Το νέο ερώτημα

C
Μανώλης Αγραφιώτης

Το νέο ερώτημα

Το Blade Runner 2049 δεν είναι απλώς μια ταινία που αρμέγει την επιτυχία ενός παλιότερου franchise. Είναι ένα σίκουελ που κανένας δεν περίμενε, από μια ταινία με κλειστό τέλος. Πριν τριάντα πέντε χρόνια, κανένας δεν το ζήτησε. Και, τώρα που ήρθε, καταλαβαίνουμε όλοι πόσο μεγάλο λάθος κάναμε.

Αρχικά, λίγα προλεγόμενα για τον κόσμο που εμπνεύστηκε το 1982 ο Ridley Scott και επιμελήθηκε με τόση ευλάβεια ο Dennis Villeneuve. Μιλάμε για μια δυστοπική εκδοχή του Λος Άντζελες, σε μια εποχή που, όσο μακρινή και να φαινόταν στον εμπνευστή της το 1982, δεν απέχει σχεδόν καθόλου από εμάς (τα γεγονότα του πρώτου Blade Runner διαδραματίζονται το 2019). Προφανώς, για καλή μας τύχη, το όραμα του Scott δεν βγήκε αληθινό. Οι άνθρωποι ζουν στοιβαγμένοι κατά δεκάδες εκατομμύρια κάτω από έναν γκρίζο (τις ηλιόλουστες μέρες) ουρανό, στριμώχνονται στους δρόμους για ένα πιάτο συνθετικά νουντλς και υφίστανται απίστευτη αστυνομική βία και καταπίεση, την οποία αντιμετωπίζουν με μια κανονικότητα που κάνει την καρδιά του θεατή να σφίγγεται. Και αν έχεις την ατυχία να μην έχεις γεννηθεί, αλλά να έχεις βιο-σχεδιαστεί, να είσαι δηλαδή replicant, η ζωή σου είναι τρισχειρότερη: είσαι ένας σκλάβος κατά παραγγελία, χωρίς προσωπικότητα ή δικαιώματα, ένα μη-μηχανικό αυτόματο, σχεδιασμένο για να κάνει τις δουλειές που ακόμα και αυτή η άσπονδη και φασίζουσα κοινωνία πιστεύει ότι δεν αξίζει σε κανέναν άνθρωπο να τις κάνει. Αλλά, το πρόβλημα είναι ότι έχεις συνειδητότητα και συναισθήματα.

Η αισθητική του 2049 είναι βγαλμένη από τα όνειρα ­—ή τους εφιάλτες— του Scott. Οι cyberpunk αναφορές της πρώτης ταινίας είναι όλες εκεί, ανεξαιρέτως. Από τα κοστούμια των περαστικών, τα διαφημιστικά ολογράμματα, τις συμμορίες παραμορφωμένων μικρόσωμων ληστών, τα ιδεογράμματα στο μεγαλύτερο μέρος των επιγραφών, η εκφυλισμένη πολυ-πολιτισμικότητα από εθνοτικές υποκουλτούρες που δεν αφομοιώνονται, το περίεργο μίγμα ιαπωνικών και γερμανικών που δεν αφήνει το αυτί σου να συνηθίσει — όλα είναι εκεί.

Και η τεχνολογία. Αν υπάρχει κάτι που πραγματικά πρέπει να πιστώσουμε στον Villeneuve είναι η διαχείριση της εικόνας της τεχνολογίας αυτού του άλλου κόσμου. Η πρώτη αποτύπωσή της έγινε τη δεκαετία του ’80. Όταν ο Scott μάς έδειξε έναν κόσμο που μπορούσε να σχεδιάσει ζωντανούς οργανισμούς, να γράψει κώδικες τεχνητής νοημοσύνης και να εμφυτεύσει αναμνήσεις, το έκανε χρησιμοποιώντας τα μέσα που είχε στη διάθεσή του εκείνη την εποχή. Τετράγωνες, ογκώδεις και κακής ποιότητας οθόνες, γυμνά καλώδια και σωλήνες χωρίς καμία αισθητική διάσταση. Ίσως να εξυπηρετούσε καλύτερα και τη διαστροφή της τεχνολογίας που διατρέχει την αφήγηση. Ο Villeneuve δεν έκανε το λάθος που έκαναν άλλοι προσπαθώντας να αναβιώσουν παλιές ταινίες Επιστημονικής Φαντασίας. Σχεδίασε την τεχνολογία του 2049 έτσι ώστε να φαίνεται ότι πέρασαν 35 χρόνια από την πρώτη ταινία· τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο. Μας παρουσιάζει λίγα καινούρια γκατζετάκια, αλλά το τετράγωνο και ογκώδες ντιζάιν παραμένει. Πλέον δεν εξυπηρετεί ως συνειρμικός κρίκος ανάμεσα στην τεχνολογία που έχουμε στο σπίτι ή στο γραφείο για να μας δείξει πόσο κοντά είναι ένα τρομακτικό μέλλον, αλλά σαν ένα στοιχείο οικειότητας για τους παλιούς φίλους του μύθου του Blade Runner.

