Noir μαθήματα ιταλικής ιστορίας

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

Noir μαθήματα ιταλικής ιστορίας

Τέσσερα χρόνια από το υπέροχα σκοτεινό «Κράτα μου το χέρι» (Εκδόσεις Ψυχογιός), επτά χρόνια μετά την ανατριχιαστική δυστοπία του «Κοπέλα που σε λένε Φίνι» (Εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη) και οχτώ χρόνια από το τελευταίο του αστυνομικό μυθιστόρημα «Η μοναξιά της ασφάλτου» (επανέκδοση το 2014 από τις Εκδόσεις Κουκουνάρι), η αναμονή μου έφτασε στο τέλος της. Είχα στα χέρια μου το καινούργιο αστυνομικό του Δημήτρη Μαμαλούκα.

Tο καινούργιο του βιβλίο ξεκινά με την αποτυχημένη απόπειρα απαγωγής «Σάντο Σπιρίτο» του βιομήχανου Τζανπιέρο Ντε Σάντις από τη φράξια «Φραντσέσκο Λάουρο» —έναν ανεξάρτητο πυρήνα των Ερυθρών Ταξιαρχιών— το 1979 και μετά κάνει ένα χρονικό άλμα στο 2007, όπου ξαναβρίσκουμε το αγαπημένο δίδυμο που γνωρίσαμε στη «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα». Ο Νικόλα Μιλάνο εξακολουθεί να βιοπορίζεται πουλώντας σπάνια βιβλία από τη συλλογή που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Παράλληλα, έχει γίνει βοηθός του φίλου του Γκαμπριέλε Αμπιάτι στις υποθέσεις που αναλαμβάνει ως ερασιτέχνης ντετέκτιβ. Η ζωή τους κυλάει ήρεμα, ρουτινιάρικα, ανάμεσα στα δυο διαμερίσματα και στο στέκι τους, το μπαρ «Κοκομπίλ». Οι πληγές του παρελθόντος υπάρχουν ακόμα. Ο Νικόλα εξακολουθεί να μην πατά σε ένα συγκεκριμένο σημείο του πατώματος στο διαμέρισμά του.

Εκεί, στο μπαρ «Κοκομπίλ», θα τους βρει η επόμενη υπόθεση που θα αναλάβουν. Ο νεαρός φοιτητής Αλεσάντρο Φοντάνα, γιος της γοητευτικής Κιάρα, παλιάς φίλης του Γκαμπριέλε, έχει εξαφανιστεί. Το δίδυμο θα διχαστεί: ο Γκαμπριέλε φαίνεται απρόθυμος να κάνει το οτιδήποτε, ενώ ο Νικόλα θα ορμήσει με ενθουσιασμό νεοφώτιστου στην υπόθεση. Τα ίχνη είναι ελάχιστα και οι μαρτυρίες λιγοστές και συγκεχυμένες. Μόνο η Κιάρα και η όμορφη κοπέλα του εξαφανισμένου, η Έλενα, φαίνεται να ενδιαφέρονται για την τύχη του Αλεσάντρο. Ο Νικόλα προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια του παζλ από την Μπολόνια στη Φλωρεντία, στη Ρώμη, μέχρι και σε μία απομονωμένη περιοχή των Απεννίνων. Ταυτόχρονα, η κυκλοφορία ενός βιβλίου γραμμένο από ένα φίλο της οικογένειας του Αλεσάντρο, με τον τίτλο «Τα καταραμένα αντίτυπα», θα πυροδοτήσει τις εξελίξεις, ξυπνώντας ένα παρελθόν που όλοι θέλουν να μείνει νεκρό.

Οι ιστορίες ξετυλίγονται παράλληλα. Οι ανατροπές που συναντά ο αναγνώστης με κάθε γύρισμα της σελίδας τον κάνουν νευρικό. Όλοι είναι απρόθυμοι να μιλήσουν, όλοι τους έχουν κάτι να κρύψουν. Η Κιάρα, η Έλενα, ένας ακροδεξιός γερουσιαστής με το γκροτέσκο δίδυμο εκτελεστών που έχει στη δούλεψή του, ένα ζευγάρι φοιτητών αγγέλλων τιμωρών, νοσταλγοί ενός παρελθόντος που έχει περάσει ανεπιστρεπτί, ακόμα και ο Νικόλα με τον Γκαμπριέλε. Οι πληγές από τα «μολυβένια χρόνια» είναι ακόμα χαίνουσες. Οι έρευνες όμως προχωρούν. Οι εξελίξεις τρέχουν. Οι ιστορίες θα ενωθούν σε ένα ξέσπασμα βίας που αγγίζει το gore.

