Μουσεία του 19ου αιώνα στο Twitter

D
Στέλιος Πάλλας

Μουσεία του 19ου αιώνα στο Twitter

Ήταν το 2008. Ωραίες εποχές, περασμένα μεγαλεία της ελληνικής θωρακισμένης οικονομίας, μία περίοδος κατά την οποία δεν είχε πολιτικοποιηθεί ακόμη, τόσο άτσαλα και γκροτέσκα, ένα κομμάτι της κοινωνίας μέσω της άνω και της κάτω πλατείας — και του ανταμώματός τους. Όλα κυλούσαν σχετικά ευχάριστα στο γαλατικό μας χωριό. Πού και πού, βέβαια, ξεσπούσε κανένα γεγονός για να γεμίζουν οι ώρες στις εκπομπές της τηλεόρασης, αλλά ακόμη και κάποιες σελίδες των σοβαρών εφημερίδων. Ένα από αυτά τα γεγονότα που προκάλεσε εμφύλιο στα παράθυρα των ειδήσεων και στις στήλες του καθημερινού Τύπου ήταν η φωτογράφιση της Τζένιφερ Λόπεζ στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως για την Vogue. Ιερός —δεν λέω— και αριστούργημα του ανθρώπου και παγκόσμια κληρονομιά, αλλά έχασε κάτι από την ιερότητά του ο χώρος από μία φωτογράφιση; Διεπράχθη ιεροσυλία; και για ποιον λόγο; Εφόσον δόθηκε άδεια από τις αρμόδιες υπηρεσίες και τηρήθηκαν οι ανάλογοι κανονισμοί προστασίας του μνημείου, πραγματικά δεν αντιλαμβάνομαι την ιεροσυλία. Οι εγχώριοι τροβαδούροι της κλάψας και οι σύγχρονοι κοσμικοί αναχωρητές, ιεροκήρυκες του λιτού βίου, προφανώς θεωρούν ότι το να γίνεις pop idol σε μια αγορά 300.000.000 ανθρώπων είναι κάτι εύκολο —παντού υπάρχουν μηχανισμοί που σε προωθούν, το κατεστημένο κλπ. κλπ.— ή ότι τα lifestyle περιοδικά είναι κάτι ευτελές. Ξεχνούν όμως, μεταξύ πολλών άλλων, την ίδια την ιστορία αυτών των περιοδικών και τη συμβολή τους στο φεμινιστικό κίνημα —όπως ξεχνούν και ότι το lifestyle υπάρχει ακόμη και στην πολιτική.

Είναι η δεύτερη φορά που επισκέπτομαι την Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον, καθώς μία μόνο δεν επαρκεί για να απολαύσεις αυτόν τον πλούτο. Και θα υπάρξουν και άλλες επισκέψεις πολύ σύντομα. Στη δεύτερη επίσκεψή μου στο κεντρικό information desk έπιασα συζήτηση με τη Νέλλη, που είναι επιστημονική συνεργάτιδα του μουσείου· βασικά, υποψήφια διδάκτωρ που κάνει την έρευνά της. Μακάρι να είχαν πιο συχνές φωτογραφίσεις με διασημότητες, καθώς επιθυμούν τη διείσδυση και στο νεότερο κοινό της χώρας, αυτό μου είπε. Δεν είναι και λίγο να μπεις στα σπίτια χιλιάδων ανθρώπων. Η είσοδος στην Εθνική Πινακοθήκη είναι δωρεάν, γιατί το μουσείο αντιλαμβάνεται την αποστολή του κυρίως ως εκπαιδευτική —ένα πανεπιστήμιο για τον λαό— και όντως υπάρχουν προγράμματα για παιδιά, για οικογένειες, για ηλικιωμένους, για τον καθένα — και βέβαια για εκκολαπτόμενους και μη καλλιτέχνες που θέλουν να ζωγραφίσουν. Σχεδόν σε κάθε αίθουσα βρίσκονται τα σύνεργα που χρειάζεται ένας ζωγράφος, και μετά από ραντεβού μπορείς να κλείσεις θέση σε ένα από αυτά τα ειδικά σημεία και να εμπνευστείς από τα εκθέματα γύρω σου ή και να προσπαθήσεις να τα αντιγράψεις για εξάσκηση. Γι’ αυτόν τον λόγο, λοιπόν, η Πινακοθήκη πρέπει να έχει και εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης — και αυτό δεν αντίκειται στην εκπαιδευτική και κοινωνική της αποστολή. Στο βιβλιοπωλείο και στο πωλητήριό της υπάρχει εβδομάδα εκπτώσεων όπως και σε ένα εμπορικό κατάστημα, διαθέτει online store, ενώ επίσης παρέχει τη δυνατότητα στις εταιρείες να τυπώσουν το λογότυπό τους σε εκθέματα των συλλογών της που εκείνες θα επιλέξουν. Προσφέρει δε και εταιρικές εκπτώσεις στα μέλη της.

