και ποικιλόμορφα, και θα προσπεράσω συνοπτικά το εντελώς οπερατικού ύφους Offertorium, το Sanctus με την εντυπωσιακή και μεγαλόπρεπη φούγκα για διπλό κόρο και ορχήστρα, το τρυφερό Agnus Dei και το επίσης οπερατικό και ευαίσθητο Lux Aeterna, για να φτάσω στο τελευταίο μέρος του έργου, που ήταν και το πρώτο που έγραψε ο Βέρντι, με αφορμή τον θάνατο του Ροσίνι, όπως είπαμε. Το Libera me.

Εδώ ο Βέρντι βάζει όλη τη μαστοριά του. Ξεκινά οπερατικά, και μάλιστα με πολύ δραματικό τρόπο, με τη (σόλο) σοπράνο σε πρώτο ρόλο. Μετά από κάτι που θυμίζει σύντομη άρια, μπαίνει ξανά το Dies irae (ο Βέρντι ήξερε πολύ καλά πόσο εντυπωσιακό ήταν αυτό που είχε γράψει, οπότε γιατί να χάσει την ευκαιρία να το επαναλάβει;) και μετά οι τόνοι πέφτουν, τα πάντα γαληνεύουν, η λεπτεπίλεπτη και μελωδικότατη γραμμή της σοπράνο πλαισιώνεται από τη χορωδία α καπέλα, χωρίς άλλη συνοδεία, σε απόλυτα ρομαντικό ύφος, και μετά το σκηνικό αλλάζει άρδην, γιατί ακολουθεί η δεύτερη φούγκα: «Λύτρωσέ με, Κύριε, από τον αιώνιο θάνατο εκείνη τη φοβερή ημέρα», ξανά και ξανά, με ένα εντυπωσιακό θέμα που ξεκινά από τις φωνές της χορωδίας, απογειώνεται όταν μπαίνει και η ορχήστρα, και μετά ακολουθεί ένα σωστό κέντημα, όπου ορχήστρα, χορωδία και σοπράνο μπλέκονται με τρόπο απόλυτα οργανικό, και ο ακροατής, όπως σε κάθε σπουδαίο έργο, νιώθει πως, όχι, δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς γραμμένο· έτσι έπρεπε να είναι, και έτσι είναι. Το τελείωμα του έργου έρχεται με οπερατικό τρόπο σαν λύτρωση, με τη συναισθηματική φουσκοθαλασσιά να υποχωρεί σιγά-σιγά μέχρι την τελική συντριβή, καθώς το έργο σβήνει σε απόλυτο πιανίσιμο, κάνοντας τα μάτια να βουρκώσουν.

Το έργο αυτό έχει και προσωπική συναισθηματική αξία για μένα. Ήταν ένα από το πρώτα μεγάλα έργα που διδάχτηκα όταν μπήκα στη Χορωδία της ΕΡΤ, και η διαδικασία των προβών με τον αείμνηστο μαέστρο Αντώνη Κοντογεωργίου εκείνη την εποχή ήταν κάτι ανεπανάληπτο: σκληρή δουλειά και στην τελευταία λεπτομέρεια, ατέρμονη προσπάθεια για όλο και μεγαλύτερη μουσικότητα, διερεύνηση σε βάθος των προθέσεων του συνθέτη — όλα αυτά που αποτελούσαν σήμα κατατεθέν για τον μαέστρο. Το εντυπωσιακό, μάλιστα, ήταν ότι ο Κοντογεωργίου δεν ήταν λάτρης της όπερας. Το αντίθετο. Είχε εντρυφήσει στο ορατόριο και το λιντ, και η όπερα τον άφηνε κάπως αδιάφορο. Ήξερε, όμως, ότι είχε μπροστά του ένα έργο που είχε φτιαχτεί με μεγάλη μαεστρία, κι έτσι το αντιμετώπισε κι εκείνος όπως του άξιζε: σαν αριστούργημα.

Το αποτέλεσμα, φυσικά, τον δικαίωσε.

Το Ρέκβιεμ του Βέρντι μπορείτε να το βρείτε σε πάρα πολλές εκτελέσεις, και στο YouTube και στο Spotify και, όπως συνήθως, η επιλογή είναι θέμα προσωπικού γούστου. Πάντως εγώ σας προτείνω την εκτέλεση του Gardiner. Επίσης, υπάρχει στο YouTube και εκείνη η εκτέλεση που κάναμε τότε με την ΕΡΤ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με σοπράνο τη Βάσω Παπαντωνίου. Καλή ακρόαση.