Το στοιχείο που έχει εξελιχθεί, όμως, όσο κανένα άλλο, είναι ο ήχος. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας τα αυτιά του θεατή ενοχλούνται από έναν συνεχόμενο βόμβο, σχεδόν λευκό θόρυβο, που είναι αποπνικτικός εντός της πόλης και απόκοσμος και ανατριχιαστικός στα ανοιχτά τοπία, όταν δεν διακόπτεται από μουσική — ποια μουσική, δηλαδή, η μουσική είναι απότομα, επιβλητικά κύμβαλα σε μεγάλη ένταση και λίγες, μοναχικές νότες από έγχορδα, παρατεταμένες και σε υψηλή τονικότητα. Παραδόξως αυτό το σύνολο δεν είναι δυσάρεστο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ευχάριστο. Είναι ανησυχητικό, σε κρατάει γαντζωμένο στην καρέκλα σου, δεν σε αφήνει να χαλαρώσεις.

Εννοείται πως δεν λείπουν και οι σκηνές που σου φέρνουν μια περίεργη νοσταλγία, ίσως ανεπιθύμητη, για μια δυστοπία. Ας πούμε όταν η κάμερα ανεβαίνει αργά αποκαλύπτοντας την πυραμίδα όπου στεγάζονται τα κεντρικά γραφεία της πρώην Tyrell νυν Wallace Corporation, ή όταν βλέπεις το ιπτάμενο αυτοκίνητο του πρωταγωνιστή να πετά πάνω από τους σκοτεινούς δρόμους και τα βιομηχανικά καμίνια του Λος Άντζελες, αναρωτιέσαι αν βλέπεις την πρώτη ή τη δεύτερη ταινία. Επίσης, τα κτίρια, που από έξω μοιάζουν με διαστημόπλοια και από μέσα με σαλόνια των ’70s, παραμένουν ίδια. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από την πρώτη ταινία.

Όλα αυτά ίσως κάνουν τον αναγνώστη να πιστέψει πως το 2049 απλώς πήρε τα δημοφιλή στοιχεία από το πρώτο Blade Runner και τα πακέταρε με καλύτερα εφέ. Αλλά το 2049 εξελίσσει τον μύθο και την ηθογραφία της σειράς τόσο πολύ, που κάνει την πρώτη ταινία να φαίνεται μέχρι και εισαγωγική. Ο Scott έψαχνε τα πατήματά του, προσπαθώντας να δώσει στο κοινό μια ταινία δράσης του Harisson Ford, συνδυασμένη με τους προβληματισμούς του Philip K. Dick, και μια δική του αισθητική η οποία ήταν δίκοπο μαχαίρι (εισπρακτικά πάτωσε, αλλά παράλληλα γαλούχησε τρεις γενιές στην Επιστημονική Φαντασία). Ο Villeneuve στο 2049 δεν χρειάζεται να μας βοηθήσει να εμπεδώσουμε μια αισθητική: ξέρει ότι μας αρέσει, χτίζει στις πλάτες του προκατόχου του και βάζει ερωτήματα που θα έκαναν τον συγγραφέα του πρώτου έργου περήφανο.

Το πρώτο Bade Runner ήταν ένα έπος για την ανθρώπινη φύση, μας άφησε να αναρωτιόμαστε τι είναι ο άνθρωπος και αν τα ανδροειδή βλέπουν στον ύπνο τους ηλεκτρικά πρόβατα. Το δεύτερο είναι το ταξίδι στη χειραφέτηση, στην αλλαγή, στο δικαίωμα για ελευθερία. Τα Replicants πλέον δεν αναρωτιούνται, «Τι είμαστε» — όχι επειδή βρήκαν την απάντηση, αλλά επειδή βρίσκονται αντιμέτωπα με ένα πιο πιεστικό ερώτημα: «Τι θα απογίνουμε».