Ιστορικά, οι εμπορικές δραστηριότητες ήταν σχεδόν ταυτόσημες με τη δημιουργία των μουσείων. Το πρώτο καφέ-εστιατόριο μουσείου ανήκει στο Victoria and Albert Museum του Λονδίνου, που άνοιξε τις πύλες του το 1857 ως South Kensington Museum. Η εποχή εξάλλου ευνοεί τέτοιες κινήσεις, δεδομένου ότι σε πολύ λίγο αρχίζει η λεγόμενη Belle Époque, όπου η δημόσια ζωή πρωταγωνιστεί στους χώρους των εστιατορίων, των καφέ και των «tea rooms», με νέες τάσεις και κινήματα, απότοκα ένθερμων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων. Και το ίδιο το Victoria and Albert Museum προέκυψε από εμπορική δραστηριότητα, από την απρόσμενη επιτυχία ενός δημόσιου γεγονότος, της Μεγάλης Διεθνούς Βιομηχανικής Εκθέσεως (Great Exhibition of the Works of Industry of All Nation), που έλαβε χώρα στο Hyde Park του Λονδίνου από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο του 1851. Η «Μεγάλη Έκθεση», όπως την αποκαλούσαν, προσελκύοντας περισσότερους από έξι εκατομμύρια επισκέπτες, κέρδισε τον τίτλο του δημοφιλέστερου γεγονότος που είχε διοργανωθεί έως τότε και άνοιξε τον δρόμο για αντίστοιχες εκδηλώσεις ανά τον κόσμο. Αξίζει επίσης να αναφερθούμε στο Hull House, που ιδρύθηκε το 1889 στο Σικάγο από την J. Adams. Πρόκειται για ένα ανοιχτό μουσείο-κέντρο, στόχος του οποίου ήταν να λειτουργήσει σαν χώρος συνάντησης και επικοινωνίας για να γεφυρώσει το χάσμα γενεών που προέκυπτε λόγω της ταχύτατης βιομηχανικής ανάπτυξης. Έτσι, για να διευκολύνει τις συναναστροφές μεταξύ των επισκεπτών του, το συγκεκριμένο μουσείο-κέντρο περιελάμβανε και μουσική σχολή, θεατρική σκηνή, λέσχη ανδρών, καφέ, νηπιαγωγείο και παιδική χαρά. 

Τα πωλητήρια, από την άλλη, έκαναν την εμφάνισή τους περίπου μισόν αιώνα αργότερα. Την αρχή έκανε το Metropolitan Museum of Art στη Νέα Υόρκη, όπου, περί τα 1871, το Συμβούλιο του Μουσείου ανέθεσε στον Jules Jacquemart να ζωγραφίσει σκίτσα δέκα πινάκων που είχαν αγοραστεί από το Μουσείο νωρίτερα εκείνη τη χρονιά. Στη συνέχεια τα συγκεκριμένα σκίτσα εκτυπώθηκαν και τα χαρακτικά που δημιουργήθηκαν παρουσιάστηκαν σε μεγάλα μουσεία της Ευρώπης, με σκοπό τη διαφήμιση της συλλογής του ΜΕΤ — και έπειτα πωλήθηκαν. Αργότερα, το 1974, έχοντας υπόψιν τη δυναμική της τέχνης της φωτογραφίας ως μέσον για τη δημιουργία, σε μαζική κλίμακα, αναπαραστάσεων πινάκων ζωγραφικής και έργων τέχνης, το Συμβούλιο προσέλαβε τον Gotthelf W. Pach, έναν επαγγελματία φωτογράφο της Νέας Υόρκης, για τη φωτογράφιση ενός αριθμού έργων από τις συλλογές του Μουσείου.

Πλέον, στην εποχή του διαδικτύου και της πληροφορίας, και τα πωλητήρια και τα καφέ είναι κάτι ξεπερασμένο. Η Εθνική Πινακοθήκη στην Ουάσιγκτον όπως και τα υπόλοιπα σημαντικά μουσεία του πλανήτη δραστηριοποιούνται ενεργά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γιατί επιθυμούν νέο κοινό — είναι τόσο απλό. Το μουσείο δεν είναι μια λέσχη για την ελίτ: επιφορτίζεται με την απαίτηση να αφορά όλους τους πολίτες και να εργάζεται προς την κατεύθυνση της ενεργητικής συμπερίληψής τους. Το άνοιγμα σε ευρύτερο κοινό δεν συνοδεύεται από την ποιοτική αποδυνάμωση των βασικών λειτουργιών του μουσείου. Και το διαδίκτυο και τα κοινωνικά μέσα δεν είναι ανταγωνιστές της επίσκεψης στον φυσικό χώρο, αλλά συμπληρωματικοί τρόποι ενεργοποίησης του ενδιαφέροντος και της συμμετοχικότητας του κοινού. Και, ναι, η Εθνική Πινακοθήκη θα διαφημιστεί και με τη νέα ταινία των Peanuts, αλλά και στο YouTube, στο video clip της Iggy Azalea, που έχει μερικά εκατομμύρια χτυπήματα. Το museum branding αντιστοιχεί στην καθαυτό ταυτότητα του μουσείου, την ιδιαίτερη προσωπικότητα και «σφραγίδα» του, και συμπορεύεται με τη διατυπωμένη αποστολή και το όραμα του οργανισμού, προωθώντας και επικοινωνώντας στις διαδικτυακές κοινότητες τις λειτουργίες που επιτελούνται στον φυσικό χώρο. Η διαχείριση της μουσειακής ταυτότητας —θέλουμε δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε σχετίζεται άμεσα με το μάρκετινγκ. 

Δεν υποστηρίζω ότι πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Εθνικής Πινακοθήκης per se στην Ελλάδα, αλλά πρέπει κάτι να κάνουμε. Κάτι πρακτικό και συμφέρον. Και, κυρίως: να τελειώνουμε κάποτε με τις δαιμονοποιήσεις.