Στο βιβλίο, η Ιταλία του Μαμαλούκα δεν έχει καμία σχέση με την glossy, ηλιόλουστη, τουριστική Ιταλία που έχουμε συνηθίσει. Είναι υγρή, μουντή και παγωμένη· αλλά έχει τη δική της γοητεία. Τα μικρά καφέ και τα κρυφά μπαρ, όπου μπορείς να τσιμπήσεις κάτι πρόχειρο μα πεντανόστιμο πίνοντας ένα ποτήρι κρασί, οι στοές όπου καταφεύγεις για να προφυλαχτείς από τη βροχή τυλιγμένος στο λεπτό σπολβερίνο σου… Οι ήχοι της δεν είναι το bel canto αλλά το σκληρό progressive rock. Το διαβάζεις ακούγοντας Goblin, Le Orme, Premiata Forneria Marconi, Area για να μπεις στο κλίμα. Οι εμμονές του συγγραφέα δίνουν και εδώ το παρών τους. Το ιταλικό ντιζάιν, τα sur mesure κοστούμια και τα χειροποίητα παπούτσια, τα malt ουίσκι, τα συλλεκτικά ρολόγια και αυτοκίνητα (η μοίρα της Alfa Romeo Montreal ήταν μαχαιριά στην καρδιά).

Ακολουθώντας τον συγγραφέα εδώ και δεκαεπτά χρόνια, από την εποχή του τρυφερά σκληρού «Όσο υπάρχει αλκοόλ υπάρχει ελπίδα» (Εκδόσεις Απόπειρα) και του συγκλονιστικού «Ο μεγάλος θάνατος του Βοτανικού» (Εκδόσεις Καστανιώτη), περιμένω με ανυπομονησία κάθε καινούργιο του βιβλίο. Θεωρώ ότι είναι από τους λίγους Έλληνες συγγραφείς που έχει την αίσθηση και την γνώση τού τι είναι ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα και από τους ακόμα λιγότερους που μπορούν να το γράψουν.

Παίρνοντας το βιβλίο στα χέρια μου εκείνο το Σάββατο, διαβάζοντας το όνομα του μπαρ «Κοκομπίλ» που έχουν στέκι οι ήρωες, χαμογέλασα ικανοποιημένος. Δεν περίμενα όμως αυτό που ακολούθησε. Το διάβασα μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο γυρίζοντας πυρετωδώς τις σελίδες σε ένα page turner που δεν περίμενα να συναντήσω. Η βία, το αίμα, η εκδίκηση είναι εξαιρετικά πλεγμένα σε μια πλοκή δομημένη με την τελειότητα ενός έργου του Άλντο Ρόσι. Οι πρωταγωνιστές, ακόμα και τα δευτερεύοντα πρόσωπα που εμφανίζονται και αποκαλύπτονται σιγά-σιγά, προδίδουν μια προσοχή και μια φροντίδα στην κατασκευή της ψυχογραφίας τους αξιοθαύμαστη. Ο Ανίμπαλε, το δίδυμο των εκτελεστών, ακόμα και ο υπάλληλος των μυστικών υπηρεσιών της Ιταλίας, Αντόνιο Μιλιέτα, στέκονται ζωντανοί, αυθύπαρκτοι, απόλυτα πιστευτοί, διεκδικώντας να γίνουν ήρωες σε ένα δικό τους βιβλίο. Ο ρυθμός του βιβλίου, παρά τον όγκο του, τις συνεχόμενες ανατροπές και το πλήθος των ιστορικών στοιχείων που παρατίθενται, είναι φρενήρης και αμετάβλητος. Η σε βάθος ιστορική έρευνα του συγγραφέα φαίνεται σε κάθε αράδα, χωρίς να στερεί τίποτα από το σασπένς.

Κλείνοντας το βιβλίο, κοίταξα την βιβλιοθήκη μου. Είναι γεμάτη από αστυνομικά που έρχονται στην Ελλάδα με τη φήμη του αριστουργήματος, παρόλο που πολλές φορές δεν το αξίζουν. Σκέφτηκα ότι αυτό εδώ είναι ένα βιβλίο που σίγουρα θα έκανε καριέρα στο εξωτερικό, αν ο συγγραφέας ήταν άλλης υπηκοότητας και έγραφε σε άλλη γλώσσα.